ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 21 Μάρτη 2004
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΑΠΟΓΡΑΦΗ
Ενα βολικό άλλοθι για την επιβολή σκληρής λιτότητας

θα καταθέσετε νέο προϋπολογισμό; Η ερώτηση αυτή έχει διατυπωθεί αρκετές φορές, στις άτυπες συναντήσεις που είχε με τους δημοσιογράφους ο υπουργός Οικονομίας. Ο Γ. Αλογοσκούφης απάντησε ότι η κυβέρνηση δεν προτίθεται να καταθέσει νέο προϋπολογισμό, ότι θα προσπαθήσει να εφαρμόσει αυτόν που κατέθεσε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ όσο καλύτερα μπορεί. Πρόσθεσε, όμως, με νόημα ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2003 δεν έχει ακόμα κλείσει... Και όλα αυτά, στο φόντο της «δημοσιονομικής απογραφής», που θα πραγματοποιήσει η νέα κυβέρνηση, σε συνεργασία με την Eurostat.

Τι συμπεράσματα μπορούν να βγουν από τις διακηρύξεις αυτές, που περιστρέφονται στο χώρο της δημοσιονομικής πολιτικής; Πώς μπορεί να αξιοποιήσει η νέα κυβέρνηση τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής απογραφής, τη στιγμή που όλοι προεξοφλούν ότι θα έρθουν στην επιφάνεια τα λεγόμενα «κρυφά χρέη», τα οποία, όταν εμφανιστούν, θα οδηγήσουν σε αύξηση του δημοσιονομικού ελλείμματος, πιθανότατα και του δημοσίου χρέους; Θα θυμούνται, προφανώς, οι εργαζόμενοι ότι η βασική κριτική που ασκούσε η ΝΔ στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, για τους κρατικούς προϋπολογισμούς των τελευταίων χρόνων, ήταν ότι έκανε εκτεταμένη χρήση της «δημιουργικής λογιστικής», ότι τα στοιχεία που παρουσίαζε κάθε χρόνο δεν απεικόνιζαν την πραγματικότητα, ότι υπήρχαν κρυφά χρέη. Ειδικά τον κρατικό προϋπολογισμό του 2004, τον είχαν χαρακτηρίσει πλαστό και ότι βρίσκεται στον αέρα...

Κατ' αρχάς, η απάντηση του υπουργού Οικονομίας, ότι δεν προτίθεται η κυβέρνησή του να καταθέσει νέο προϋπολογισμό, είναι αρκετά διφορούμενη. Από τη στιγμή που λέει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός του 2003 δεν έχει κλείσει, και ότι αυτός θα αναμορφωθεί με ό,τι στοιχεία προκύψουν από τη δημοσιονομική απογραφή, αυτομάτως αλλάζει η βάση προσδιορισμού των εσόδων και των δαπανών του προηγούμενου έτους. Μια αλλαγή, όμως, της δημοσιονομικής βάσης του 2003 θα συμπαρασύρει και τα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού του 2004, ο οποίος στηρίχτηκε, στα αμφισβητούμενα σήμερα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού του 2003. Αρα, θα έχουμε νέα δημοσιονομικά δεδομένα και για τον κρατικό προϋπολογισμό του 2004, τόσο στο σκέλος των εσόδων, όσο και στο σκέλος των δαπανών, προφανώς θα υπάρξει αναθεώρηση του ύψους των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αλλά και του κρατικού χρέους. Αρα, ο προϋπολογισμός που θα κληθεί να υλοποιήσει η κυβέρνηση της ΝΔ τι θα είναι, ο προϋπολογισμός του ΠΑΣΟΚ, ή νέος, που θα φέρει τη σφραγίδα της καινούριας κυβέρνησης;

Η ουσία

Το θέμα ουσίας, βέβαια, είναι άλλο και δε βρίσκεται στο αν το δημοσιονομικό έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού του 2003 είναι 1,4% του ΑΕΠ, 1,7% ή 2,7%, ακόμα και 3%, όπως πιθανότατα θα προκύψει μετά τη δημοσιονομική απογραφή. Και το ερώτημα ουσίας είναι, βέβαια, πώς δημιουργήθηκαν τα δημοσιονομικά αυτά ελλείμματα; Για τα οποία, βέβαια, δε φταίνε ούτε οι άθλιοι μισθοί των δημόσιων υπαλλήλων, ούτε οι επίσης άθλιες συντάξεις, που έχουν φέρει σε κατάσταση απόγνωσης τους χιλιάδες συνταξιούχους του Δημοσίου.

