ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 24 Ιούνη 2001
Σελ. /40
ΔΙΕΘΝΗ
Η Γιουγκοσλαβία ήταν μόνο η αρχή

Για τη συνέχεια της γερμανικής Εξωτερικής Πολιτικής

Νεοσύλλεκτοι του γερμανικού στρατού

Associated Press

Νεοσύλλεκτοι του γερμανικού στρατού
Γιατί η Γερμανία χρησιμοποιεί τον υποτιθέμενο τίτλο του δικαίου, όπως στον επιθετικό πόλεμο ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, και παρουσιάζεται σαν δύναμη προστασίας των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων»;

Πώς διαπλέκονται οι γερμανικές επεκτατικές μέθοδοι, ώστε να μπορούν να αναπτύσσονται, ιδιαίτερα στην Ανατολική και στη Νοτιοανατολική Ευρώπη;

Ποιο τμήμα της γερμανικής δυναμικής πολιτικής εφαρμόζουν;

Οταν κάποιος θέλει να απαντήσει σ' αυτές τις ερωτήσεις, δημιουργείται η εντύπωση ότι η γερμανική δυναμική πολιτική, από την εποχή του Μπίσμαρκ μέχρι σήμερα, είχε άπλετο καιρό, να αναπτύξει ιδιαίτερες μεθόδους. Ακριβολογώντας θα έλεγε κανείς: είχε 90 χρόνια καιρό, επειδή σ' αυτά τα ενενήντα χρόνια ήταν στρατιωτικά δεσμευμένη. Στα 90, εκ συνόλου 128 ετών, γερμανικής εξωτερικής πολιτικής ασκήθηκαν μέσα, διαίτερα μη - στρατιωτικά που μπορούν να εφαρμοστούν και που στη φάση της ολοκληρωμένης ανάπτυξής τους επιζητούν κατά το δυνατόν εκρηκτική ύλη.

Ηδη από την αρχή της γερμανικής δυναμικής πολιτικής αναδεικνύεται το δείγμα γραφής. Ο καθηγητής γεωγραφίας από τη Λιψία, με το όνομα Φρίντριχ Ράτζελ (Friedrich Ratzel) εμφυσά στους Γερμανούς «γεωγραφική συνείδηση» και συνηγορεί το 1897 για την «εθνογραφική προοπτική». Αναθέτει στους συμπατριώτες του ως καθήκον, το γεγονός ότι δεν επιτρέπεται να υπάρχουν «ακόμα και στην καρδιά της Αφρικής ασαφή όρια παραστάσεων». Ο Ράτζελ ζητάει μια ακριβή γνώση των φυλών, των γλωσσών τους, τις συνήθειες και κυρίως τις αντιθέσεις τους, ώστε με αυτή τη γνώση να εξασκεί κυριαρχία. Τούτο σημαίνει: οι εσωτερικές φιλονικίες άλλων εθνικοτήτων, οι φιλονικίες των «λαουτζίκων», όπως εκφράζεται ο Ράτζελ, να χρησιμοποιούνται στην υπηρεσία της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής.

Το σχέδιο του Ράτζελ συστηματοποιούνταν συνεχώς, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Επρόκειτο, λοιπόν, ακριβέστερα, για τους «λαουτζίκους» ανατολικά και νοτιοανατολικά της Ευρώπης, που χαρακτηρίζονταν σαν «περιθωριακοί και ξένοι λαοί». Πρέπει κανείς να χρησιμοποιήσει τη φυλετική υπεροψία των «λαουτζίκων» για να προκαλέσει την ανάφλεξη των ανταγωνιζομένων εθνικοτήτων. Εννοούνται μικρές ή μεγάλες εθνικές μειονότητες, όπως Ουκρανοί στη Ρωσία, που οι τάσεις τους για αυτονομία θα αρκούσαν να παραλύσουν το τσαρικό κράτος. Οι Γερμανοί, αναφέρεται παραπέρα στο αντίστοιχο υπόμνημα του υπουργείου Εξωτερικών, θα πρέπει να πάρουν θέση για τα δήθεν δικαιώματα αυτών των «περιθωριακών και ξένων λαών».

