Μαρτυρία - αφιέρωμα
Τό 'νιωσε πως τον περιεργάζομαι, και μου σκάει ένα χαμόγελο:
- Συγγνώμη, τι δουλιά κάνετε; με ρωτά.
- Είμαι ζωγράφος.
- Δηλαδή;
- Να, τελείωσα τη Σχολή Καλών Τεχνών κι ως τώρα δούλευα σκιτσογράφος στην εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα».
- Χαίρομαι που συναντώ έναν καλλιτέχνη.
- Εσείς; ρωτώ με τη σειρά μου.
- Είμαι ο Γιάννης Ρίτσος.
- Α!
- Είμαι ο ποιητής!
- Τι να πω... σας ξέρω... σας έχω ακουστά, και χαίρομαι, χαίρομαι πολύ...
Αν και ζωγράφος, ενδιαφερόμουνα αρκετά για τη λογοτεχνία. Διάβαζα, από την Κατοχή ακόμα, τα «Νεοελληνικά Γράμματα» του Δημήτρη Φωτιάδη κι από 'κει ήξερα για τον Ρίτσο και τα έργα του, αλλά μ' αυτή την τόσο απρόσμενη συνάντηση μού ήρθε ξαφνικό.
Εδώ, το καμιόνι μάς ξεφόρτωσε. Ενα παλιό χτίριο διακοσμημένο με σωλήνες αποχέτευσης, όλο δύσοσμες διαρροές. Σπρωχτήκαμε σ' ένα χώρο που ήτανε κιόλας πήχτρα από κόσμο. Οι πιο πολλοί όρθιοι, άλλοι καθιστοί κατάχαμα, μερικοί ξαπλωτοί με μαζεμένα αναγκαστικά τα πόδια. Μισοσκόταδο, μπόχα ανθρωπίλας, έλλειψη οξυγόνου. Στη γωνιά ένα πιθάρι μικρό με ξύλινο καπάκι: η «βούτα», για τις «ανάγκες» μας. Δηλαδή μεσαιωνική φυλακή. Κάποιος λέει ανέκδοτα, τριγυρισμένος από κρατούμενους. Πλησιάζουμε. Είναι κατάδικος σε θάνατο, μαθαίνουμε. Λεβέντης, μελαχροινός, με ξέστηθο πουκάμισο και σταυρουδάκι στο μαλλιαρό στήθος. Ο Ρίτσος ανοίγει στα γρήγορα τη βαλίτσα του, βγάζει ένα μπλοκ κι αρχίζει να τον σκιτσάρει. Εμένα ούτε που μου πέρασε απ' το μυαλό ότι μέσα σε τούτο το άντρο της κόλασης μπορούσε να γίνει ζωγραφική. Καθίσαμε σε μια γωνιά. Κοιτάζω το σκίτσο. Μπορεί να μην έχει «σωστό» σχέδιο, όμως δίνει δυνατά, σχεδόν εξπρεσιονιστικά, τη μορφή.
- Αυτός ο άνθρωπος με συντάραξε με την απάθειά του. Επρεπε να το κάνω τώρα, αμέσως, αλλιώς θα το έχανα.
Αρχίζω να γνωρίζω τον Ρίτσο.
Απ' το μεταγωγών του Πειραιά μέχρι το λιμάνι η απόσταση είναι μικρή. Μας φορτώσανε στο «Κως», ένα πλοίο σαράβαλο, πιο πολύ φορτηγό παρά επιβατηγό. Στριμωχτήκαμε όλοι στην πρύμη, ανάμεσα σε βαρέλια και κασόνια. Με το που βγήκαμε στον Σαρωνικό, βλέπουμε τους χωροφυλάκους να μας δένουνε δυο-δυο με χειροπέδες. Αγαναχτήσαμε, βάλαμε τις φωνές, κι ο Ρίτσος μαζί:
- Πάτε να μας πνίξετε, όπως με τη «Χειμάρα!» 1
Κι ο πλοίαρχος από ψηλά:
- Σκασμός, τομάρια, ε, τομάρια! Οποιος ξαναμιλήσει, θα τόνε δέσω στο άλμπουρο! ακούσατε, τομάρια; (Δεν είχε ποικιλία από βρισιές).
