ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 25 Δεκέμβρη 1999 - Κυριακή 26 Δεκέμβρη 1999
Σελ. /48
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ατζέντα Εκδηλώσεων
Ατζέντα εκδηλώσεων
Εργα Βουρλούμη στο Μπενάκη

«Το ατελιέ της οδού Σπυρίδωνος», έργο του Α. Βουρλούμη
«Το ατελιέ της οδού Σπυρίδωνος», έργο του Α. Βουρλούμη
Ατομική έκθεση ζωγραφικής του Ανδρέα Βουρλούμη (1910 - 1999), φιλοξενείται στο Μουσείο Μπενάκη. Παρουσιάζονται 100 έργα, προερχόμενα από ιδρύματα και ιδιωτικές συλλογές. Ελαιογραφίες και υδατογραφίες, που καλύπτουν ολόκληρη την καλλιτεχνική σταδιοδρομία του ζωγράφου. Η έκθεση περιλαμβάνει δημιουργίες των χρόνων 1923 - '25, δείγματα της μαθητείας του Αν. Βουρλούμη στο Παρίσι στα 1933 - '34 και παρακολουθεί όλη την καλλιτεχνική του εξέλιξη έως τις τελευταίες του δημιουργίες της δεκαετίας του '90.

Με την ευκαιρία της έκθεσης, κυκλοφορεί και λεύκωμα με τίτλο «Ανδρέας Βουρλούμης». Την επιστημονική ευθύνη της έκδοσης είχε η Φανή Μαρία Τσιγκάκου (επιμελήτρια του Τμήματος Ζωγραφικής, σχεδίων και χαρακτικών του Μουσείου). Η πολυτελής έκδοση φέρνει στο φως άγνωστα, εξαιρετικής ποιότητας έργα, τα οποία βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές και, παράλληλα, παρουσιάζει δείγματα από την εντυπωσιακή σειρά σχεδίων και υδατογραφιών, που ο ζωγράφος διατηρούσε στο ατελιέ του. Στο λεύκωμα, απεικονίζονται 300 έργα του καλλιτέχνη, από τα πρώτα, που φιλοτέχνησε σε παιδική ακόμα ηλικία, μέχρι τα τελευταία, της δεκαετίας του '90. Πρόκειται για ένα σύνολο, το οποίο, χρονολογικά και θεματικά, αποκαλύπτει την πληρότητα της ζωγραφικής κατάθεσης ενός από τους εξέχοντες Ελληνες ζωγράφους του 20ού αιώνα.

«Μια ζωή θέατρο»


Με το έργο του Ντέιβιντ Μάμετ «Μια ζωή θέατρο», κάνει πρεμιέρα, την Τετάρτη, στη Νέα Σκηνή του «Απλού Θεάτρου», ο καλλιτεχνικός οργανισμός «Φάσμα». Η παράσταση ανεβαίνει σε μετάφραση Κώστα Βασαρδάνη, Δημήτρη Καταλειφού και Πάνου Παπαδόπουλου, σκηνοθεσία και σκηνικά Πάνου Παπαδόπουλου, κοστούμια Σάντρας Στεφανίδου - Πάνου Παπαδόπουλου. Τους ρόλους ερμηνεύουν: Δημήτρης Καταλειφός και Κώστας Βασαρδάνης. Οπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, το έργο «είναι μια κωμωδία για τη ζωή αυτή. Είναι μια απόπειρα να κοιτάξουμε με αγάπη ένα θεσμό που όλοι αγαπάμε, το θέατρο, καθώς και το μοναδικό συστατικό αυτού του θεσμού, τους άντρες και τις γυναίκες του θεάτρου, τις πιο γενναίες μαγιάτικες πεταλούδες, που εμείς έχουμε ορίσει να πραγματοποιήσουν τα όνειρά μας επί σκηνής». Ο σκηνοθέτης Π. Παπαδόπουλος σημειώνει: «Το πρόσχημα το δίνουν δύο ηθοποιοί από διαφορετικές γενιές. Την απερχόμενη και την επερχόμενη. Ο αγώνας της αναμέτρησης με το χρόνο στη μάχη των εντυπώσεων είναι εξαντλητικός. Το αμερικάνικο όνειρο ενίσχυσε, κατηύθυνε και εκμεταλλεύτηκε αυτόν το φτιαχτό "αγώνα". Ο ανταγωνισμός, πέραν του φυσικού, έγινε η "σημαία" του δυτικού και πρόσφατα, όχι μόνο, κόσμου».