Η Γερμανία οφείλει... να παρουσιαστεί σαν προστάτης αυτών των εθνών. Πιο συγκεκριμένα, όπως διατυπώνεται από τη γερμανική γραφειοκρατία: «Η αποστολή των απελευθερωτών μας στην Ανατολή πρέπει να οροθετηθεί. Κάθε ξένος λαός ξεχωριστά πρέπει να αναφερθεί... Πρέπει να το κάνουμε ξεκάθαρο, ότι εμείς θέλουμε έντιμα να δράσουμε σαν υπερασπιστές του δίκιου των περιθωριακών λαών». Σε αυτό το σημείο, υπενθυμίζεται ένας άλλος υπολογισμός της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής: εάν κάποιος παρουσιαστεί με το ένδυμα του «έντιμου υπερασπιστή του δίκιου», ολόκαρδα για τους «λαουτζίκους» και τους «ξένους λαούς», θα μπορούσε να κατασκευαστεί μια ηθική αποστολή, μια «αποστολή απελευθερωτών» στα ανατολικά και στα νοτιοανατολικά της Ευρώπης. Είναι ηθικός σκοπός.

Πώς εννοούνταν πραγματικά η έντιμη υπεράσπιση του δίκαιου, το είχε πληροφορηθεί η Σοβιετική Ενωση. Η «υπαγόρευση του Μπρεστ - Λίτοβσκ» (Brest-Litowsk) οδήγησε στον εκπατρισμό 46 εκατομμυρίων ανθρώπων. Αυτών των «περιθωριακών και ξένων λαών», που ανήκαν σε εθνικές μειονότητες, και των οποίων η αποδημία από την κοινή κρατική ένωση συρρίκνωσε το έδαφος των αντιπάλων της Ρωσίας. Σκοπός ήταν ο ξεριζωμός των «περιθωριακών και ξένων λαών» και η δημιουργία των προϋποθέσεων για την ίδρυση νέων κρατών μικρών εκτάσεων, που να μπορούν να ελεγχθούν από τη Γερμανία.

Πρώτη Θέση: Η ειδική μέθοδος της γερμανικής επέκτασης αποσκοπεί σε εσωτερική αποσύνθεση ενδιαφερουσών χωρών, των οποίων κεντρίζονται οι μειονότητες και τοποθετούνται υπό την ηθική απαίτηση προστασίας της Γερμανίας. Αυτό το αρχικά μη-στρατιωτικό μέσο της εσωτερικής αποσύνθεσης των κρατών συνεχίστηκε να αναπτύσσεται από τη γερμανική εξωτερική πολιτική του 1920. Εδώ αναγνωρίζουμε όχι μόνον το πρότυπο, μα ήδη και μια οργανωτική δομή: Το γερμανικό κράτος χρηματοδοτεί προωθημένες οργανώσεις της επεκτατικής του εξωτερικής πολιτικής, που θέτουν ως σκοπό τους (σ.μ. να διεκπεραιώσουν) όλο το υλικό του εθνικιστικού μίσους, των αντιθέσεων των μειονοτήτων, και τις αυτονομιστικές τους επιθυμίες σε όλη την Ευρώπη. Απαιτούν το «δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών», όμως δεν εννοούν τους λαούς ανεξαρτήτων κρατών, αλλά μειονότητες. Συγκεντρώνουν συνεργάτες συνήθως από την Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου βρίσκονται πολυάριθμες εθνικότητες και συνιστούν ομάδες από μειονότητες. Απεργάζονται με Ρουμάνους εθνικιστές καθώς επίσης με Γιουγκοσλάβους, τίτλους ιδιοκτησίας και θεωρίες αυτοδιάθεσης, που κορυφώνονται σε απαιτήσεις για εδαφική ανεξαρτησία δήθεν λεγόμενων λαϊκών ομάδων.

