ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 19 Αυγούστου 2000
Σελ. /24
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΕΛΑΙΟΠΑΡΑΓΩΓΟΙ ΛΕΣΒΟΥ
Στις συμπληγάδες κυβέρνησης και ΕΕ

Σε τραγική κατάσταση έχουν περιέλθει οι χιλιάδες ελαιοπαραγωγοί της Λέσβου, καθώς οι τιμές του λαδιού - του βασικού προϊόντος στήριξης του εισοδήματος των αγροτών, αλλά και ολόκληρης της οικονομίας του νησιού - έχουν κατρακυλήσει και φέτος στον «πάτο του βαρελιού».

Η Ενωση Συνεταιρισμών αγοράζει τον «άσο» στις 520 δρχ,/κιλό, μια τιμή που είναι η χειρότερη της τελευταίας δεκαετίας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, οι ελαιοπαραγωγοί του νησιού, όπως βέβαια και της υπόλοιπης χώρας, αναγκάστηκαν να πλήρωσαν και το ευρωχαράτσι που τους επέβαλαν τα επιτελεία των Βρυξελλών, με τη γνωστή αιτιολογία της υπέρβασης του πλαφόν που έχει καθοριστεί. Ποσό, διόλου ευκαταφρόνητο, αφού ανήλθε στις 130 δραχμές, δηλαδή κοντά στο 1/3 της επιδότησης που τους είχαν υποσχεθεί ότι θα πάρουν. Ετσι, συνολικά το ευρωπρόστιμο που θα πληρώσουν οι ελαιοπαραγωγοί της Λέσβου ανέρχεται στα 5 δισ. δραχμές. Επίσης, με την καταβολή της εκκαθάρισης θα κρατηθούν και οι 30 δραχμές που, για τους γνωστούς προεκλογικούς λόγους, είχαν δοθεί μαζί με την προκαταβολή της επιδότησης.

Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τις εξευτελιστικότερες χρόνο με το χρόνο τιμές, έχει κορυφώσει την οργή και την αγανάκτηση των ελαιοπαραγωγών. Αυτό το ξέσπασμα συναντά σε κάθε ελαιοπαραγωγό χωριό που επισκέπτεται αυτές τις μέρες ο βουλευτής Λέσβου του ΚΚΕ ΣταύροςΣκοπελίτης. Η απογοήτευση των παραγωγών διακρίνεται σε κάθε λέξη, σε κάθε κουβέντα που γίνεται γύρω από τις τεράστιες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν: «Κυβέρνηση και ΕΕ έχουν βάλει στα "μαύρα κατάστιχα", όπως φαίνεται, την ελαιοκαλλιέργεια και η κατάσταση χρόνο με το χρόνο πάει από το κακό στο χειρότερο», είναι η δραματική διαπίστωση ενός ηλικιωμένου αγρότη. Ενός ανθρώπου που πέρασε όλα του τα χρόνια κάτω από τα ελαιόδεντρα του νησιού, κοπιάζοντας για να μαζέψει τον καρπό που ήταν και η «τροφή» για την οικογένειά του. «Εγινε κάτι τότε που οι τιμές του λαδιού ήταν 1.200 δρχ./κιλό. Τότε - θυμάται ο γέροντας - οι νέοι άνθρωποι αναθάρρησαν και μπήκαν μέσα στους ελαιώνες. Ομως τώρα πώς να συνεχίσουν, αφού ούτε έναν καφέ δεν μπορούν να πιουν με την τιμή που έχει σήμερα το λάδι», λέει οργισμένος.

Η συζήτηση ανάβει εύκολα σε κάθε καφενείο που επισκέπτεται ο βουλευτής του ΚΚΕ και όλοι έχουν κάτι να του πουν. Γνωρίζουν άλλωστε πως είναι ο μόνο που, και σαν βουλευτής αλλά και σαν πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Αγώνα (ΣΕΑ) των ελαιοπαραγωγών, αγωνίζεται καθημερινά για να εξακολουθήσει το λάδι να αποτελεί «πηγή ζωής» για τους παραγωγούς και το νησί.

Ενας νέος σε ηλικία αγρότης, έδωσε με τον τρόπο του το στίγμα της κυβερνητικής κοροϊδίας, που στόχο έχει να «κουκουλώσει» την αντιλαϊκή πολιτική της ΕΕ: «Προσπαθούν να μας πείσουν, ότι για τη σημερινή κατάσταση φταίει η Ισπανία, που περιμένει μια καλή σοδειά. Πάλι καλά που δε μας προτρέπουν να κάνουμε και λιτανείες και να ζητήσουμε από τον πανάγαθο να μας λυπηθεί και να καταστρέψει τη σοδειά αυτής της χώρας. Μωρέ μας δουλεύουν πατόκορφα και το άσχημο για μας είναι ότι τους αφήνουμε έδαφος για να το κάνουν». «Εχεις απόλυτο δίκιο», συμφωνεί και ένας άλλος αγρότης από τη μεγάλη παρέα που έχει σχηματιστεί: «Μας καταστρέφουν κυριολεκτικά και πρέπει να αντιδράσουμε. Να εκδηλωθεί η αγανάκτησή μας και με τον αγώνα μας να υπερασπίσουμε την παραγωγή μας».

