ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 19 Οχτώβρη 2003
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΔΙΗΓΗΜΑ
Ο φίλος μου ο ήρωας

Αφιερωμένο στο φίλο μου Ορέστη

ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Θα ήταν μεσάνυχτα, θυμούμαι, που γύρισα στο σπίτι. Δεν είχα προλάβει να καλοανοίξω την ξώπορτα κι άκουσα τη μάνα να μου φωνάζει από την κάμαρά της: - Παιδί μου μην κάθεσαι, τρέχα γρήγορα, φέρανε το φίλο σου Ορέστη τραυματισμένο από το μέτωπο της Αλβανίας. Κείνες οι λέξεις της μάνας με ξάφνιασαν, θόλωσαν τη σκέψη μου, κόπηκαν τα γόνατά μου κι ένιωσα ως να είχα παραλύσει ολάκερος. Βαριά τραυματισμένος ο φίλος μου, λογιάστηκα, και δίχως να βγάλω άχνα, πισωγύρισα και πήρα δρόμο για να πάω στο σπίτι του.

Τι άλλο μπορούσα να κάνω τέτοια ώρα!

Απ' τους δικούς του, σκέφτηκα, θα μάθαινα τα σχετικά και σαν χάραξε η μέρα, τότε, θα έτρεχα στο νοσοκομείο να τον ανταμώσω.

Η είδηση με είχε συγκλονίσει, κι όλο ανάφερνα στο νου μου: πώς κι έγινε τούτο το κακό. Με τη φαντασία μου έβλεπα το φίλο μου με τα δεκανίκια κατωμάσχαλα να μου χαμογελάει και σφιγγόταν η καρδιά μου. Οι πιότεροι φαντάροι που ερχόνταν απ' το μέτωπο είχαν τα πόδια κομμένα, άλλος το ένα κι άλλος και τα δυο, άλλος από τα γόνατα και κάτω κι άλλος ολότελα από πάνω.

Τα κρυοπαγήματα κι οι όλμοι των Ιταλών σακάτευαν τα φανταράκια μας κι οι γιατροί για να τα... σώσουν δώστου και κόβανε χέρια και πόδια. Κι αν του έχουν κόψει τα χέρια, διαλογιζόμουν και μ' έπιανε σύγκρυο κι αναρωτιόμουν: πώς θ' αγκαλιαστούμε!

Τέτοιες μαύρες σκέψεις ξεπετιόσαν στο νου μου, καθώς τρεχοβολούσα δίχως ανασασμό για το σπίτι του Ορέστη κι η θλίψη πλήθαινε μέσα μου μα απ' την άλλη, τράνευε η περηφάνια για τον ήρωα φίλο μου. Κι ήταν στ' αλήθεια ήρωας, γιατί είχε καταταχθεί μόνος του, εθελοντικά αν και είχε «αναβολή».

Χρέος όλων μας να πολεμήσουμε για την πατρίδα, μου έλεγε, να δείξουμε την αντρειοσύνη μας, να μην αφήσουμε να μολύνουν τα χώματά μας οι φασίστες του Μουσολίνι. Αυτά τα ψυχωμένα λόγια βγαίναν από το στόμα του όταν πήρε την απόφαση να πάει εθελοντής. Και να, τώρα, γύρισε πίσω σακατεμένος, λειψός, μα τιμημένος ήρωας, δοξασμένος.

Με τέτοια λογιάσματα φορτωμένο το μυαλό μου κι αργοκύλατα δάκρυα χαράς και θλίψης στα μάτια βάδιζα όσο γινόταν πιο γρήγορα. Γόργωνα το βήμα μου κι έφερνα, κάθε τόσο, το χέρι στο μούτρο μου μη και με το φεγγαρόφωτο με βλέπανε οι διαβάτες που τύχαιναν στο δρόμο μου, ίσαμε που κάποια στιγμή βρέθηκα μπροστά στο σπίτι του φίλου μου.

Ρίγησα ολόκορμα, τα δάκρυα στα μάτια πολύνανε και το σάλιο στο στόμα μου στέγνωσε.

Κόλλησα το μούτρο μου στο τζάμι της ξώπορτας, ήθελα να χτυπήσω το κουδούνι, μα δίσταζα, την ένιωθα να πέφτει πάνω μου βαριά, λες και δεν ήθελε να μ' αφήσει να περάσω.

