Η ενότητα δράσης της Αριστεράς, που προβάλλει στο πολιτικό προσκήνιο από διάφορες δυνάμεις και μερίδα του κατεστημένου, που κάθε άλλο παρά διακρίνονται για το διακαή πόθο τους να ενισχυθεί το λαϊκό κίνημα έτσι που να διεκδικεί τα πραγματικά συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, προτείνεται ως ταχτική πολιτικών συμμαχιών. Αλλωστε η λογική που τεκμηριώνει την αναγκαιότητα αυτή προβάλλει την προοπτική δημιουργίας του λεγόμενου «τρίτου πόλου», εννοώντας ότι πολιτικά υπάρχουν οι δύο πόλοι, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, άρα χρειάζεται και ένας τρίτος που θα μπει «σφήνα» στους δύο, προκειμένου να προωθηθούν πολιτικές λύσεις για τα λαϊκά συμφέροντα. Εδώ όμως παρουσιάζεται το εξής παράδοξο. Ενώ στο κοινωνικό επίπεδο αντικειμενικά υπάρχουν από τη μια η αστική τάξη και τα συμφέροντά της και από την άλλη η εργατική τάξη με τους συμμάχους της που τους εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο, αυτές οι δυνάμεις (ΣΥΝ, ΑΚΟΑ, ΚΕΔΑ και λοιποί), στο πολιτικό επίπεδο προβάλλουν τρεις πόλους και όχι την αναγκαιότητα αντιστοιχίας των πραγματικών ταξικών συμφερόντων, άρα και της πραγματικής διαχωριστικής γραμμής και στο πολιτικό επίπεδο. Εκτός και αν θεωρούν τη σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ που είναι αστικό κόμμα, εν δυνάμει πολιτικό τους σύμμαχο, οπότε τυπικά οι διαχωριστικές γραμμές στην κοινωνία εκφράζονται γι' αυτές τις δυνάμεις πολιτικά με την προοπτική διαμόρφωσης, μέσω του τρίτου πόλου, δύο πόλων, της Δεξιάς ή Κεντροδεξιάς και της Αριστεράς ή Κεντροαριστεράς. Αντικειμενικά πάντως είτε στη μια περίπτωση είτε στην άλλη, δεν προωθούν την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης, την κοινή δράση με τα μικροαστικά στρώματα, προς όφελος των πραγματικών τους συμφερόντων. Ας αφήσουμε όμως τις υποθέσεις.
Αντικειμενικά υπάρχει έδαφος από την άποψη της επιδίωξης πρώτ' απ' όλα της ταξικής ενότητας της εργατικής τάξης, η οποία από την άποψη των ταξικών χαρακτηριστικών και των γενικών συμφερόντων και σκοπών πρέπει να είναι ενιαία, αλλά ταυτόχρονα στο εσωτερικό της υπάρχουν διαχωρισμοί που οφείλονται στην ίδια την κοινωνική πραγματικότητα, στον καπιταλισμό. Επιδρούν δε στη συνείδηση των διαφορετικών τμημάτων της, σε συνδυασμό με την κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας, έτσι που να την κρατούν διασπασμένη.
Η εργατική τάξη αντικειμενικά δεν είναι ενιαία και ομοιόμορφη και αυτό οφείλεται στον καταμερισμό της εργασίας. Αυτή είναι η βάση και των συντεχνιακών αντιλήψεων και των παραγόντων που μπορούν να αξιοποιούνται από την αστική τάξη για τη διάσπασή της. Ετσι, όλα τα τμήματα της εργατικής τάξης δεν μπορούν να έχουν τις ίδιες εμπειρίες ούτε το ίδιο επίπεδο συνειδητοποίησης. Υπάρχουν αντικειμενικά προβλήματα αλληλοκατανόησης των διαφορετικών τμημάτων της εργατικής τάξης, των διαφοροποιήσεων στο εσωτερικό της από τον καταμερισμό εργασίας. Διαφορετικό αντικείμενο απασχόλησης, εργασιακές σχέσεις, μορφωτικό επίπεδο, αλλά και προέλευση, κοινωνική καταγωγή.
Επίσης, ο σχετικός υπερπληθυσμός (άνεργοι), που δημιουργείται από τη συσσώρευση του κεφαλαίου προκαλεί ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες. Για παράδειγμα, ο φόβος της απόλυσης, ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλης ανεργίας, αποτελεί σοβαρό ανασταλτικό παράγοντα στη συμμετοχή σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Είναι μια έκφραση του ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργάτες που εκμεταλλεύεται το κεφάλαιο για να ασκεί πίεση πάνω τους.
Απ' αυτή την άποψη και σε ό,τι έχει σχέση με την κοινή δράση πολιτικών δυνάμεων στο συνδικαλιστικό κίνημα, γενικότερα στο μαζικό λαϊκό κίνημα, δε χρειάζεται καμιά συμφωνία κορυφών, δηλαδή εκ των προτέρων πολιτική συμφωνία ηγεσιών κομμάτων. Αλλωστε όλες οι πολιτικές δυνάμεις δρουν στο κίνημα και στους κοινωνικούς αγώνες. Στο βαθμό που υπάρχει σ' ένα μέτωπο πάλης σύμπτωση στην πολιτική πρόταση που απαντά στη λύση του προβλήματος για το οποίο είναι ώριμες οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη αγώνων, η μη ύπαρξη εκ των προτέρων πολιτικής συμφωνίας για την ενότητα δράσης θα εμποδίσει αυτή την ενότητα δράσης; Σίγουρα όχι. Ισα - ίσα, αυτή θα στεριώνεται στο έδαφος των αγώνων, θα συμβάλλει στην άνοδο της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης, θα προωθεί την κοινή δράση με τους συμμάχους της, θα προβάλλει ολοένα και πιο ξεκάθαρα τη συνολική πολιτική λύση σε όφελος των λαϊκών στρωμάτων μέσα από την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του μεγάλου κεφαλαίου.
Επομένως, η πρόταση για την ενότητα δράσης της Αριστεράς, απ' αυτή την άποψη είναι στον αέρα. Δεν υπηρετεί αυτή την αναγκαιότητα, αυτή την προοπτική.
Αντικειμενικά λοιπόν αυτή η σύνθετη δουλιά πρέπει να εξετάζει την πολιτική και τους σκοπούς των πολιτικών δυνάμεων που προβάλλουν την υπόθεση ενότητας δράσης, προκειμένου αυτή να οικοδομείται όχι μόνο στα άμεσα ζητήματα, αλλά στη σχέση τους με την προοπτική της λαϊκής εξουσίας. Διαφορετικά η ενότητα δράσης δεν έχει αντίκρισμα στην υπόθεση της ταξικής πάλης. Αλλά γι' αυτό θα αναφερθούμε αναλυτικά στο επόμενο.