«Λαϊκή ομάδα»: αυτή είναι η κεντρική ιδέα (σ.μ. έννοια) της τακτικής της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής από τη δεκαετία του 1920. Πρώτα διαμελίζει, στην αρχή θεωρητικά, το λαό των ενδιαφερομένων κρατών σε φυλετικές ομάδες, την Πολωνία πχ. σε 12 «λαϊκές ομάδες», τη Ρουμανία σε 21, και τη Ρωσία μάλιστα σε 43 εθνικότητες, καθεμιά των οποίων τάχα έχει δικαίωμα για ένα δικό της κράτος: Η Γιουγκοσλαβία σύμφωνα με τους γερμανικούς υπολογισμούς έχει ήδη από τότε 16 «λαϊκές ομάδες». «Λαός» ονομάζονται: οι Κροάτες ενάντια στους Σέρβους, αλλά ποτέ οι Γιουγκοσλάβοι. Οι «λαϊκές ομάδες» έπρεπε να διεκδικούν το «δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των λαών». Τούτο σημαίνει - μια ολοκληρωτική σκόπιμη σύγχυση του διεθνούς δικαίου, διότι σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όσον αφορά στην έννοια «λαός», συνίσταται, πάντα και αποκλειστικά, από τις ενωμένες λαϊκές ομάδες μέσα σε ένα ανεξάρτητο κράτος, όμως ποτέ από τις μειονότητες ή κατά συνθήκην επονομαζόμενες λαϊκές ομάδες.

Εντούτοις, μετονομάζοντας τις μειονότητες σε «λαούς», δημιούργησε μια σίγουρη προϋπόθεση. Εθνότητες με υψηλό ποσοστό μειονοτήτων μπορείς να τις κατακτήσεις εύκολα με την αυτοκρεουργία (αυτοκαταστροφή - κανιβαλισμό). Με τη συγκεκριμένη μέθοδο πολιτικής επιβολής διά της βίας προβλημάτων των μειονοτήτων, προπάντων στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη, επιβλήθηκε η εξωτερική πολιτική του εθνικοσοσιαλιστικού κράτους. Εξάλλου, εξέλιπε (μέχρι το 1936) μια επαρκής στρατιωτική υποδομή, οπότε η αξιοποίηση όποιων εθνικιστικών αντιθέσεων ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Η ρατσιστική αποσύνθεση εθνικιστικής μορφής εμπλουτισμένη με ηθικό πρόσχημα, έγινε ειδικότητα του γενικού διευθυντή του υπουργείου, Βαρόνου Ερνστ φον Βαϊτσάικερ, ο οποίος επιπλέον συνεργάστηκε με όλους τους αποσχιστικούς ευρωπαϊκούς κύκλους - από τον Κόντατ Χενλέιν στην Τσεχοσλοβακία μέχρι τον Σεπ Γιάνκο στη Γιουγκοσλαβία.

Η μεθοδική προπόρευση γινόταν χωρίς ιδιαίτερη περίσκεψη, όμως πάντα επιτυχώς: Για να επιτευχθεί ομοφώνως μια εθνική παρέμβαση, προκαλείτο η κοινή γνώμη με υστερικές προπαγανδιστικές ανακοινώσεις, διασύροντας στην κυριολεξία το προς κατάληψη κράτος, ότι αδικεί τις «μειονότητές» του. Η σκηνοθεσία των μέσων, που έφτανε μέχρι και την παραγωγή ολοκληρωμένων κινηματογραφικών έργων, αποσκοπούσε να συνάδει ο λαός στα βάσανα και τα πάθη των καταπιεζόμενων «λαϊκών ομάδων» και φυσικά να εντείνεται η συμπάθειά του σε έσχατο βαθμό. Για την πραγμάτωση του στόχου, τυπώθηκαν ειδικά γραμματόσημα για την ενίσχυση των καταπιεζόμενων «λαϊκών ομάδων» στην Πολωνία. Συναυλίες καλούσαν για ανθρωπιστική βοήθεια σε δεκάδες χιλιάδες εκτοπισμένους, που υπό την επήρεια της προπαγάνδας των μειονοτήτων εγκατέλειπαν τη χώρα τους, και οι εφημερίδες κάλυπταν, με εκτενή ρεπορτάζ και φωτορεπορτάζ, τις άθλιες καταστάσεις των καταπιεζόμενων «λαϊκών ομάδων» κοντά στα σύνορα. Ενώ για καθεμιά από αυτές τις ονομαζόμενες τάχα λαϊκές ομάδες, η γερμανική εξωτερική πολιτική επίτασσε μία «απελευθερωτική εκπομπή», ως ηθική εντολή στην αυξανόμενη επεκτατική της πολιτική.

