Γενικά ο καρκίνος δεν είναι κολλητικός. Μπορεί να καθίσει κανείς δίπλα σε έναν ασθενή χωρίς να υπάρχει κίνδυνος να κολλήσει κάποιον όγκο. Βέβαια, ορισμένες νεοπλασίες οφείλονται σε μεταδιδόμενους ιούς ή βακτήρια. Για παράδειγμα, ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του τραχήλου της μήτρας. Αλλά αυτό γίνεται κάνοντας τα κύτταρα πιο ευάλωτα στην εμφάνιση κακοήθειας και όχι με την απευθείας μετάδοση των νεοπλασματικών κυττάρων από τον έναν άνθρωπο στον άλλον. Αντίθετα, στην περίπτωση των δαιμόνων, τα ίδια τα καρκινικά κύτταρα είναι οι μολυσματικοί παράγοντες.
Η ταχύτατη μείωση των πληθυσμών των δαιμόνων έγινε αιτία ερευνών για το πώς ο καρκίνος τους κατάφερε να γίνει κολλητικός και τι μπορεί να γίνει ώστε να σταματήσει η διάδοσή του. Εκτός από την περίπτωση των δαιμόνων, είναι γνωστή και άλλη μία μορφή μεταδιδόμενου καρκίνου, ο μεταδιδόμενος με τη σεξουαλική επαφή καρκίνος των σκύλων, που κατά μια εκτίμηση εμφανίστηκε πριν από 10.000 χρόνια.
Στους δαίμονες, αιτία της καταστροφής ήταν μια ατυχής συγκυρία παραγόντων. Ο καρκίνος που τους πλήττει εμφανίζεται στο πρόσωπο, κοντά ή μέσα στο στόμα. Ομως, τα ζώα αυτά, τόσο κατά τη σεξουαλική συνεύρεση, όσο και στην καθημερινότητά τους δαγκώνουν το ένα το άλλο, συνήθως στο πρόσωπο. Η εικόνα συμπληρώνεται από το γεγονός ότι η γενετική ποικιλότητα μεταξύ των ατόμων του είδους είναι πολύ περιορισμένη, έτσι το ανοσοποιητικό σύστημα δεν αντιλαμβάνεται τα καρκινικά κύτταρα που μπαίνουν από τις πληγές ως ξένα και δεν τους επιτίθεται. Αυτή η γενετική ομοιότητα ίσως είναι αποτέλεσμα παλιότερης μεγάλης μείωσης του αριθμού τους, λόγω κάποιου άλλου παράγοντα, που είχε ως αποτέλεσμα ο σημερινός πληθυσμός να προέρχεται από μια μικρή ομάδα ατόμων με παρόμοια γονίδια ιστοσυμβατότητας.
Και ο καρκίνος των σκύλων θεωρείται ότι εμφανίστηκε σε μια μικρή, γενετικά περιορισμένη ομάδα ζώων, που για ένα διάστημα αναπαράχθηκε αιμομεικτικά. Στα 10.000 χρόνια που πέρασαν ο καρκίνος των σκύλων έγινε λιγότερο επιθετικός, αφού οι πιο επιθετικές παραλλαγές του πιθανώς εξαφανίστηκαν με το θάνατο των ζώων τα οποία μολύνονταν, ενώ ταυτόχρονα επιζούσαν εκείνα που είχαν φυσική ανθεκτικότητα λόγω κάποιας μετάλλαξης.
Καθένας που μαθαίνει για τον καρκίνο των δαιμόνων αναρωτιέται αν κάποια μέρα θα μπορούσε να κινδυνέψει και ο άνθρωπος από κάποια ανάλογη μορφή καρκίνου. Με δεδομένο ότι το ανθρώπινο είδος έχει μεγαλύτερη γενετική ποικιλότητα και μπορεί να αποφύγει συμπεριφορές που θα ευνοούσαν τη μετάδοση καρκινικών κυττάρων, είναι ασφαλές να θεωρηθεί ότι δε θα πληγεί από μια τύχη σαν αυτή των δαιμόνων της Τασμανίας. Ακόμα κι αν ένας δαίμονας ή ένα σκυλί με καρκίνο δαγκώσει έναν άνθρωπο, το ανοσοποιητικό σύστημα ενός υγιούς ανθρώπου θα εντοπίσει εύκολα και θα σκοτώσει τα ξένα κύτταρα. Ούτε θα αρρωστήσει, ούτε θα μεταδώσει τον καρκίνο σε άλλους.
Ωστόσο, είναι δυνατό να εμφανιστούν μεταδοτικές μορφές καρκίνου σε μεγάλους πιθήκους (χιμπατζήδες, γορίλες, ουρακοτάγκους), με χαμηλή γενετική βιοποικιλότητα, εξαιτίας της μείωσης του αριθμού τους, που προκαλούν το κυνήγι και ο περιορισμός του ζωτικού τους χώρου από τις ανθρώπινες δραστηριότητες. Σε πολλές περιπτώσεις στην Αφρική, τους μεγάλους πιθήκους κυνηγούν άνθρωποι που πάσχουν από ΕΪΤΖ και έχουν εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα. Τέτοιες συνθήκες θα ευνοούσαν τη μετάδοση του καρκίνου στον άνθρωπο, αν και κατά τη γνώμη των επιστημόνων η μεταξύ των ειδών μεταπήδηση είναι δυνατή μεν, αλλά πολύ απίθανη.