ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 24 Δεκέμβρη 2005 - Κυριακή 25 Δεκέμβρη 2005
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Να τα πούμε; Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε... »

Από τα πλέον διαδεδομένα έθιμα του Δωδεκαημέρου είναι τα κάλαντα

Κάλαντα στη Νίκαια (1965)
Κάλαντα στη Νίκαια (1965)
«Δώμα προσετραπόμεσθ' ανδρός μέγα δυναμένοιο, ος μέγα δύναται, μέγα δε βρέμει, όλβιος αιεί, αυταί ανακλίνεσθε θύραι. Πλούτος γαρ έσεισι πολλός, συν πλούτω δε και ευφροσύνη τεθαλυία, ειρήνη τ' αγαθή. Οσα δ' άγγεα, μεστά μεν είη, κυρβαίη δ' αιεί κατά καρδόπου έρπει μάζα, του παιδός δε γυνή καταδιφράδα βήσεται ύμμιν, ημίονοι δ' άξουσι κραταίποδες ες τόδε δώμα, αυτή δ' ιστόν υφαίνει επ' ηλέκτρου βεβαυία Νευμαί τοι νεύμαι ενιαύσιος ώστε χελιδών Εστηκ' εν πορφύροις...».

Δηλαδή: «Σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη ας ανοιχτούν οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα, να μπει άφθονη η χαρά κι η ποθητή ειρήνη για να γεμίσουν τα σταμνιά, κι οι χωματένιες κύρβεις και να φουσκώσει η σκάφη του ζυμάρι κριθαρένιο. Και η γυναίκα του υγιού με σύνεση μεγάλη ας έρθει μες στο σπίτι αυτό με δυνατά μουλάρια για να υφάνει το πανί σ' αντί κεχριμπαρένιο και γύρω να φτεροκοπούν χρονιάρ'κα χελιδόνια και ερυθρόχρωμα πουλιά αντάμα να πετούνε...».

Κάπως έτσι, πριν τρεις χιλιάδες χρόνια, παιδικές μελωδικές φωνές τραγουδούσαν τ' αρχαία τραγούδια του αγερμού, την Ειρεσιώνη, τα χελιδονίσματα, τα κορωνίσματα... Στην αρχαία Αθήνα, αλλά και πιο παλιά στη Σάμο, την εποχή του Ομήρου, κατά τις «νουμηνίες», ομάδες παιδιών γύριζαν από σπίτι σε σπίτι με ένα κλαδί ελιάς ή δάφνης, διακοσμημένο με μαλλί (έριο, εξ ου και ειρεσιώνη), καρπούς, φιαλίδια με μέλι, λάδι και κρασί... Τραγουδούσαν για την καλή σοδειά, καλωσορίζοντας τα χελιδόνια, τους πρώτους οιωνούς της άνοιξης και εύχονταν στους νοικοκύρηδες «πλούτον», «ευφροσύνην», «ειρήνην αγαθήν»... Τότε ο νοικοκύρης απαντούσε στις ευχές ανοίγοντας το κελάρι του και φιλεύοντας τα παιδιά με ό,τι καλό είχε το σπιτικό του... Κι αν αργούσε το φίλεμα, τα παιδιά συνέχιζαν: «Ει μεν τι δώσεις ει δε μη, ουχ εστήξομεν ου γαρ συνοικήσοντες ενθάδ' ήλθομεν...» («Είτε μας δώσεις κάτι, είτε όχι, εμείς δεν θα καθίσουμε διότι δεν ήλθαμε να συγκατοικήσουμε εδώ...»).

Αρχέγονες ρίζες


Σε αυτά τα αρχαία τραγούδια έχουν τις ρίζες τους τα κάλαντα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, που αποτελούν ένα από τα πλέον διαδεδομένα έθιμα του Δωδεκαήμερου. Αποτέλεσμα του ανακατέματος του χριστιανισμού και της ειδωλολατρίας, τα κάλαντα ή «κόλιαντα», «κόλεντα», «κόλιντρα», «κόλντα» - όπως κι αν ονομάζονται - έρχονται μέχρι τις μέρες μας μέσα από τις παιδικές φωνές για να δώσουν πάντα τις ίδιες ευχές για καλή χρονιά, υγεία, πλούσια σοδειά, ειρήνη... Χαρακτηριστικά είναι τα κάλαντα της Θράκης, όπου έχει επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας το τραγούδι της Ειρεσιώνης, της εποχής του Ομήρου, με μικρές παραλλαγές: «Στο σπίτι ετούτο που 'ρθαμε του πλουσιονοικοκύρη ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα, να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη και να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι. Μάνα τη θυγατέρα σου τη μικροκαμωμένη, την έλουζες τη χτένιζες στα σύννεφα την κρύβεις. Και σάλεψαν τα σύννεφα και φάνηκεν η κόρη. Φάνηκαν τα σγουρά μαλλιά τ' αρχοντικά πλεξούδια».