Στο δρόμο του αγώνα προέτρεψε τους ελαιοπαραγωγούς να προχωρήσουν και ο ΣταύροςΣκοπελίτης, τονίζοντας πως «αυτός είναι ο μόνος δρόμος που μας απομένει». Οπως εξήγησε στους ελαιοπαραγωγούς του νησιού ο κομμουνιστής βουλευτής: «Το λάδι μας έχει μέλλον, όμως όπως και τα άλλα αγροτικά προϊόντα που παράγει η χώρα μας, βρίσκεται αντιμέτωπο με μια πολιτική που καθημερινά ορθώνει όλο και μεγαλύτερους φραγμούς σ' αυτό το μέλλον του. Η κυβέρνηση και η ΕΕ έχουν σαν στόχο το ξεκλήρισμα της μικρομεσαίας μας αγροτιάς και καθημερινά, με τις αποφάσεις που παίρνουν, σφίγγουν ολοένα και περισσότερο το βρόχο στο λαιμό του αγρότη - ελαιοκαλλιεργητή. Πάρτε σαν παράδειγμα τις αποφάσεις που πάρθηκαν μέσα στο πλαίσιο της Κοινής Οργάνωσης Αγοράς (ΚΟΑ) του λαδιού. Οποιο μέτρο υπήρχε, που παρείχε μια προστασία στο εισόδημα των παραγωγών, καταργήθηκε. Αποτέλεσμα, οι έμποροι να πέσουν σαν τα κοράκια πάνω σ' αυτό και να το ρημάξουν».

«Είναι σίγουρο, υπερτόνισε ο Στ. Σκοπελίτης, ότι αν μείνουμε με σταυρωμένα χέρια και υποταχθούμε σε αυτά που λένε οι κυβερνητικοί και οι εδώ "καλοθελητές", τίποτα δεν πρόκειται να γίνει. `Η μάλλον, αυτό που θα γίνει, θα είναι η καταστροφή αυτής της δυναμικής για τον τόπο μας καλλιέργειας και η δραματική επιδείνωση των συνθηκών της ζωής μας. Πρέπει, λοιπόν, όλοι μαζί να δώσουμε τον αγώνα και να απαιτήσουμε από την κυβέρνηση να πάρει μέτρα που να στηρίζουν τις τιμές του λαδιού. Για να μπορέσουμε να καλύψουμε τα συνεχώς αυξανόμενα έξοδα επιβίωσής μας και να συνεχίσουμε τις καλλιεργητικές μας προσπάθειες».

Λίγες μέρες μένουν από την έναρξη της νέας παραγωγικής περιόδου και ο λεσβιακός ελαιώνας με τα 14 περίπου εκατομμύρια ελαιόδεντρα κάρπισε και μάλιστα πολύ καλά: Αλλοτε αυτό θεωρούνταν «ευλογία» και σκορπούσε την ευφορία στους παραγωγούς. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Η αιτία είναι οι τιμές του λαδιού που δεν καλύπτουν ούτε τα έξοδα της ελαιοσυλλογής. «Μια αιτία που πηγάζει από τη βαθιά αντιαγροτική πολιτική κυβέρνησης και ΕΕ», όπως υπογράμμισε στους παραγωγούς ο βουλευτής του ΚΚΕ. Με αυτή ακριβώς την πολιτική, οι ελαιοπαραγωγοί της Λέσβου είναι αποφασισμένοι να συγκρουστούν. Το κατάλαβαν και το δηλώνουν: «Αλλος δρόμος δεν υπάρχει».


ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΒΕΝΖΙΝΟΠΩΛΩΝ ΕΛΛΑΔΑΣ
Οι εταιρίες διαμορφώνουν τις τιμές