Αστραπή έσκισε το νου μου και φλόγισε τη σκέψη μου: κι αν δεν τον πήγαν στο νοσοκομείο και τον 'φεραν εδώ, στο σπίτι του, πώς θα αντικρίσω το φίλο μου τυλιγμένο μ' άσπρους επιδέσμους. Μπορεί να 'χει λαβωθεί στο πρόσωπο, μου πέρασε για μια στιγμή κι αυτή η ιδέα και τότε αναρωτήθηκα: πώς θα φιληθούμε έτσι που είναι φασκιωμένο το κεφάλι του;

Βαριοσήκωσα το χέρι, χτύπησα το κουδούνι μα απόκριση καμιά. Χτύπησα το τζάμι της ξώπορτας. Κείνοι οι χτύποι πήραν και φτάσαν στ' αυτιά μου όμοια ριπές πολυβόλου. Ανατρίχιασα σύγκορμα και μέσα στο πούσι, την άσπρη θολούρα που είχε κυλήσει στο νου μου, οραματίστηκα τη φιγούρα του φίλου μου να έχει ριχτεί στη μάχη φωνάζοντας... αέρα! Και ξάφνου φαντάζει στη σκέψη μου να είναι πεσμένος μπρούμητα κατάχαμα, γιομάτος αίματα και λάσπη.

... βογκητά πόνου να βγαίνουν απ' τα σωθικά του και η χλαίνη του, κουρελιασμένη από το καυτό σίδερο που είχε ξεράσει το εχθρικό μυδράλιο ν' ανεμίζει τα κουρέλια της. Κι ως τούτη η εικόνα σαν αστραπή πέρασε από το νου μου, μονολόγησα ψιθυριστά, μεγάλη τύχη φίλε μου να χύνεις το αίμα σου για την πατρίδα.

Το απότομο άνοιγμα της πόρτας με ξάφνιασε, κι ως η φαντασία μου έκοψε τα ονειροπετάγματά της, πήρα δύναμη και χώθηκα με φόρα στο χολ. Τα πόδια μου από τη βιάση μου μπέρδεψαν σ' ένα σκαμνί και κόντεψα να σωριαστώ στο πάτωμα.

- Πού είναι ο φίλος μου, ρώτησα ξέψυχα την αδελφή του, σε ποιο νοσοκομείο τον έχουν! Κείνη με κοίταξε κάπως παράξενα, κι απορημένη μου έγνεψε με τα γαλάζια μάτια της ημερωμένα και χαμογελαστά να περάσω στην τραπεζαρία. Κι ως μονοστιγμής φτάσανε στ' αυτιά μου κάτι φωνοκόπια, μου βάλανε την ιδέα πως ήταν κλάματα της Μάνας του. Θα είναι απαρηγόρητη για τη μεγάλη συμφορά που τη βρήκε, σκεφτόμουν. Μα όσο κοντοζύγωνα στην τραπεζαρία όλο και ξεκαθάριζα πως κείνα που άκουγα δεν ήταν φωνές θλίψης και πόνου αλλά κουβεντολόι χαρωπό σαν σε γιορτάσι.

Καθώς τρύπωσα στην κάμαρη απότομα, το δυνατό φως με χτύπησε στα μάτια και τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν για λίγο ως να συνηθίσουν. Γυρόφερα το βλέμμα μου και τους είδα όλους καθισμένους στο τραπέζι κι ανάμεσά τους το φίλο μου με το χέρι επιδεσμιασμένο, να κουτσοπίνουν του καλού καιρού και να χασκογελάνε. Απόρησα μ' όλα κείνα που αντίκρισα και είχα σαστίσει.

Ο φίλος μου, ως με πήρε το μάτι του, τινάχτηκε πάνω, σφιχταγκαλιαστήκαμε, φιληθήκαμε σταυρωτά και καθίσαμε πλάι πλάι. Βούρκωσαν τα μάτια μας από χαρά και συγκίνηση, ότι είχαμε μήνες ν' ανταμώσουμε και δεν ξέραμε από πού ν' αρχίσουμε την κουβέντα.

- Για πες μου πώς έγινε και τραυματίστηκες του πέταξα...

... τώρα είσαι κι εσύ ένας ήρωας του αλβανικού έπους...

Είχα πολύ συγκινηθεί και δεν ανεβαίναν άλλα λόγια στα χείλη μου. Στο αναμεταξύ έπιασα με το αγκάθι του ματιού μου τους άλλους, τους γονιούς του, τα αδέλφια του και 'κανα δυο γείτονες που βρισκόνταν στο τραπέζι, να μη μας δίνουν σημάδια και να συνεχίζουν το φαγοπότι και την ψιλοκουβέντα.