Δυστυχώς για μένα, δεν πρόλαβα να... δεθώ με τον Ρίτσο, δέθηκε ένας καθηγητής, πανεπιστημιακός, που ήταν πιο κοντά του. Εγώ δέθηκα με τον Νικηφόρο, έναν καλόκαρδο σύντροφο που ήταν μαζί μας απ' το τμήμα μεταγωγών, κι οι χειροπέδες γίνανε δεσμοί φιλίας. Ημαστε σαν σιαμαίοι, αναγκαστικά μαζί στον ύπνο, στο φαΐ, στο αποχωρητήριο... Και τον τραβολογούσα κι αυτόν για να βρίσκομαι όσο γίνεται πιο κοντά στον Ρίτσο, που δεν του έλειπε η παρέα. Βασίλευε ο ήλιος στον Μαλιακό, όταν - δεν ξέρω πώς ήρθε η κουβέντα - άρχισε να μας αναλύει την προέλευση και τα είδη της τραγωδίας. Αναφέρθηκε στη διονυσιακή καταγωγή της, στο θρησκευτικό χαρακτήρα που είχε αρχικά, στον Θέσπη. Εκανε διαχωρισμό σε πρωτογενή και δευτερογενή τραγωδία. Η πρωτογενής, είναι τραγωδία καταστάσεων δραματικών, είπε, που κορυφώνονται με συγκρούσεις στην εξέλιξη του έργου προς την κάθαρση-λύτρωση. Είναι λιγοπρόσωπη, έχει όμως χορικά, χρησιμοποιεί μάσκες, κοθόρνους, κι είναι η αρχαία τραγωδία. Η άλλη μορφή, η δευτερογενής, είναι το δράμα, που όμως έχει πλοκή, είναι πολυπρόσωπη. Κι έφερε σαν παράδειγμα τις τραγωδίες του Σαίξπηρ. Τον φώτιζε το ηλιοβασίλεμα κι είχε αποπνευματωθεί εντελώς. Κάποιος, δείχνοντας τον ουρανό που είχε γίνει καταπόρφυρος, βρήκε την ευκαιρία ν' απαγγείλει:
γαρούφαλα του δειλινού,
λάμπετε, σβήνετε μακριά μας,
χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας!»
Κάπως έτσι συνεχίζεται το ταξίδι, όσο προχωρά η νύχτα, ώσπου αρχίζει ν' ακούγεται ο θόρυβος απ' τις χειροπέδες όταν τα «ζευγάρια» προσπαθούνε να βολευτούν για τον ύπνο. Μια βροχή που έπιασε, μας βρήκε απροετοίμαστους. Κάπου βρέθηκε, μες στο σκοτάδι, ένας παλιομουσαμάς. Σκεπαστήκαμε οι μισοί, οι υπόλοιποι έμειναν απ' έξω.
Με την ευκαιρία των 95 χρόνων από τη γέννηση (1/5/1909) του μυριάκριβου ποιητή της αγωνιζόμενης Ρωμιοσύνης κατά τον 20ό αιώνα, του αλησμόνητου συντρόφου μας Γιάννη Ρίτσου, ζητήσαμε από τον αγωνιστή της ΕΑΜικής Αντίστασης, ζωγράφο - χαράκτη, συγγραφέα και συνεξόριστο του ποιητή, Γιάννη Στεφανίδη, να γράψει την παρακάτω μαρτυρία του από την κοινή τους ζωή στην εξορία. Ο Γ. Στεφανίδης πολύ πρόθυμα ανταποκρίθηκε στην παράκλησή μας και εμείς με χαρά, μαζί με τις ευχαριστίες μας, δημοσιεύουμε αυτή την πολύτιμη μαρτυρία του.