Λυρική Πρωτοχρονιά

Διαφορετικό από τα συνηθισμένα είναι το πρόγραμμα της καθιερωμένης πρωτοχρονιάτικης συναυλίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Στις 31/12 (6 μμ), οι φίλοι του λυρικού θεάτρου θα υποδεχτούν τη νέα χρονιά, με ένα σύγχρονο μιούζικαλ, αλλά και με τις δέκα δημοφιλέστερες άριες, που οι ίδιοι θα έχουν επιλέξει. Το πρώτο μέρος της βραδιάς περιλαμβάνει το έργο «Αδάμ και Χαλιμά» της Μάγδας Μαυρογιάννη. Σκηνοθεσία - λιμπρέτο, από κοινού με τον Γιώργο Νοταρά. Τη μουσική έγραψε το συγκρότημα «Αβατον».Στο ρόλο της Χαλιμά, η Μαρία Τσαρούχα. Στο δεύτερο μέρος της βραδιάς θα παρουσιαστούν οι δέκα δημοφιλέστερες άριες, που θα έχουν επιλεγεί από το κοινό. Την ορχήστρα θα διευθύνει ο Κάρολος Τρικολίδης.


Να τα πούμε!

Πέστε τα, πέστε τα... ακουγόταν από μέσα η φωνή της νοικοκυράς και μεις αρχίζαμε με παράφωνες και παγωμένες φωνές να τα λέμε. Και η καρδιά μας από μέσα σπαρταρούσε από περιέργεια για το ποσό, με το οποίο θα μεταφραζόταν η προθυμία της νοικοκυράς για να «τα πούμε». Γιατί αν τα κάλαντα των αθώων χρόνων της χιλιετίας εύχονταν στο «νοικοκύρη του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει» και για νοικοκυρά ούτε λέξη, αυτή ήταν, η νοικοκυρά, που γέμιζε τις βαθιές και μόνιμα άδειες μας τσέπες με το λαχταριστό αντίτιμο της παράφωνης καλαντωσύνης μας. Μελομακάρονα, κουραμπιέδες, φιστίκια, σταφίδες και πότε πότε και καμιά δραχμή, έτσι, για το «αντέτ», όπως λέγαμε εδώ πάνω εμείς οι τουρκομερίτες. Για το «αντέτ», που σημαίνει, αν θυμούμαι καλά, «για το έθιμο».

Κι όταν τελείωνε η γύρα, και οι μύτες μας φάνταζαν μέσα στην παραμονιάτικη νύχτα σαν κατακόκκινοι σταλαχτίτες, καθόμασταν, για να μοιράσουμε τις δεκάρες και τους κουραμπιέδες μας, που είχαν γίνει στο μεταξύ σκέτο αλεύρι, πίσω από τη δική μας αυλή. Τη γλυκιά μας την αυλή, όπου μεγάλωσα και πρωτοερωτεύτηκα, και έκλαψα και φώναξα «ζήτω» και «άι σιχτίρ». Την αυλή μας, που την καταβρόχθισε μια μέρα η αντιπαροχή και που τη χώριζε από την αυλή του μοχθηρού κυρίου Διονύση, θεός σχωρέστον, ένας φράχτης από τενεκέδες τυριού. Τον είχε κατασκευάσει ο παππούς μου ο Νικολάκης, με την εποπτεία του Θανασάκη, καπνεργάτη και «αδιόρθωτου κομμουνιστή», όπως σχολίαζε η μανούλα μου, κάθε φορά που τον έβλεπε, να περνάει κάτω από τα παράθυρά μας, φορώντας την πέτσινη τραγιάσκα του, σε στιλ Λένιν, και σφυρίζοντας συνθηματικά για να βγει στο παράθυρο η θεία μου η Κασσάντρα (πώς πληθαίνων οι πεθαμένοι, θεέ μου!) και να βγει στο παράθυρο με τη ροζ κορδέλα στα καστανά της μαλλιά.

