ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Ιούνη 2002
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Το σκίτσο

Το σκίτσο είναι της Ελισάβετ Βελή
Το σκίτσο είναι της Ελισάβετ Βελή
- Οχι, όχι σήμερα παππού, μην πας. Μπήκαν στην πόλη οι εχθροί.

- Μα ακριβώς γι' αυτό σήμερα έπρεπε. Περισσότερο από ποτέ άλλοτε έπρεπε ν' ακουστούνε σήμερα οι ειρηνικές τους νότες.

Γιατί, αν σταματούσαν να σημαίνουν οι καμπάνες ο θεός θα 'χανε το δρόμο του κι ο ίδιος τη ζωή του, πίστευε ο Ιμπραήμ Σαμίρ Σαλμάν και κανένα εμπύρετο, καμιά θεομηνία, κανένας εχθρός απ' όταν έλαβε το διακόνημα του κωδωνοκρούστη πάμπολλα χρόνια πριν δεν είχαν σταθεί εμπόδιο στο έργο του. Φύλλα του δάσους αμέτρητα οι φορές που τις είχε σημάνει απ' όταν πιτσιρίκι χαρωπό μάθαινε παίζοντας να βαράει στο ρυθμό «ο Αδάμ τακ τακ», «ο Αδάμ τακ τακ» ξυπνώντας τον καμηλιέρη με τη δρομάδα του να κουρντίσει το ρολόι του. Τότε που τις φανταζόταν να στρέφουν τη νύχτα τα στόμια τους προς τα σπίτια, τις σκηνές των βεδουίνων να συλλέγουν σαν πελώρια αυτιά τα μυστικά των ανθρώπων και να τα μηνούν το πρωί στο θεό με το λάλημά τους. Που τα ντιν ντιν του μοιάζανε χελιδόνια,τα νταν νταν σπουργίτια,τα κάπως βραχνόφωνα γκλάααν γκλάαααν γεράκια όπως έσβην' αργά αργά ο απόηχός τους στην έρημο. Που ο τόσο κοντινός και τόσο μακρινός χώρος μέχρι τον ουρανό ήταν γεμάτος κύκλους καθώς ένα πρωί ρίχνοντας στη λίμνη ένα πετραδάκι του είχε πει ο καλογερόπαπας Αναστάσης: Βλέπεις τους κύκλους του νερού πώς απλώνουν Ιμπραήμ; Ομοια απλώνουν προς τα πάνω της καμπάνας οι ήχοι. Τους φανταζόταν χρωματιστούς μάλιστα. Κοκκινωπούς για τις χαρούμενες αναστάσιμες καμπανιές, μαύρους για τις λυπητερές, λευκούς για τις καμπανιές του όρθρου ή του εσπερινού. Απορούσε δε γιατί δεν τους έβλεπε αυτούς τους κύκλους σαν το ουράνιο τόξο.

Πόσες χιλιάδες κύκλοι πόσες χιλιάδες χιλιάδων βήματα από και προς το ναό. Την περιφορά της γης θα 'χε κάνει μ' όλα τούτα τα βήματα. Την κάθε πλάκα του λιθόστρωτου, το κάθε αγκωνάρι γνώριζε και με δεμένα μάτια νύχτα αν τον έριχναν στην πόλη θα 'βρισκε το δρόμο του. Δρασκέλισε το κατώφλι του σπιτιού του ο Ιμπραήμ βγήκε στο σοκάκι. Εστριψε στο μεγάλο δρόμο προχώρησε λίγο.

Αλλά. Εκεί ήταν ερπύστριες σιδερόφραχτες. Ηταν το σκληρό των αρμάτων ατσάλι. Ηταν οι οπλοφόροι οι άνομοι.

Οι οποίοι αφού τον προπηλάκισαν, τον λάκτισαν, τον έσπρωξαν σ' ένα στενό σωριάζοντας τον δίχως αισθήσεις σε μια στοίβα μ' άλλους νεκροζώντανους.

Πόση ώρα νάμειν' εκεί; Μισή; Μία; Εικοσιτετράωρο ολόκληρο; Οταν συνήλθε πάντως κι έπειτ' από προσπάθεια σηκώθηκε ούτε πού βρισκόταν ούτε τι ώρα του μερόνυχτου ήταν καταλάβαινε. Μια σκοτεινιά καπνών σκόνης βόγκων κάλυπτε τα πάντα. Ούτε καν τι συνέβαινε. Γινόταν σεισμός;

Ολα έτρεμαν. Οι εχθροί; Είχαν ωστόσο ξαναμπεί στην πόλη εχθροί. Τέτοιο ξεθεμέλιωμα δεν είχε συμβεί. Εφταναν φαίνεται οι φοβερές ώρες των Γραφών τού εβγάτε εσείς οι αποθαμένοι να μπούμε εμείς οι ζωντανοί.

Τρεκλίζοντας πήρε ν' απομακρύνεται. Προς τα πού; Αγνωστο. Πήγαινε... Ετσι πηγαίνοντας πότε όρθιος πότε σερνάμενος κάποια στιγμή βρέθηκε στο περιοίκημα του ναού - του μύρισαν οι γριές πέτρες του. Τις ψηλάφησε αυτές τις πέτρες, αγκάλιασε το ιερό. Και σα να νιότεψε..

