ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 23 Μάη 2010
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
«Διέξοδος» για τις... μεγάλες αλυσίδες

Η πολιτική λιτότητας στις χώρες της ΕΕ και η οικονομική καπιταλιστική κρίση πίσω από τη μείωση του τουρισμού, από την οποία ωστόσο βγαίνουν κερδισμένοι οι «μεγάλοι» του κλάδου

Εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα, αποκλείονται όλο και περισσότερο από το δικαίωμα στις διακοπές
Εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα, αποκλείονται όλο και περισσότερο από το δικαίωμα στις διακοπές
Κάτω από τις «μυλόπετρες» της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και της κρίσης που πλήττει τους λαούς, ο τουρισμός στην Ελλάδα δέχεται πιέσεις που ήταν καθόλα αναμενόμενες και οι οποίες δείχνουν το αυτονόητο: ότι πρόκειται για έναν κλάδο, μια οικονομική δραστηριότητα εξαιρετικά εύθραυστη, υποκείμενη σε πολλαπλούς κινδύνους, «ευαίσθητη» σε αρνητικά γεγονότα τοπικής ή διεθνούς εμβέλειας και σημαντικά εξαρτημένης από οικονομικά συμφέροντα που εκφράζονται από τους μεγάλους οργανωτές ταξιδιών του εξωτερικού (τουρ οπερέιτορς) και πολυεθνικές ξενοδοχειακές επιχειρήσεις. Σε όλα αυτά, πρέπει να προστεθούν και παράγοντες που έχουν να κάνουν με το υφιστάμενο τουριστικό μοντέλο, τους επιλεκτικούς προσανατολισμούς των εκπροσώπων του κλάδου στον «υψηλής ποιότητας τουρισμό» που υποτίθεται πως εξασφαλίζουν το επιχειρηματικό κέρδος, τις μεγάλες αλλά όχι ασφαλείς προσδοκίες που γεννά η τουριστική ανάπτυξη, το μεγάλο δανεισμό που συνεπάγεται συνήθως μια τουριστική εγκατάσταση. Το εκρηκτικό μείγμα συμπληρώνεται από τον έντονο ανταγωνισμό από χώρες του εξωτερικού με παρόμοιο τουριστικό προϊόν και γεωγραφική θέση, αλλά και από τον εσωτερικό ανταγωνισμό, έκφραση του οποίου είναι η οικονομική και γεωγραφική συγκέντρωση του ξενοδοχειακού κλάδου.

Πίσω από όλα αυτά, μεταφρασμένη σε μείωση εσόδων και κερδών, τη μείωση αφίξεων και της τουριστικής δαπάνης, βρίσκεται η επιδείνωση των οικονομικών δεικτών πολλών ξενοδοχειακών επιχειρήσεων. Αλλά ακόμη και αυτή η πραγματικότητα αντανακλά μόνο την κατάσταση των επιχειρήσεων σε μια δεδομένη χρονική περίοδο, η οποία - όπως έχει συμβεί στο παρελθόν - εύκολα μπορεί να ανατραπεί. Το πραγματικό πρόβλημα έχει να κάνει με το ότι εκατομμύρια εργαζόμενοι σε όλο το κόσμο, αλλά και στην Ελλάδα, αποκλείονται όλο και περισσότερο από το δικαίωμα στις διακοπές. Οι εξελίξεις συμπαρασύρουν και τους εργαζόμενους του κλάδου, είτε στα ξενοδοχεία, είτε στον επισιτισμό, που εδώ και χρόνια έχουν γίνει τα «πειραματόζωα» των νέων εργασιακών σχέσεων και της κάθε είδους εργοδοτικής αυθαιρεσίας, με αποκορύφωμα την εκτεταμένη εκμετάλλευση «μαύρης εργασίας» των ντόπιων και ξένων σπουδαστών, τουριστικών σχολών της Ελλάδας και του εξωτερικού, που δήθεν εκτελούν πρακτική άσκηση, αλλά στην πραγματικότητα πληρώνονται με «3 και 60» για σκληρή ολοήμερη δουλειά.