Την αντίδρασή της στην προχτεσινή απόφαση του υπουργείου Ανάπτυξης να παραπέμψει στην Επιτροπή Ανταγωνισμού κάποιους πρατηριούχους με την αιτιολογία ότι τις τελευταίες δύο βδομάδες επέβαλαν στις τιμές των υγρών καυσίμων μεγαλύτερες αυξήσεις από αυτές που ανακοινώθηκαν από το υπουργείο, εκφράζει με ανακοίνωσή της η Ομοσπονδία Βενζινοπωλών Ελλάδας. Οπως τονίζει η Ομοσπονδία, οι λιανικές τιμές των πρατηρίων διαμορφώνονται με βάση τις χονδρικές τιμές στις οποίες προμηθεύουν τα καύσιμα οι εταιρίες εμπορίας πετρελαιοειδών, τις οποίες, όμως, το υπουργείο είναι απρόθυμο να ελέγξει. Η κίνηση του υπουργείου να παραπέμψει στην Επιτροπή Ανταγωνισμού τους πρατηριούχους, καταγγέλλει η Ομοσπονδία, είναι κίνηση εντυπωσιασμού και επιχειρεί να παραπλανήσει τους καταναλωτές και όχι να ομαλοποιήσει την αγορά καυσίμων και τη διαμόρφωση των τιμών. Επίσης, συμπληρώνει ότι βασική αιτία της εμφάνισης μεγάλων διαφορών στις τιμές είναι η ανεξέλεγκτη τιμολογιακή πολιτική των εταιριών και αυτή καλεί την κυβέρνηση να διερευνήσει, αντί να επικεντρώνει στις λιανικές τιμές που διαμορφώνονται στα πρατήρια βάσει των χονδρικών τιμών. «Η προσπάθεια της κυβέρνησης να καθοδηγήσει τη διαμόρφωση των τιμών με εκφοβισμό ή μέσω παραπλανητικών ενδεικτικών τιμών δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα αλλά το επικαλύπτει», σημειώνει η Ομοσπονδία.


ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ
Με ρυθμούς... αφαίμαξης αυξάνουν τα έσοδα

Στα 6,8 τρισ. δραχμές  ανήλθαν τα  κρατικά έσοδα το επτάμηνο Γενάρη - Ιούλη 2000 και είναι αυξημένα κατά 11,5% ως  προς την αντίστοιχη περσινή περίοδο

Με ρυθμούς... αφαίμαξης συνεχίζουν να αυξάνουν τα φορολογικά έσοδα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού το επτάμηνο Γενάρη - Ιούλη 2000, ως προς το αντίστοιχο περσινό διάστημα αυξήθηκαν με ρυθμό 11,55%, ενώ στον προϋπολογισμό προβλέπεται ετήσιος ρυθμός αύξησης 5,8%. Τον μήνα Ιούλη του 2000 ως προς τον Ιούλη του 1999, τα έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού αυξήθηκαν κατά 6,9%. Η μεγάλη αυτή - πέραν των στόχων - αύξηση των κρατικών εσόδων, δημιουργεί, σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών πλεόνασμα 500 δισ. δραχμές.

Σύμφωνα με τους παράγοντες του υπουργείου, η αύξηση των εσόδων αποδίδεται στη μη τιμαριθμοποίηση των φορολογικών κλιμακίων, γεγονός που έχει σαν αποτέλεσμα ο φόρος να αυξάνει με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από την αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος και κατά δεύτερο στην αυξημένη κερδοφορία που παρουσιάζουν οι επιχειρήσεις. Πάντα κατά τους παράγοντες, οι επιχειρηματίες, λόγω χρηματιστηρίου, επιδιώκουν να παρουσιάσουν υψηλή κερδοφορία, ώστε να είναι ελκυστική η τιμή της μετοχής, ενώ κέρδη επιδιώκουν να παρουσιάσουν και οι εταιρίες που ετοιμάζονται να εισέλθουν στο χρηματιστήριο. Ομολογείται δηλαδή, έστω και έμμεσα, ότι τα χρόνια που δεν υπήρχε χρηματιστηριακό ενδιαφέρον, οι μεγάλες επιχειρήσεις φοροδιέφευγαν.

Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία του υπουργείου Οικονομικών, το επτάμηνο Γενάρη - Ιούλη 2000:

  • Τα σωρευτικά έσοδα του τακτικού προϋπολογισμού ανήλθαν σε 6.838, 3 δισ. δραχμές και παρουσίασαν αύξηση 11,55%. Αν ληφθεί υπόψη ότι ο σχετικός στόχος ήταν 5,8%, τα επιπλέον έσοδα υπολογίζονται σε 495 δισ. δραχμές. Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση αυτή των εσόδων σημειώθηκε παρά την κακή πορεία των εσόδων από τη φορολογία των χρηματιστηριακών πράξεων.
  • Ο φόρος εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων (επιχειρήσεων) ανήλθε σε 2.101 δισ. δραχμές και παρουσιάζει αύξηση 15% σε σχέση με πέρυσι.
  • Τα σωρευτικά έσοδα από ΦΠΑ (εκτός Τελωνείων) ανήλθαν σε 1.363 δισ. δραχμές και αυξήθηκαν κατά 11,2% σε σχέση με πέρυσι.


Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