ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Ιούνη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Βιογραφικό Τιτίνας Δανέλλη

Η Τιτίνα Δανέλλη (Μαρία Χριστίνα) γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Ιταλική Φιλολογία στη Νάπολη και στη Ρώμη της Ιταλίας, ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσε τη σχολή Διερμηνέων. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε πολλά περιοδικά (ΕΝΑ και ΚΑΙ, επί εποχής Π. Μπακογιάννη) και σε απογευματινές εφημερίδες στο ελεύθερο και στο καλλιτεχνικό ρεπορτάζ. Επίσης, έγραψε σενάρια για τηλεοπτικές σειρές και έκανε πολλές μεταγλωττίσεις από ξένες ταινίες. Από το 1985 εργάζεται αποκλειστικά στην εφημερίδα «Ριζοσπάστης».

Εργα της ίδιας: «Ο επιτυχημένος» μυθιστόρημα, «Αντιπερισπασμός» μυθιστόρημα, «Αίθουσα Αναμονής» νουβέλα, «Σερ Γκρέγκορι ή Καπετάν Γρηγόρης», «Ενα κι ένα κάνουν όσο θες» μυθιστόρημα σε συνεργασία με τον Μάνο Κοντολέων, «Ερως διατηρητέος έως...» θεατρικό έργο, «Ο θρήνος της Κλεοπάτρας» μυθιστόρημα.


Κινητό τέλος

Ενας διακριτικός θόρυβος που έβγαινε από το κινητό της τηλέφωνο την έκανε να τιναχτεί λες και τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα... Με τρόμο κοίταξε την οθόνη. Περίεργο της φάνηκε, μιας και πολλές φορές είχε «κινητά» μηνύματα από εκείνον. Μηνύματα χαρούμενα. Διαίσθηση ήταν; Διάβασε..: Το μήνυμα ήταν σαφές μέσα στην αοριστία του: «Λυπάμαι αλλά η συνάντησή μας πρέπει να ματαιωθεί. Εχω επισκέψεις τώρα... Θα τα πούμε...».

Πότε; αναρωτήθηκε. Γιατί δεν της το είχε πει με την ίδια του τη φωνή; Πότε θα τα έλεγαν; Κάποτε, στον άδειο του χρόνο, για να δώσει ζωή σε μια νεκρή στιγμή.

Τότε... ίσως να της τηλεφωνούσε... Ηταν μια απόφαση τελεσίδικη, μια ετυμηγορία «κινητή», χωρίς σθένος, καλά κρυμμένη πίσω από γράμματα, μια απόφαση καλυμμένη από την αοριστία ενός αόρατου μέλλοντα.

Ενα δυνατό «κρακ», ένας τρομακτικός, υπόκωφος θόρυβος ακούστηκε μέσα από τα έγκατα του στήθους της. Ράγισε η καρδιά μου, σκέφτηκε. Ραγίσει άραγε η καρδιά; Δεν ήξερε.

Εκείνη από τη φύση ήταν λάτρης της ομορφιάς και του απόλυτου, δεν καταδεχόταν τις ατελέσφορες εξηγήσεις και τις φθηνές αισθηματολογίες. Σεβόταν τις αποφάσεις των άλλων, σεβαστός, όμως, ήταν και ο εαυτός της. Ηταν; Ομως, αυτό το ξαφνικό, αλλά όχι και αναπάντεχο φονικό τηλεφωνικό μήνυμα, δεν αναιρούσε τα αισθήματά της για εκείνον. Είδε τα χέρια της που έτρεμαν καθώς προσπάθησε ανεπιτυχώς να ανάψει ένα τσιγάρο. Μάζεψε τη δύναμή της, όση της απέμενε, δηλαδή. Πήρε ξανά τον αναπτήρα, τον έφερε κοντά στην άκρη του τσιγάρου, προσπαθώντας να μην αστοχήσει και να πετύχει το χάρτινο στόχο της. Εστίασε το βλέμμα της στη φλόγα, έκαψε λίγο το δάχτυλό της και «πυροβόλησε». Κατόρθωσε να ανάψει, επιτέλους.

Τράβηξε μια ρουφηξιά. Κουβάρι οι σκέψεις της. Πήρε κουρασμένα να ξετυλίξει το νήμα. Αφάνταστα δύσκολο της φάνηκε. Σιγά σιγά μια δυο σκέψεις μπήκαν σε τάξη. Μια από αυτές ήταν, πως χίλιες φορές προτιμούσε να κρατηθεί η μνήμη, που πάντα θα τη στυλοβατούσε η σκέψη ότι οι άνθρωποι που «ξεχωρίζουν» δε χωρίζουν, γιατί έχουν γνώση της μοναξιάς τους και έχουν την αίσθηση πως είναι εφοδιασμένοι με «μοναχικά διαβατήρια», και καμιά φορά όπως τούτη εδώ, είχε την τύχη να «συνταξιδεύει», για λίγο έστω, με έναν «ομοεθνή» της. Εξαιρετικό το ταξίδι, μοναδικό και ανεπανάληπτο, ήταν. Ηταν; Ναι ήταν. Η ευλογημένη εποχή τέλειωνε άδοξα.