Δεν αποτελεί διέξοδο


Βέβαια, στα πλαίσια των καταμερισμών που γίνονται και μέσα στα πλαίσια της ΕΕ, τόσο οι κυβερνώντες όσο και μεγαλοεπιχειρηματίες του τουρισμού, ξενοδόχοι και άλλοι, που κάνουν και «κουμάντο» στους περισσότερους τουριστικούς φορείς, θεωρούν και προβάλλουν τον τουρισμό ως τη «διέξοδο» από την οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα! Πάνω σε αυτή τη βάση, απαιτούν - ενθαρρυμένοι και με την προτροπή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ - τη λήψη νέων, πρόσθετων μέτρων οικονομικού και όχι μόνο, χαρακτήρα, για τη στήριξη των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους. Ταυτόχρονα, ανάγουν κάθε τι που εκτιμούν ότι μπορεί να «βλάψει» την τουριστική κίνηση σε ανόσια πράξη που θα πρέπει να καταδικαστεί άμεσα. Σ' αυτό βασίζουν και τη λυσσαλέα επίθεσή τους στους κινητοποιήσεις των εργαζομένων, είτε είναι απεργοί ναυτεργάτες, είτε οι πολλές δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες που διαδηλώνουν στην Αθήνα ενάντια στα αντιλαϊκά μέτρα κυβέρνησης - ΕΕ - ΔΝΤ. Για την ιστορία, η παραιτηθείσα υφυπουργός Α. Γκερέκου, που στήριζε το τουριστικό κεφάλαιο με «κλειστά μάτια», είχε δηλώσει στις 21 του Απρίλη στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΤΕ: «Ο τουρισμός αποτελεί βασική διέξοδο από το αδιέξοδο», έστω και αν στην ίδια ομιλία είχε επισημάνει ότι «ο τουρισμός αποτελεί μια δραστηριότητα πολλαπλώς "εκτεθειμένη" σε κινδύνους που είναι σχεδόν αδύνατον να προβλεφθούν»!!!

Σχετικά με την υπερτίμηση του ρόλου που μπορεί να παίξει ο τουρισμός στην Ελλάδα, το ΚΚΕ, πέρσι τον Απρίλη, είχε επισημάνει: «Μια οικονομία με μεγάλο μερίδιο συμμετοχής του τουριστικού βιομηχανικού κλάδου στο σύνολο της βιομηχανίας και μικρό μερίδιο συμμετοχής της μεταποίησης, των μεταφορών, της ενέργειας ή και ειδικότερα του κλάδου παραγωγής μέσων παραγωγής, βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από εξωτερικές αγορές με συνέπεια να υπάρχουν προβλήματα στη διευρυμένη αναπαραγωγή της».

Στο ίδιο έργο θεατές

Ταυτόχρονα με τον αυθαίρετο ισχυρισμό ότι ο τουρισμός μπορεί να... σώσει την Ελλάδα, οι μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοξενοδόχοι στέκονται με έμφαση στις αρνητικές οικονομικές επιδόσεις - που δεν αφορούν όλους - για να διεκδικήσουν νέες ρυθμίσεις υπέρ των συμφερόντων τους, αλλά και για να συκοφαντήσουν - κάνοντας «πλάτες» στην κυβέρνηση στο πλαίσιο του «δούναι και λαβείν» - τις λαϊκές κινητοποιήσεις, που «τόσο πολύ» υπονομεύουν τον τουρισμό, έστω και αθέλητα. Ωστόσο, έχει αξία να καταγραφεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο δραστηριοποιούνται οι ξενοδοχειακές επιχειρήσεις: Στην Ελλάδα, το καταλυματικό δυναμικό υπερβαίνει κατά 184,2% τη ζήτηση, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στη μέτρηση τα ενοικιαζόμενα δωμάτια! Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι αν δεν προστεθεί ούτε ένα κρεβάτι, τα επόμενα 14 χρόνια, μπορεί να εξυπηρετηθεί η ζήτηση ακόμη κι αν αυξάνεται κατά 8% ανά έτος!!! Πρόκειται για στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ), στο οποίο εκπροσωπούνται οι μεγαλοξενοδόχοι. Διαπιστώνεται επίσης υπερσυγκέντρωση ξενοδοχειακών μονάδων σε τέσσερις περιοχές, Κρήτη, νησιά Νοτίου Αιγαίου, Ιόνια νησιά και Αττική.