Ο όρος «κάλαντα» προέρχεται από τη λατινική λέξη Calendae (Καλένδες) που σημαίνει πρωτομηνιά στο ρωμαϊκό ημερολόγιο. Εχοντας διανύσει μια πορεία 30 και πλέον αιώνων, από την αρχαιότητα στη Ρωμαϊκή εποχή και από εκεί στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία, τα τραγούδια αυτά κατάφεραν παρά τις δυσκολίες να επιζήσουν. Ενσωματωμένα πλέον στη χριστιανική λαϊκή παράδοση έφτασαν στις μέρες μας, αναγγέλλοντας τον ερχομό, τη γιορτή, δίνοντας ευχές... πάντα με το αζημίωτο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με την επικράτηση του χριστιανισμού τα αρχαία τραγούδια του αγερμού πολεμήθηκαν από την εκκλησία ως κατάλοιπα της ειδωλολατρίας και απαγορεύτηκαν. Μάλιστα, στη ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο τα είχαν χαρακτηρίσει ειδωλολατρικές εκδηλώσεις, ο δε Ιωάννης ο Χρυσόστομος καταδίκαζε «τους εξυμνίζοντας μετά αυλών και συρίγγων εν χειμώνος ώρα και εική και μότην ενοχλούντας ξένια πολλά λαμβάνοντας», ενώ απέρριπτε κάθε είδος τραγουδιού.


Επειδή, όμως, τα λαϊκά έθιμα είναι πιο δυνατά από τις όποιες απαγορεύσεις, έτσι και τα κάλαντα, τραγούδια με ευχετήριο, εγκωμιαστικό και βεβαίως με θρησκευτικό περιεχόμενο, συνεχίζουν να «ταξιδεύουν» στους αιώνες και να τραγουδιούνται από παιδιά τις παραμονές των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων. Τα παιδιά γυρνούν από σπίτι σε σπίτι, χτυπούν την πόρτα και ρωτούν: «Να τα πούμε;». Αν η απάντηση από τον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά είναι θετική, τότε τραγουδούν τα κάλαντα για μερικά λεπτά τελειώνοντας με την ευχή «Και του χρόνου. Χρόνια πολλά». Ο νοικοκύρης τα ανταμείβει με κάποιο χρηματικό ποσό, ενώ παλιότερα τους πρόσφερε μελομακάρονα ή κουραμπιέδες.

«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου! / Για βγάτε, δέτε, μάθετε πως ο Χριστός γεννιέται! / Γεννιέται και βαφτίζεται στο μέλι και στο γάλα. / Το μέλι τρών' οι άρχοντες, το γάλα οι αφεντάδες και το κηρί της μέλισσας το τρώει η Παναγίτσα», τραγουδούσαν τα παιδιά στα χωριά των Γρεβενών και της Σιάτιστας την παραμονή.

Η προετοιμασία για τα κάλαντα ξεκινούσε τουλάχιστον ένα μήνα πριν. Τα παιδιά φώναζαν στους μαχαλάδες κάθε βράδυ «κόλιαντα» και μάθαιναν τα λόγια από τους μεγάλους. Συγχρόνως, ετοίμαζαν τις ματσούκες ή τζιόπκες, που απαντώνται και με πλήθος άλλες ονομασίες. Επρεπε να είναι φτιαγμένες από χλωρά ξύλα και χοντρά στο τελείωμα. Τυπικά συμβόλιζαν τα ραβδιά των βοσκών της Βίβλου, ουσιαστικά όμως ήταν «όπλα» για προστασία από τα άλλα παιδιά που θα περνούσαν το σύνορο του χωριού. Με τα ξύλα αυτά θα χτυπούσαν τις πόρτες για τα κάλαντα, θα ανακατεύανε τη χόβολη για να πούνε τις ευχές που θα έφερναν «παράδες μίρμιρο», όπως η στάχτη της φωτιάς. Ουσιαστικά, αυτά τα ξύλα ήταν τοτεμικά, αφού τους δίνονταν «ιδιότητες», όπως αυτή της μετάδοσης δύναμης στα άψυχα και στα έμψυχα που χτυπούσαν. Ετσι, χτυπούσαν με τη ματσούκα την πόρτα φωνάζοντας «κόλιαντα μπάμπω κόλιαντα / κι εμένα μπάμπω κλούρα» (κουλούρα) και οι νοικοκυρές τους μοίραζαν κάστανα, καρύδια και αμύγδαλα.