Και την άλλη χρονιά πάλι «να τα πούμε» και πάλι «πέστε τα, πέστε τα». Και οι γνωστοί κουραμπιέδες στις βαθιές και μόνιμα άδειες τσέπες μας, και η βραδινή μοιρασιά πίσω από τη γλυκιά μας την αυλή. Κι ο Θανασάκης, ο αδιόρθωτος κομμουνιστής, να σφυρίζει, φορώντας την πέτσινή του τραγιάσκα, όμοια μ' εκείνη που φορούσε ο Λένιν, την ώρα που μιλούσε στους μπολσεβίκους και ο μοσκοβίτικος ουρανός πότιζε με δάκρυα την επανάσταση. Ωσπου μια μέρα χάθηκαν όλ' αυτά. Και η αυλή μας, και ο Θανασάκης. Οι φωνές μας είχαν χοντρύνει, βγάλαμε μουστάκια, ντρεπόμασταν κιόλας να τραγουδάμε στους δρόμους και να μαζεύουμε πενταροδεκάρες. Περνούσαν και τα χρόνια ανάμεσα σε πίκρες και πείνες, πολέμους και διωγμούς. Γινόμασταν πιο σοφοί, πιο σκεφτικοί. Εμπαιναν μέσα μας άλλες αλήθειες. Οι αυλές έγιναν πολυκατοικίες! Πού να μοιράσει κανείς το κέρδος των παιδικών τραγουδιών του!

Σήμερα, όμως, μου ήρθε σφοδρή η επιθυμία να βγω στη γειτονιά, στο μπαλκόνι, στους δρόμους της παλιάς γειτονιάς μου και να φωνάξω: «Να τα πούμε» και, χωρίς να περιμένω τη φωνή της πρόθυμης νοικοκυράς, «πέστε τα, πέστε τα», εγώ ν' αρχίσω και να τα λέω. Τι να λέω, όμως; Τότε, βλέπεις, είχαμε κάτι να πούμε. Λέγαμε για τους μάγους που έρχονταν από την Περσία, το λαμπρό άστρο που τους οδηγούσε. Λέγαμε για τη φάτνη των αλόγων, για τη Βηθλεέμ. Λέγαμε, με τις παράφωνες και τις παγωμένες φωνές μας, γιατί θέλαμε να περιγράψουμε έναν κόσμο, που, όσο ψεύτικος και αν ήταν, ήταν ζεστός και τρυφερός. Σήμερα τι να σας πω, όμως; Για ποιον κόσμο να σας τραγουδήσω, που δεν είναι ούτε καν ψεύτικος; Αφού δεν είναι ούτε ζεστός ούτε τρυφερός; Για ποιον κόσμο να σας τραγουδήσω, αφού του γέμισαν τις αυλές με βόλια και τις βαθιές και μόνιμα άδειες τσέπες των μικρών παιδιών τις γέμισαν με ματωμένα, βρώμικα δολάρια;

Γι' αυτό φέτος λέω να μην «τα πω» σε κανέναν. Θα καθίσω μόνο στο παράθυρό μου για να θυμηθώ, όσο πιο τρυφερά μπορώ, αυτούς που μ' έμαθαν να ζητάω από τον κόσμο, όσο ψεύτικος και αν είναι αυτός, να είναι τρυφερός και ζεστός. Να θυμηθώ και το Θανασάκη, με την πέτσινη τραγιάσκα, τον αδιόρθωτο κομμουνιστή, που έλεγε και η μανούλα μου. Και να σου ευχηθώ, καλέ μου σύντροφε, χρονιάρα μέρα σήμερα, να μείνεις και συ έτσι: Ενας αδιόρθωτος Κομμουνιστής. Η μάνα μου πέθανε πια και Δε θα σε παρεξηγήσει.


Του
Γ. .Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