Αναθαρρημένος άρχισε να κατευθύνεται προς την αντίθετη, τη δυτική πλευρά, αυτήν του καμπαναριού, όπου είχε περάσει αν όχι τις περισσότερες οπωσδήποτε τις καλύτερες ώρες της ζήσης του. Τότε, όταν, θεωρώντας τον εαυτό του μουσικό - τι αμαρτία - και τη μεγάλη ρώσικη καμπάνα με το άφθονο ασήμι στων μετάλλων της το κράμα όργανο ορχήστρας περνούσε τη θηλιά της στο δεξί του χέρι κι έπαιζε το γλωσσίδι της λες κι έπαιζε μπαγκέτα κρουστού, πλήκτρο πιάνου, ταμπουρά χορδή. Εν χορδαίς και οργάνοις αινείτε τον Κύριο Αινείτε Αυτόν εν τυμπάνοις αλαλαγμοίς. Ως αλαλαγμοί του χρησίμευαν τα μπαχλατίσματα από το μιναρέ ψηλά. Παραμονεύοντας τις κινήσεις του Μουεζίνη το γειτονικό τζαμί συνδύαζε το χτύπημα της καμπάνας με το πολυτονικό ασμάτιο του μιναρέ, έτσι ώστε ο ήχος της πρώτης ν' αποτελεί οργανική υπόκρουση του δεύτερου και τα δυο αγγέλματα μαζί να ταξιδεύουν ως πέρ' απ' την πόλη στην έρημο..

Οταν, στο χτύπημα του εσπερινού κατά του ηλιοβασιλέματος τη γλυκύτατη ώρα πρόβαλαν στα τζαμιλίκια του Ισμάτ Χαλίλ αντίκρυ ο κόκκινος δίσκος στο ένα το ολοφώτεινο πρόσωπο της Χουλέιλα στο δεύτερο και της καμπάνας ο ήχος κάλεσμά του ερωτικό, σκοπός θαρρούσε και η Χουλέιλα χόρευε - διπλή πολλαπλή αμαρτία αυτή κι ίσα με σήμερα ανομολόγητη - έφθασε στη δυτική πλευρά της εκκλησίας, άδραξε με λαχτάρα τις θηλιές των καμπανόσκοινων, τις πέρασε στα πέλματά του, στα χέρια του, τραυματισμένα τα πέλματα - είχε χάσει τα παπούτσια του - τον πονούσαν, τ' απάλλαξε, έμεινε με τις θηλιές των χεριών. Κι αφού πήρε μι' ανάσα ψιθυρίζοντας ΑΙ hamdo Ie lah συνέχεια, μια καμπάνα ολόκληρος οι φλέβες οι αρτηρίες τα νεύρα του καμπανόσκοινα αποφάσισε να σημάνει. Το τι, αν όρθρο, εσπερινό καμπανιά σταυρανάστασης δεν τον ενδιέφερε. Να σήμαινε μόνο, ν' άγγιζε η λαλιά της ζωντανούς και κεκοιμημένους σημερινούς τε κι αρχαίους, ξέφραζαν τ' αυτιά τους από τα χώματα οι τελευταίοι κι αφουγκραζόντουσαν. Σήκωσε το δεξί του χέρι. Οπως το σήκωνε χρόνια αμέτρητα.

Στη στάση αυτή, πριν της καρδιάς του οι κραδασμοί μεταδοθούνε στα σπλάχνα της πριν ηχήσει η νότα της λα τον βρήκε η σφαίρα. Η γκλαβανή της πλησιέστερης ερπύστριας είχε ανοίξει, ο στρατιώτης είχε πυροβολήσει. θεωρώντας, είπε αργότερα, πως η υψωμένη γροθιά έσφιγγε πέτρα να εκσφενδονίσει εναντίον του, το κάτισχνο κορμί του κωδωνοκρούστη σώμα παιδιού τρομοκράτη θεωρώντας το, ούτε αυτός έβλεπε καλά.

Το κεφάλι του γέρο Ιμπραήμ έγειρε μπροστά, τα χέρια του κοκάλωσαν στις θηλιές κι απόμειν' εκεί να κρέμεται στα καμπανόσκοινα καθώς κανείς δεν επιτρεπόταν να πλησιάσει έστω γι' αποκαθήλωση. Ετσιδά σαν σταυρωμένο βλέποντας τον απ' το παράθυρό του ένας μουσουλμάνος μαθητής τον σκιτσάρισε. Μια χριστιανή γειτόνισσα έγραψε πάνω απ' το τσακισμένο κεφάλι κατά το Ιησούς Ναζωραίος Βασιλεύς Ιουδαίων: Ιμπραήμ Βηθλεμαίος του ναού κωδωνοκρούστης. Τα 'γραψε αραβιστί, εβραΐστί, ελληνιστί.

Την ημερομηνία 6 του Απρίλη 2002 καθώς και τον τίτλο «Στη γη της Παλαιστίνης» τα πρόσθεσα εγώ.


Της Πίτσας ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ


ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΠΙΤΣΑΣ ΣΩΤΗΡΑΚΟΥ

Η Πίτσα Σωτηράκου είναι παιδίατρος. Εχει δημοσιεύσει διηγήματα σε διάφορα περιοδικά. Το αφήγημα «Η μικρή μας πόλη» (1980) και το μυθιστόρημα «Ο Αντώνης δε θα σχολάσει απόψε» εμπνευσμένο από τη ζωή και τη μεγάλη απεργία των εργατών της ΛΑΡΚΟ 1977 (Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1986).



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