Είναι δεδομένο, λοιπόν, ότι ακόμη και τον Αύγουστο, κάθε χρόνο στην Ελλάδα θα μένουν ξενοδοχεία χωρίς πελάτες, ή με ελάχιστη πληρότητα. Είναι επίσης δεδομένο ότι ακόμη και σε δημοφιλείς τουριστικές περιοχές υπάρχει υπερπληθώρα δωματίων και κλινών. Αυτή η κατάσταση βάζει στο παιχνίδι τους τουρ οπερέιτορς.

Μέχρι και χτες ήταν οι δαχτυλοδεικτούμενοι «συνεργάτες», οι οποίοι ελέγχοντας τη ροή τουριστών στην Ελλάδα - όσο και αλλού - μπορούν να απαιτήσουν εξαιρετικά μειωμένες τιμές για τους πελάτες τους, οι οποίες φτάνουν έως και το 60% και ακόμη περισσότερο, επί των αναγραφόμενων τιμών στις πόρτες των δωματίων στα ξενοδοχεία. Τελευταία, οι φωνές αντίδρασης για το βλαβερό τους ρόλο στην αγορά και τον κλάδο συνολικά μπορεί να μην ακούγονται δυνατά, ωστόσο η αλήθεια, σύμφωνα με τουριστικούς παράγοντες, είναι ότι εντείνουν ήδη τις πιέσεις τους για τα συμβόλαια του 2011, θέτοντας ωστόσο ακόμη χαμηλότερες τιμές από τις φετινές, που είναι χαμηλότερες από του 2009...

Διακινώντας εκατομμύρια τουρίστες προς την Ελλάδα, ασκούν διαχρονικά σημαντικές πιέσεις, ενώ η προηγούμενη κυβέρνηση τους είχε προσφέρει και κάλυψη μέρους των διαφημιστικών εξόδων τους για την Ελλάδα! Ενδεικτικό της δύναμής τους είναι ότι η γερμανική TUI διακινεί περίπου το 30% των τουριστών από τη δυτική και βόρεια Ευρώπη που έρχονται στην Ελλάδα.

Παρεμπιπτόντως, το ταξιδιωτικό γραφείο που διατηρεί στην Ελλάδα είναι το μεγαλύτερο βάσει τζίρου και κερδών, ενώ η εταιρεία φέρεται να ελέγχει 36 ξενοδοχειακές μονάδες στην Ελλάδα με δυναμικό 8.869 δωματίων!!!

Μείωση της τουριστικής δαπάνης

Μπορεί οι κινητοποιήσεις των εργαζομένων να έχουν «στοχοποιηθεί» από τους μεγαλοξενοδόχους, ωστόσο η πορεία του τουρισμού από το 2004 και μέχρι το 2009 είναι σαφώς καθοδική, ακόμη και όταν η οικονομική κρίση δεν είχε εμφανιστεί με την ένταση των δύο τελευταίων ετών.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ):

  • Το 2004 οι αφίξεις τουριστών ήταν 11,7 εκατ. και τα τουριστικά έσοδα 10,4 δισ. ευρώ.
  • Το 2005 οι αφίξεις ήταν 12,9 εκατ. και τα έσοδα 10,7 δισ. ευρώ.
  • Το 2006 οι αφίξεις έφτασαν τα 14 εκατ. και τα έσοδα τα 11,4 δισ. ευρώ.
  • Το 2007 οι αφίξεις ήταν 15,2 εκατ. ευρώ και τα έσοδα 11,3 δισ. ευρώ.
  • Το 2008 οι αφίξεις ήταν 15,9 εκατ. και τα έσοδα 11,6 δισ. ευρώ.
  • Το 2009 οι αφίξεις ήταν 14,9 εκατ. και τα έσοδα 10,4 δισ. ευρώ. Διαμορφώθηκαν δηλαδή στα επίπεδα του 2004 με 3,2 εκατ. περισσότερες αφίξεις.

Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Η πολιτική λιτότητας σε βάρος των εργαζομένων σε όλες τις χώρες της Ζώνης του ευρώ είχε και άλλου είδους επιπτώσεις στον τουρισμό της χώρας, τις οποίες όμως κάνουν πως δεν βλέπουν οι μεγαλοεπιχειρηματίες του κλάδου. Ετσι, ενώ η μέση κατά κεφαλήν δαπάνη ανά τουρίστα (έξοδα διαμονής, σίτισης, διάφορες αγορές και πληρωμή υπηρεσιών μέσα στη χώρα) το 2004 ήταν 882 ευρώ, το αντίστοιχο ποσό για το 2009 έπεσε στα 697 ευρώ, σημειώνοντας μείωση κατά 21%!!!

Παράλληλα, αυτοί που ανοίγουν μέτωπο ενάντια στους εργαζόμενους για να βάλουν πλάτη στα αντιλαϊκά μέτρα της κυβέρνησης, κάνουν επίσης πως δεν ξέρουν ότι εκτός των άλλων μειώνεται συνεχώς και η μέση παραμονή του κάθε τουρίστα στη χώρα. Μόνο μέσα στο διάστημα από το 2004, η μέση παραμονή μειώθηκε σχεδόν κατά μία μέρα και από 6 μέρες κατά μέσο όρο, το 2008 διαμορφώθηκε στις 5,3 ημέρες.

Απέναντι σε αυτήν τη διαχρονική μείωση εσόδων, που τελευταία μετατράπηκε και σε μείωση αφίξεων και μέσης παραμονής, οι μεγαλοξενοδόχοι προβάλλουν την ανάγκη προσέλκυσης τουριστών με υψηλό εισόδημα.

Προσανατολίζονται, δηλαδή, σε μονάδες πολυτελείας 5 και 4 αστέρων, αποκλείοντας τα «ασθενή» πορτοφόλια. Αυτό το μεγάλο λάθος, η απόρριψη του λαϊκού τουρισμού προσφέροντας καλή ποιότητα και προσιτές τιμές, όχι μόνο στρέφεται εναντίον του λαϊκών οικογενειών, που δεν μπορούν να αναλάβουν το μεγάλο κόστος των διακοπών, αλλά ουσιαστικά πλήττει τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρότερων ξενοδοχείων, τα οποία δεν έχουν ανάλογη πρόσβαση στη διαφήμιση με τους μεγάλους του κλάδου.

Την ίδια στιγμή, ακόμη και οι τουρίστες που - μέσω οικονομικών πακέτων - έμπαιναν στη διαδικασία να επωφεληθούν μιας προσφοράς που και πάλι δεν ήταν για τους πολλούς, αντιμετωπίζουν και οι ίδιοι τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης. Πριν ένα χρόνο, στέλεχος της αγοράς των τουρ οπερέιτορς ανέφερε ότι στη Γερμανία, τα τελευταία χρόνια, μόλις το 13% των Γερμανών δήλωνε ότι δε θα κάνει διακοπές στο εξωτερικό. Πέρυσι, την ίδια δήλωση έκανε το 34,8%! Να σημειωθεί ότι η γερμανική αγορά είναι από τις βασικές για την Ελλάδα.