Κάποιος, επιτέλους, έπρεπε να πάρει την ευθύνη του τέλους. Ενός «κινητού» μεν, αλλά αμετακίνητου και αμετάκλητου τέλους. Εμεινε να κοιτάζει σα χαζή την κατακόκκινη καύτρα, που έκαιγε τον καπνό αργά αλλά μεθοδικά. Πληκτρολόγησε τον αριθμό του. Τι θα του έλεγε; Ιδέα δεν είχε. Τότε; Δεν έβρισκε τις σωστές λέξεις για απαντήσεις. Μα να απαντήσει σε τι; Μήπως, άλλωστε, υπάρχουν σωστές λέξεις για κάθε περίπτωση. Ανοησίες. Οι λέξεις, οι φράσεις, οι έννοιες επινοήθηκαν από τον ίδιο τον άνθρωπο για να δημιουργεί συγχύσεις. Για να μπορεί με άνεση να δυσκολεύει την επικοινωνία, τέλος για να μην είναι συγκεκριμένος. Ακύρωσε, λοιπόν, τη συνδιάλεξη. Για πάντα! Φυσικά, ο αριθμός του που ήταν στη «μνήμη του κινητού» της θα παρέμενε εκεί, όπως το όμορφο και γλυκό πρόσωπό του που ήταν χαραγμένο μέσα στη μνήμη της ραγισμένης καρδιάς της. Ναι, είχε ραγίσει, αυτό ήταν σίγουρο. Κι ας λένε ότι η καρδία είναι τελικά ένα κομμάτι κρέας. Εδωσε τη χαριστική βολή στο ημιθανές τσιγάρο. Το πάτησε αδιάφορα μέσα στο τασάκι. Κι εκείνο ξεψύχησε αθόρυβα. Είχε τελειώσει ο ρόλος του, ένα ολοκαύτωμα ήταν, ένα ολοκαύτωμα που αδιαμαρτύρητα μεταμορφώθηκε σε στάχτη... Ξαναδιάβασε το μήνυμα. Επειτα «έπαιξε λίγο» με τα παλιά μηνύματα, τα «αποθηκευμένα». Ξαφνικά, η νοσταλγία σα χείμαρρος πλημμύρισε το είναι της. Ενιωσε ναυαγός χωρίς σωσίβια λέμβο. Αφησε χρήματα πάνω στο μαρμάρινο τραπέζι του καφενείου και βγήκε. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει. Ο νοτιάς επηρεάζει τα τραύματα... Το εσωτερικό ρωγμώδες πρόσφατο κάταγμά της, πολύ την πονούσε. Σήκωσε το γιακά της για να κοιτάξει στο απέναντι πεζοδρόμιο. Και τότε τους είδε!

Σάστισε και στάθηκε να κοιτά σα χαμένη. Ηταν ευτυχισμένοι, αγκαλιασμένοι, μακάριοι βουτηγμένοι ολόκληροι μέσα στα τρικυμιώδη νερά του καινούριου. Παραδομένοι στην υπέροχη ασημαντότητα του εφήμερου έρωτα. Περιεργάστηκε την ξένη. Ομορφη, λυγερή, νέα και πολύ συνηθισμένη ήταν. Μα και εκείνος, ο ξεχωριστός, ο μοναδικός, όλως περιέργως συνηθισμένος έμοιαζε. Ενας από τους πολλούς από τους κοινούς, τους καθημερινούς άνδρες που μόλις άρχιζε να ζει έναν όψιμο έρωτα. Χαρούμενος, ανέμελος, επιπόλαιος έδειχνε. Κάτω από το δυνατό πόνο που απλωνόταν στο στήθος της, μέσα στη ρωγμή που είχε απλωθεί και μεγαλώσει μέσα σε δευτερόλεπτα, προσπάθησε να βρει το «διαβατήριό» της. Δεν ήταν δύσκολο. Εστεκε αμήχανο μέσα στο χάσμα. Δίπλα του ήταν αφημένο και το δικό του διαβατήριο, που φαίνεται πως εκείνη τού είχε προμηθεύσει. Εριξε μια πληγωμένη ματιά στην ημερομηνία. Ηταν παράξενο αλλά εκείνη τη στιγμή έληγε... Σε ένα λεπτό, σε ένα μόλις λεπτό θα χρειαζόταν θεώρηση... Τρελά πράγματα.