Μα, τι στο διάολο γίνεται, λογιάστηκα, κανείς τους δε χολοσκάει που βρίσκεται ανάμεσά τους ένας τραυματίας, ένας ήρωας του Αλβανικού. Ωστόσο μου βάλανε κι εμένα ένα μεζέ κι ένα ποτήρι κρασί. Ανάψαμε ένα τσιγάρο, τσουγκρίσαμε τα ποτήρια μας για τις νίκες του στρατού μας και περίμενα με αδημονία, να μου ιστορήσει πώς και πού τραυματίστηκε, μα κείνος δεν έβγαζε λέξη. Τότε σαν είδα κι αποείδα, θάρρεψα και τον ρώτησα:

-Τέλος πάντων, δε θα μου πεις σε ποια μάχη τραυματίστηκες και τι τραύμα είναι αυτό στο χέρι.

- Α, έκανε ο φίλος μου - γούρλωσα τα μάτια για να κρατήσω τα δάκρυα -... ξέρεις... φταίει κείνος ο παλιοσουγιάς κι η μπαγιάτικη κουραμάνα... Οι άλλοι χαμογελούσαν κι ο Ορέστης συνέχισε να μου ιστοράει: από τη μέρα που ήρθαμε στη Σαλονίκη εδώ και δυο μήνες, δεν το κουνήσαμε... αυτοί ούτε καν είχαν σκοπό να μας στείλουν στο μέτωπο. Ετσι κι εμείς όλη τη μέρα κοπροσκυλάγαμε στο Βαρδάρη. Οσο για φαγητό που μας δίνανε μην τα ρωτάς, ήταν χάλια, κι η κουραμάνα ξερή και μπαγιάτικη ήθελε τσεκούρι για να την κόψεις. Οση ώρα ο φίλος μου μιλούσε, εγώ άκουγα και δεν πίστευα στα αυτιά μου, έτσι τον ξαναρώτησα: αφού δεν πήγες στο μέτωπο πώς τραυματίστηκες.

- Νόμισα, πως κατάλαβες, μου αποκρίθηκε και μου τόνισε: λοιπόν, προχτές πήγα να κόψω την κουραμάνα με το σουγιά, μου ξέφυγε, μου έφαγε το ψαχνό στη χούφτα... και να ποτάμι το αίμα... και συνέχισε: μάχη της κουραμάνας, φίλε μου.

Στο άκουσμα κείνης της ιστορίας για τον τραυματισμό του μου ήρθαν γέλια χαράς και σήκωσα το ποτήρι μου φωνάζοντας: και τώρα ας πιούμε για τη μάχη της κουραμάνας και το αντάμωμά μας. Τώρα μου είχε φύγει ένα βάρος, ένιωθα αλαφρωμένος και χαρούμενος που ο φίλος μου ήταν σώος και αβλαβής. Και το καλό είναι πως με στείλανε στην Αθήνα με άδεια «επ' αόριστον». Δηλαδή, του λέω, δε θα ξαναπάς στο... μέτωπο; Και μου εξήγησε πως «άδεια επ' αόριστον» θα πει πως δε θα φύγω από την Αθήνα ίσαμε που να έρθει καινούρια διαταγή.


Σταύρος ΚΑΛΦΙΩΤΗΣ


Του Σταύρου ΚΑΛΦΙΩΤΗ

Ο Σταύρος Καλφιώτης γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε οικονομικές επιστήμες. Ως επιστήμονας και πνευματικός άνθρωπος ενδιαφέρεται και αγωνίζεται για τα εθνικά, κοινωνικά και πολιτικά πράγματα του τόπου μας. Την περίοδο 1941-'45, παίρνει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Το 1967 διώχτηκε από τη δικτατορία και απολύθηκε από την υπηρεσία του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου.

Σειρά βιβλίων και άρθρων του γύρω από τον τουρισμό τον καθιέρωσαν ως θεμελιωτή της τουριστικής επιστήμης στη χώρα μας. Πολλές από τις εργασίες του έχουν δημοσιευτεί στη Γαλλία και στην Ιταλία. Εκτός από το χώρο της επιστήμης, έχει ασχοληθεί και με τα Γράμματα. Εχει δημοσιεύσει διηγήματα και έχει εκδώσει λογοτεχνικά βιβλία στον τομέα της ταξιδιωτικής πεζογραφίας.



Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