Ταυτόχρονα, οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες που δρούσαν στο εξωτερικό τροφοδοτούσαν τις αποσχιστικές οργανώσεις -που τελούσαν φυσικά υπό την αιγίδα του υπουργείου Εξωτερικών- με εκρηκτικές ύλες και όπλα. Στην Τσεχοσλοβακία ανατινάχτηκαν γέφυρες, στη Γιουγκοσλαβία ήρθαν και σε ανταλλαγή πυροβολισμών. Η αναπτυσσόμενη αποσταθεροποίηση των απειλούμενων χωρών και οι στρατιωτικές τους αντιδράσεις χρησίμευαν στο εθνικοσοσιαλιστικό κράτος ως τεκμήριο για μια ασυγκράτητη στάση. Στο τέλος των αναιδών κλιμακώσεων ο καγκελάριος Χίτλερ, έδωσε εντολή να εισβάλουν τα στρατεύματα.

Θα θέλαμε να υπενθυμίσουμε εδώ, ότι τόσο στην εισβολή των Γερμανών στην Τσεχοσλοβακία όσο και στη γερμανική επιδρομή κατά της Γιουγκοσλαβίας προηγήθηκε μια προπαγανδιστική χιονοστιβάδα, της οποίας πυρήνας ήταν ο ισχυρισμός, πως η Γερμανία πρέπει να προστατέψει τις απειλούμενες «λαϊκές ομάδες» και στις δυο χώρες.

Γι' αυτό διατυπώνεται η δεύτερή μου θέση: Η ειδική γερμανική επεκτατική πολιτική, των «λαϊκών ομάδων» και των μειονοτήτων έγκειται στο διάμεσο, μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών μέσων. Οπου η γερμανική εξωτερική πολιτική επιχειρηματολογεί με τη διεκδίκηση της προστασίας ξένων μειονοτήτων - όπως στον Α` και πριν στις αρχές του Β` Παγκόσμιου Πολέμου - προετοιμάζει κάθε φορά την επιθετική επιλογή της.

Μετά το 1945 φαινόταν αδιανόητο, ότι η γερμανική πολιτική θα μπορούσε ακόμη μια φορά να επωφεληθεί των ευρωπαϊκών «λαϊκών ομάδων» και των μειονοτήτων. Μια μυθικά και φυλετικά τεκμηριωμένη αποσύνθεση των ανατολικών και των νοτιοανατολικών εθνικών κρατών ήταν αδύνατο να πραγματωθεί με δυναμική πολιτική, επειδή υφίσταντο, αυτό που το ονόμαζαν «σιδηρούν παραπέτασμα». Σήμερα ξέρουμε, ότι τα επιτελεία της εξωτερικής πολιτικής, στην πολιτική των «λαϊκών ομάδων» και των μειονοτήτων έμειναν χωρίς εδαφικό πεδίο δράσης στη Νότια και Νοτιοανατολική Ευρώπη, όμως χρηματοδοτούνταν απ' όλες τις ομοσπονδιακές κυβερνήσεις από τον κρατικό προϋπολογισμό μετά το 1945, έτσι ώστε μπόρεσαν να διατηρήσουν, έστω και θεωρητικά, την ειδική γερμανική μέθοδο της επέκτασης όπου ήταν δυνατό, καθώς επίσης και τη χρήση των τακτικών μέσων για να τη συμπληρώσουν. Από τις πολυάριθμες προωθημένες οργανώσεις του υπουργείου Εξωτερικών, όπως περιγράφονται στην «Ομοσπονδιακή Ενωση Ευρωπαϊκών Λαϊκών Ομάδων», εξακολούθησαν να γράφουν το γενικό βιβλίο της γερμανικής τακτικής των μειονοτήτων. Η μάλλον αθόρυβη διατήρηση και πειραματική εφαρμογή της εθνικής διαλυτικής δουλιάς σταματάει το 1991. Μετά την προσάρτηση της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (DDR) διακρίνεται μια τομή, εξαιτίας του γεγονότος ότι οι αντίστοιχες οργανώσεις δε χρηματοδοτούνται παρά με ελάχιστα εκατομμύρια, με 20, 50, πλέον προϋπολογίζονται με περισσότερα από 100 εκατομμύρια. Ανοίγει ξαφνικά το οπλοστάσιο.