Οπως και οι ίδιοι ομολογούν, τρεις είναι οι βασικές πηγές του διευρυμένου δημοσιονομικού ελλείμματος του 2003:

  • Ο υψηλός κρατικός δανεισμός, ο οποίος έφτασε τα 33 δισ. ευρώ, κεφάλαια με τα οποία χρηματοδοτήθηκαν οι δαπάνες για τα Ολυμπιακά έργα και τα έργα του Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης. Ο δανεισμός αυτός συνεχίστηκε και το 2004 και ήδη έχει φτάσει τα 16 δισ. ευρώ.
  • Η μη είσπραξη από τις Βρυξέλλες 500 δισ. δραχμών ( 1,5 δισ. ευρώ) για έργα του Β` ΚΠΣ, τα οποία δεν αποδόθηκαν, με υπαρκτές ή και ανύπαρκτες δικαιολογίες. Μετά το 2000, στην ΕΕ δημιουργήθηκε μια νέα δημοσιονομική πραγματικότητα, πολύ δυσμενέστερη για τα κράτη - λήπτες των κοινοτικών ενισχύσεων, με την οποία ήρθε αντιμέτωπη η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
  • Οι ανεξέλεγκτες πολεμικές δαπάνες, οι οποίες δεν αποτυπώνονται στους κρατικούς προϋπολογισμούς.

Αν αφαιρέσουμε τον τελευταίο παράγοντα, αυτόν των πολεμικών δαπανών, προκύπτει ένα πολιτικό ερώτημα: Είναι κακό μια αστική κυβέρνηση, όπως ήταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, να προχωρήσει σε δανεισμό, ο οποίος αποβλέπει στη χρηματοδότηση υποδομών, το επίπεδο των οποίων είναι πολύ χαμηλό για την Ελλάδα; Το ερώτημα αυτό τίθεται με κριτήριο τα συμφέροντα της αστικής τάξης της Ελλάδας και χωρίς να παραγνωρίζονται άλλοι παράγοντες, όπως η επεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης στη χάραξη της περιφερειακής πολιτικής της χώρας μας. Στη δεκαετία του '90 μέχρι και σήμερα, δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας: α) Ενα ευρύ πρόγραμμα καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, που αγγίζει όλες τις σφαίρες της οικονομίας και στόχο έχει την προώθηση αντιδραστικών αλλαγών στις σχέσεις κεφαλαίου - εργασίας. β) Ενα ευρύ επίσης πρόγραμμα εκσυγχρονισμού των καθυστερημένων υποδομών της χώρας, το οποίο, βέβαια, γίνεται με όρους επαχθείς για τα λαϊκά συμφέροντα. Από την άλλη, είναι γνωστό ότι ο χρόνος κυκλοφορίας του κοινωνικού κεφαλαίου - όπου οι υποδομές διαδραματίζουν σημαίνοντα ρόλο - παίζει καθοριστικό ρόλο στην ταχύτητα αναπαραγωγής του, όσο και στη διαμόρφωση του μέσου ποσοστού κέρδους. Και με κριτήριο τα κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα, νομιμοποιείται η κάθε κυβέρνηση να δημιουργεί το οικονομικό υπόστρωμα, ακόμα και με κρατικό δανεισμό, πάνω στο οποίο θα πατήσει το ιδιωτικό κεφάλαιο για να ανυψώσει τα επίπεδα των κερδών του. Αν το δούμε με το στενό ταξικό κριτήριο το όλο θέμα, είναι γελοίο να κουβεντιάζει η ΝΔ, αν το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδας είναι 1,7%, 2,7% ή 3,7%.

Εκτός και αν ο θόρυβος για «δημοσιονομική απογραφή» και ο κουρνιαχτός για την τρομοκρατία των ελλειμμάτων, έχουν άλλους σκοπούς. Βαθιά ταξικούς και ανομολόγητους. Θα ήταν ένα πολύ καλό άλλοθι για τη νέα κυβέρνηση, μετά τη δημοσιονομική απογραφή να επικαλεστεί «δημοσιονομικό χάος» και καμένη γη, να αθετήσει προεκλογικές υποσχέσεις και να δικαιολογήσει το σκληρό πρόγραμμα λιτότητας που θα εφαρμόσει τα επόμενα χρόνια στα πλαίσια της δημοσιονομικής εξυγίανσης... Ηδη, στο οικονομικό επιτελείο διαρρέουν «σκέψεις» για αυξήσεις στη φορολογία των ακινήτων, μέσω μεγάλων αυξήσεων στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων, της επιβολής ΦΠΑ στις νέες οικοδομές, επαναφορά του φόρου υπερτιμήματος στις πωλήσεις ακινήτων, ενώ οι «εκπλήξεις» θα ολοκληρωθούν, όταν τον ερχόμενο Σεπτέμβρη η επιτροπή αναμόρφωσης του φορολογικού συστήματος παρουσιάσει τις προτάσεις της. Και δεν έχουμε καμιά αμφιβολία προς ποια κατεύθυνση θα κινούνται οι προτάσεις της επιτροπής, που θα υλοποιήσει η νέα κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, διακηρύσσουν επίσης ότι το βάρος στη «δημοσιονομική εξυγίανση» θα δοθεί στο σκέλος των κρατικών πρωτογενών δαπανών ( μισθοί, συντάξεις, επιδόματα), όπως, άλλωστε, απαιτούν οι Βρυξέλλες και οι άλλοι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί.

Και η δημοσιονομική απογραφή φαίνεται ότι θα παίξει το ρόλο πολιορκητικού κριού για την εφαρμογή της νέας λιτότητας...


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