Ευχές και παινέματα

Από λαϊκή ζωγραφιά της Μαρίας Πωπ
Από λαϊκή ζωγραφιά της Μαρίας Πωπ
Οι παραλλαγές που παρουσιάζουν τα κάλαντα είναι πάρα πολλές, καθώς ο λαός μας προσάρμοζε τα κάλαντα ανάλογα με τις ανάγκες του, τις επιθυμίες του, τις ευχές του, ενώ πολλές φορές όλα αυτά είναι δοσμένα με έντονο χιούμορ. Τραγούδια κατεξοχήν ευχετικά περιέχουν επαίνους για τον νοικοκύρη, τη νοικοκυρά και τα άλλα μέλη της οικογένειας, αλλά και ειδικές ευχές για τον καθένα. «Αφέντη όντας γεννήθηκες, σε θρέφανε λιοντάρια κι εβγήκες ο ξεδιαλεχτός μέσα στα παλικάρια. Αλλοι κουρσεύουν με σπαθιά κι άλλοι με δοξάρια, Και συ, τι θάμα είν' αυτό! κουρσεύεις με το μάτι. Και του ματιού σου η σαϊτιά πύργους ξεθεμελιώνει. Πύργους και πετροπήγαδα κι αυλές μαρμαρωμένες...»... «Πολλά είπαμε αφέντη μου να πούμε της κυράς σου. Κυρά μ' όντας θα στολιστείς στην εκκλησιά να πάγεις βάζεις το ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι αστήθι και του κοράκου το φτερό βάζεις καμαροφρύδι»... «Στο σπίτι τούτο που 'ρθαμε, του πλουσιονοικοκύρη / ν' ανοίξουνε οι πόρτες του να μπει ο πλούτος μέσα / να μπει ο πλούτος κι η χαρά κι η ποθητή ειρήνη / για να γεμίσουν τα σταμνιά μέλι, κρασί και λάδι / κι η σκάφη του ζυμώματος με φουσκωτό ζυμάρι. / Ο γιος του νοικοκύρη μας να παντρευτεί μια ωραία / κι η κόρη με τα χέρια της να υφάνει πανωραία».

Αν η οικογένεια είχε στάνες και πρόβατα, τα παιδιά στα χωριά του Πηλίου τραγουδούσαν: «Εδώ σε τούτες τες αυλές, τες μαρμαροστρωμένες, εδώ 'χουν χίλια πρόβατα και τρεις χιλιάδες γίδια. Σαν πιάνουν τον ανήφορο, γιομίζ' ο λόγκος όλος, σαν πιάσουν τον κατήφορο, γιομίζ' ο κάμπος όλος. Σαν το μυρμήγκι περπατούν, σαν το μελίσσι βάζουν, σαν τον αφρό της θάλασσας αφρίζουν τα καρδάρια. Εμείς ολίγα τα 'παμε κι ο Θιος να τ' αβγαταίνει...». Αν ο νοικοκύρης ήταν γεωργός, τότε τα κάλαντα αναφέρονταν στο όργωμα, όπως τα κάλαντα από τη Λήμνο: «Τα μαύρα βόδια στο ζυγό, τα τρίδβωλα στ' αλέτρι, κι αυτά τα λαμπροκέρωτα να ζουν, να τριδβωλάνε!. Αγριγιολιά είν' τ' αλέτρι σου και δάφνη ο ζυγός σου, είναι και η φκεντρίκια σου τριανταφυλλιάς κλωνάρι, είναι και η ζευγίκια σου μετάξι συρματένιο...». Κάλαντα αφιερωμένα στο γεωργό ήταν διαδεδομένα στη Μακεδονία, στην Ηπειρο, στη Ρούμελη και στη Θεσσαλία: «Εσένα πρέπ' αφέντη μου, το άξιο το ζευγάρι / το άξιο το περήφανο και το στεφανωμένο. / Ας είν' καλά τ' αλέτρι σου, θεός να το πλουταίνει / για να θερίζεις σταυρωτά, να δένεις αντρειωμένα / να θημωνιάζεις πυργωτά, να ζεις για να σε πάρω / να κοσκινίζεις μάλαμα, να πέφτει το χρυσάφι / τα πυκνοκοσκινίσματα να διν'ς στα παλικάρια».

Το τέλος του ευχετικού τραγουδιού είναι σχεδόν πάντα το ίδιο: «Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε και να πιούμε μόνε σας αγαπήσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε. Δώστε μας και τον κόκορα δώστε μας και την κότα / Δώστε μας και πέντ' έξι αυγά να πάμε σ' άλλη πόρτα...».

Ακολουθούσαν τα φιλοδωρήματα από τους νοικοκύρηδες στα παιδιά, που έπρεπε να βιαστούν να φύγουν για να χτυπήσουν άλλη πόρτα και να «τα πουν» και σε άλλο σπίτι. Κι αν η πόρτα δεν άνοιγε τα παιδιά δυσαρεστημένα ήταν έτοιμα να πουν ένα άλλο τραγούδι, κάθε άλλο παρά επαινετικό για τον νοικοκύρη. Ενδεικτικό του σκωπτικού χαρακτήρα του είναι αυτό που ακολουθεί: «Αφέντη μου, στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες, άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν, άλλες αυγά μαζώνουν...».


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