Τα υπουργεία της διευρυμένης Γερμανίας ιδρύουν νέες οργανώσεις μειονοτήτων, όπως το «Ευρωπαϊκό Κέντρο για Ζητήματα Μειονοτήτων», στα εγκαίνια του οποίου κατά το έτος 1996, ο Γενικός Διευθυντής του υπουργείου της Βόννης Κουρτ Σέλτερ, αξιώνει: «Οι λαοί των περισσότερων κρατών της Ευρώπης δεν είναι ομογενείς». Ούτως ειπείν: «Εθνικά μη ομογενείς». Και παραπέρα: «Με τους λαούς των πλειοψηφιών ζούνε εθνικές μειονότητες και λαϊκές ομάδες... Σε πολλές χώρες της Ευρώπης υπάρχουν ακόμα εθνικές εντάσεις, εδώ και καιρό εξογκωμένες εθνικιστικές και λαϊκές συρράξεις... Επιπλέον, παρουσιάζονται καινούριες αναμετρήσεις, που προκαλούνται, γιατί οι άνθρωποι στην ειδική εθνική ταυτότητά τους, δε νιώθουν την απαιτούμενη προσοχή από το κράτος τους... Σε αυτό το τόξο της έντασης γεννήθηκε η ιδέα ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου για Ζητήματα Μειονοτήτων. Γιατί άμα θέλουμε να βοηθήσουμε, για να λυθούν αυτά τα προβλήματα, τότε πρέπει να γνωρίζουμε περισσότερα γύρω από τις εθνικές σχέσεις και τις αιτίες που προκαλούν τις συρράξεις...».

Εθνική ομογένεια, εθνική ταυτότητα, εθνικές σχέσεις. Σε αυτό το επίπεδο έχει ενεργοποιηθεί το ειδικό γερμανικό υπόδειγμα και οι οργανωτικές δομές έρχονται στην επιφάνεια. Αναδρομικά μπαίνει το ερώτημα, εάν η αποσυνθετική στρατηγική με το αίμα, τα έθνη και τις μειονότητες ήδη από το 1996 πέρασε στη στρατιωτική φάση.

Ας ακούσουμε τον διευθυντή του Ευρωπαϊκού Κέντρου για ζητήματα μειονοτήτων, έναν αξιωματούχο του υπουργείου Εξωτερικών, που τόνισε το 1996 δημόσια: «Καμιά μειονότητα δεν πρέπει να παραδίδεται σε μια κατασταλτική συγκεντρωτική κυβέρνηση. Κατ' αυτή την άποψη θα πρέπει, μάλιστα, και τα κυρίαρχα κράτη να ανεχθούν την επέμβαση της διεθνούς κοινότητας. Σε περιπτώσεις, όπως το Κοσσυφοπέδιο μπορεί η κλιμάκωση της έντασης μεταξύ των λαϊκών ομάδων, μόνο κατ' αυτό τον τρόπο, να παρεμποδιστεί». Σε αυτές τις διατυπώσεις γίνεται λόγος για βία, κατ' ευφημισμόν όμως το δηλώνει σαν «Επέμβαση» προς όφελος των μειονοτήτων της Ευρώπης. Και όποιος ήθελε να ξέρει, θα μπορούσε να το πληροφορηθεί το αργότερο το 1996, όπου είχε συγκεκριμενοποιηθεί το εν λόγω πρόγραμμα βίας στην «ομολογία στην εθνικότητα» και στα Βαλκάνια. Η κατηγορία του αίματος «Εθνικότητα» έτρεξε το 1996 από την πένα ενός «λαϊκών ομάδων» - ειδικού, που βρήκε στη Γιουγκοσλαβία έναν αντίστοιχο φορέα αίματος: 2 εκατομμύρια λεγόμενων τάχα «λαϊκών ομάδων» - Αλβανούς, στην πραγματικότητα πολίτες της ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας, στη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία του Κοσσυφοπεδίου: «Η εστία της κρίσης, που... σύντομα θα οδηγήσει σε έκρηξη, είναι το Κοσσυφοπέδιο, του οποίου η αλβανική λαϊκή πλειοψηφία... εξέφρασε ξεκάθαρα τη θέλησή της για απόσχιση και την ενδεχόμενη ένωσή της, αργότερα, με την Αλβανία. Οι ιστορικές εδαφικές αξιώσεις των Σέρβων πρέπει αναμφίβολα να εγκαταλειφθούν μπροστά στο δίκιο των Αλβανών για πατρίδα... Οι κλειστές αλβανικές κατοικούμενες περιοχές στο Κοσσυφοπέδιο συνορεύουν άμεσα στο αλβανικό κρατικό έδαφος, οπότε μια προσάρτηση είναι δυνατή χωρίς μεγάλες δυσκολίες. Αυτό ισχύει κατ' αρχήν και για τις αλβανικές κατοικούμενες περιοχές στη Μακεδονία, στα νότια της Σερβίας και στο Μαυροβούνιο» (Καθηγ. Δρ. Γκεόργκ Μπρούνερ).