Βεβαίως, ανεξάρτητα από τις διαμαρτυρίες των τουριστικών φορέων, οι απώλειες δεν είναι για όλους: Ενδεικτικά, το 2008 η ξενοδοχειακή επιχείρηση ΓΕΚΕ ΑΕ είχε κέρδη προ φόρων 9,426 εκατ. ευρώ. Η ΚΑΡΑΒΕΛ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΑ ΑΕ είχε 8,428 εκατ. ευρώ. Η ΛΑΜΨΑ ΑΕ, είχε 7,521 εκατ. ευρώ, κ.ο.κ. Το αποτέλεσμα δεν είναι καθόλου τυχαίο. Σε μια περίοδο έντονων ανακατατάξεων, με συγκέντρωση και συγκεντροποίηση που οδηγεί σε «αλλαγή του χάρτη», πολλοί «μικροί» της αγοράς βγαίνουν εκτός, ενώ οι τουρ οπερέιτορς και οι μεγάλες επιχειρήσεις μπορούν να κατευθύνουν και τους τουρίστες σε ορισμένους προορισμούς, επιλέγοντάς τους και με οικονομικά στοιχεία.

Πώς παίρνουν τους πελάτες

Ανεξάρτητα από το κέρδος που μπορεί να αποκομίζουν κάποιες, λίγες, μονάδες, πρόσθετο, αλλά σημαντικό, χτύπημα για τον κλάδο του τουρισμού και για τις τουριστικές αγορές (χώροι εστίασης, εμπορικά καταστήματα τουριστικών ειδών) καταφέρεται τα τελευταία χρόνια από την μέθοδο του «all inclusive» (ολ ινκλούσιβ) τουρισμού.

Η μέθοδος προϋποθέτει την πώληση ολόκληρου του πακέτου των διακοπών των ενδιαφερομένων με τα πάντα πληρωμένα. Συνήθως, ερχόμενοι στη χώρα, τους μαντρώνουν σε μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, όπου εκεί περνούν σχεδόν όλο το χρόνο τους, καταναλώνοντας μάλιστα τρόφιμα που έρχονται απευθείας από το εξωτερικό και κάνοντας τις αγορές τουριστικών ειδών που αφορούν τη χώρα και τα οποία συνήθως εισάγονται από την Κίνα. Ο πελάτης φαινομενικά έχει εξασφαλίσει διαμονή - διατροφή - διασκέδαση σε χαμηλές τιμές, ενώ οι τοπικές αγορές γύρω από τα μεγάλα συγκροτήματα αντιμετωπίζουν μεγάλες δυσκολίες, στερούμενοι τους πελάτες.

Το διαβόητο όφελος για την τοπική κοινωνία είναι ανύπαρκτο, ενώ ακόμη και οι εισπράξεις του ξενοδοχείου - αν πρόκειται για ξενοδοχεία ελληνικών συμφερόντων - είναι αμφίβολο εάν έρχονται στη χώρα.

Το 2007, το Επιμελητήριο Ρεθύμνου, ανέφερε σε επιστολή προς το υπουργείο Τουρισμού: «Είναι, δυστυχώς, προφανής και κοινά παραδεκτή η επιδείνωση των προβλημάτων στις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις από την λειτουργία των All Inclusive Clubs και των μεγάλων ξενοδοχείων του νησιού» και: «Οι ολοένα και περισσότερο αυξημένες απαιτήσεις των πελατών, που γνωρίζουν ότι "αγοράζουν" πακέτα διακοπών σε ξενοδοχεία τεσσάρων και πέντε αστέρων έναντι 350 - 800 ευρώ την εβδομάδα ανάλογα με τη σεζόν το άτομο, απαιτούν να διασκεδάζουν, να τρώνε, να πίνουν, να ψωνίζουν και να συμμετέχουν σε χάπενινγκ, καθ' όλη τη διάρκεια της παραμονής τους εντελώς δωρεάν. Οι περισσότερες από τις μικρές μονάδες, αδυνατούν να καλύψουν τις ανάγκες αυτές, λόγω χαμηλών προϋπολογισμών, μικρού αριθμού προσωπικού και ελλείψεων υποδομών, με αποτέλεσμα το επιχειρηματικό τους ρίσκο να αποβαίνει ζημιογόνο και για τους ίδιους, αλλά και για τον τουρισμό γενικότερα».


Γιώργος ΦΛΩΡΑΤΟΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