Και εκείνος, τι θα έκανε; Θα επέστρεφε κάποτε να το αναζητήσει, αναρωτήθηκε; Μπορεί. Ποιος ξέρει; Ισως τότε, που οι άνθρωποι είναι πολύ κουρασμένοι για ερωτικά ταξίδια, που είναι σοφότεροι αλλά ασθενέστεροι, τότε που οι «ιπτάμενοι» ταξιδιώτες νιώθουν τσακισμένοι από το συναρπαστικό, αλλά άσκοπο, συναισθηματικό «πήγαινε - έλα», τότε που πια δεν έχουν κουράγιο για νέες περιπέτειες, τότε ίσως να επέστρεφε. Για να αναζητήσει το χαμένο διαβατήριο, να είχε νοσταλγήσει τις χαμένες ευκαιρίες, τις λησμονημένες ιστορίες.... Μα αυτό θα αργούσε. Θα αργούσε πολύ, αν ποτέ, φυσικά, γινόταν κάτι τέτοιο. Αλλά μόνον τότε, πιθανόν να θυμόταν πως «κάπου» είχε ξεχάσει ένα ιδιαίτερο διαβατήριο, ένα «χαρτί», μια πράσινη κάρτα, που του είχε επιτρέψει να εγκατασταθεί για κάποιο διάστημα σ' έναν τόπο αλλιώτικο, σ' έναν τόπο που δεν είχε καμιά αξία το χρήμα, που δεν είχε χώρο το συμφέρον, ο εγωισμός, οι ευτελείς προσωπικές και τόσο προσωρινές φιλοδοξίες, σε έναν τόπο που λεγόταν... Λεγόταν... Δεν έβρισκε όνομα να τον βαφτίσει τον τόπο, όπου για τόσο μεγάλο διάστημα τον είχε φιλοξενήσει. Το «Ιδιαίτερη πατρίδα», της φαίνονταν στομφώδες. Απλώς σ' έναν τόπο χωρίς όνομα, σε έναν τόπο ιδιόμορφο. Τελεία και παύλα. Εκεί στην εστία τους, εκεί στο ορμητήριό τους για τις ημερήσιες... εκδρομές τους. Πού πήγαιναν; Παντού. Πετούσαν στο διάστημα για ένα διάστημα, επισκέπτονταν ένα Μουσείο, κολυμπούσαν στα βαθιά νερά των σελίδων κάποιου εξαιρετικού βιβλίου. Ενίοτε πήγαιναν και σε κάποιον κινηματογράφο. Μα και στην επιστροφή συνέχιζαν να ταξιδεύουν συζητώντας. Αναλύοντας, συνθέτοντας, ανασυνθέτοντας. Παράδεισος ήταν... Και ποιος, τελικά, μπορεί να ισχυριστεί ότι δε βαριέται τον παράδεισο; Κανείς ειλικρινής. Ανθρώπινο δεν είναι; Είναι.

Αρχισε να τον κατανοεί και - δυστυχώς - την ίδια στιγμή να τον συγχωρεί. Με πόση ευκολία είχε πέσει στην τρομερή παγίδα, στην «κατανόηση», σκέφτηκε χωρίς θλίψη, χωρίς οργή, χωρίς πάθος. Και είναι ολέθρια παγίδα η κατανόηση, διότι από τη στιγμή που κατανοείς πραγματικά τον άλλον, από τη στιγμή που δε θυμώνεις από τη στιγμή που αποδέχεσαι τις επιλογές του, - επιλογές που έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις δικές σου επιθυμίες - εκείνο που σίγουρα έχεις κατορθώσει είναι να καταργήσεις εντελώς τον εαυτό σου. Και τότε χωρίς κανένα απολύτως συναίσθημα συνειδητοποίησε ότι είχε αυτοκαταργηθεί μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας. Μα δεν την ένοιαξε. Εστριψε στη γωνία χωρίς να ρίξει δεύτερη ματιά στο «αλλοεθνές» ζεύγος και συνέχισε τη μοναχική της περιπλάνηση. Η ρωγμή συνέχισε την καθοδική πορεία της, ακάθεκτη και ανηλεής Ομως να, που ξαφνικά έπαψε να την πονά. Ισως, ίσως επανέλαβε σιωπηλά, μέσα στο νέο χώρο που άνοιγε, ίσως κάποια μέρα κάτι άλλο, άγνωστο σε εκείνη μέχρι τούτη τη στιγμή, να άνθιζε. Κάτι ακαθόριστο αλλά όμορφο. Δυο λαμπερές, χονδρές υγρές σα μέλι σταγόνες, κύλησαν πάνω στα μάγουλά της. Σχεδόν κόλλησαν πάνω στο δέρμα της. «Μα τι κάνω, είμαι στα καλά μου, κλαίω;» ρώτησε απορημένη. Και κείνος την καθησύχασε « Οχι, σταγόνες βροχής είναι. Προχώρα». Το μαγικό, διαρκές διαβατήριό της, που εκτελούσε και χρέη πυξίδας, έδειξε το βορρά. Αρα προχωρούσε σε λάθος κατεύθυνση. Είχε ανάγκη από φως, από ήλιο, από ζέστη. Εκανε μεταβολή και συνέχισε την ατέλειωτη μοναχική της πορεία.


Τιτίνα ΔΑΝΕΛΗ



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