Οσον αφορά στα μέσα κατά την «προσάρτηση» των μειονοτήτων, όπως των λεγόμενων Αλβανών, συνομολογεί ένας συνάδελφος του Μπρούνερ με το όνομα Ράινερ Χόφμαν, ένας ακόμη προπαρασκευαστής του εθνικού τεμαχισμού της Ευρώπης, που πληρώνεται από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση: «Επίσης, βίαιη εφαρμογή του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης με στόχο τη δημιουργία κράτους και τη συνακόλουθη βίαιη αλλαγή των συνόρων» είναι επιτρεπτή. Αυτή η φωνή από το «Ευρωπαϊκό Κέντρο για Ζητήματα Μειονοτήτων», που χρηματοδοτείται από την «κοκκινοπράσινη» ομοσπονδιακή κυβέρνηση καθώς επίσης και από την «κοκκινοπράσινη» κυβέρνηση του ομοσπονδιακού κράτους Σλέσβιγκ - Χόλστεϊν, ξεκαθαρίζει: Η μετάβαση από την πολιτική επιλογή της γερμανικής πολιτικής μειονοτήτων σε στρατιωτικές επιλογές πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του '90. Οπου, εξυπηρετεί η νότια Ευρώπη, ιδιαίτερα η Γιουγκοσλαβία, σαν πεδίο εξάσκησης που συγχρόνως ανοίγει όλα τα Βαλκάνια.

Αυτή είναι η τρίτη μου θέση. Συμπληρώνω: Αυτή η στρατιωτική επιλογή δε θα έπρεπε ακόμα, κατά τη γερμανική άποψη, να μπει σε εφαρμογή και θα μπορούσε να περιμένει κανείς, μέχρι η υποδαυλισμένη αυτοκαταστροφή των βαλκανικών - εθνικισμών θα έκανε ώριμη ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη για μια κατά το δυνατό ειρηνική, κατά το δυνατό ουδέτερη εξόδων παραλαβή. Αυτός ο δρόμος του ολοκληρωτικού τεμαχισμού των Βαλκανίων με εθνικά θεμελιωμένη την αποσύνθεση, συστήθηκε στη γερμανική εξωτερική πολιτική. Είναι οι ΗΠΑ, που υπαγόρευσαν το τελευταίο τους και το μοναδικό μέσο, για να σώσουν από την ευρωπαϊκή επιρροή ό,τι μπορούσε να σωθεί. Μεγάλη μαγκούρα, εκρηκτική ύλη και ακόμα περισσότερη εκρηκτική ύλη.

Πιστεύω, αυτό είναι μάταιο. Στο τέλος αυτού του εγκληματικού πυροτεχνήματος θα σταθούν οι Αμερικανοί ντροπιασμένοι, ωσάν παλιάνθρωποι και η Γερμανία θα βρεθεί επικεφαλής μιας λεγόμενης ειρηνικής διαδικασίας, μια ονομασία που δεν της αξίζει. Πρόκειται για την οικονομική καταλήστευση ολόκληρων των Βαλκανίων. Ο,τι άρχισε η γερμανική εξωτερική πολιτική με τον τεμαχισμό της Γιουγκοσλαβίας σε εδαφικά κομμάτια, με την ίδρυση της Κροατίας και της Σλοβενίας, θα οδηγήσει σε ολόκληρη την ανατολική και τη νοτιοανατολική Ευρώπη. Αυτό σημαίνει χάος και πόλεμο.

Η Γιουγκοσλαβία ήταν μόνο η αρχή.

Μετάφραση από το γραπτό του: Hans-Rudiger Minow, Forsthaus Mohrenbach, D-51598 Friesenhagen.


Από τον
Hans-Rudiger Minow
Γερμανός συγγραφέας



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