ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τρίτη 17 Οχτώβρη 2000
Σελ. /40
Τρία έργα στο «Ιλίσια»

Με το «Πόλεμος και Ειρήνη» του Λ. Τολστόι και το «Ρόουζ» του Μάρτιν Σέρμαν εγκαινιάζονται οι δύο ανακαινισμένες σκηνές του θεάτρου «Ιλίσια». Το πρώτο ανεβαίνει στο «Ιλίσια - Ντενίση» και το δεύτερο στο «Ιλίσια - Βολανάκης».

Το «Πόλεμος και Ειρήνη» ανεβαίνει σε μετάφραση - διασκευή Μιμής Ντενίση, σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη, σκηνικά Μανόλη Παντελιδάκη, κοστούμια Ντένης Βαχλιώτη και μουσική επιμέλεια Ιάκωβου Δρόσου . Παίζουν: Νίκος Γαλανός, Τζέση Παπουτσή, Πασχάλης Τσαρούχας, Αλεξάνδρα Παυλίδου, Καλλιόπη Ευαγγελίδου, Ακις Δρακουλινάκος, Ανδρέας Νάτσιος, Δήμητρα Τσέλιου, Γιάννης Μάνιος, Λιάνα Παρούση, Λευτέρης Λαμπράκης, Πένυ Παπουτσή, Τρύφων Καρατζάς.

Στο «Ρόουζ» (πέρσι είχε μεγάλη επιτυχία στο Εθνικό θέατρο της Αγγλίας με πρωταγωνίστρια την Ολυμπία Δουκάκη) πρωταγωνιστεί η Αντιγόνη Βαλάκου . Τον Απρίλη θα έρθει στην Ελλάδα η Ολυμπία Δουκάκη και το κοινό θα δει το έργο σε εναλλασσόμενες παραστάσεις, με τις δύο ηθοποιούς.

Το Γενάρη θα ανέβει το έργο του Ολλανδού συγγραφέα Αλεξ Βαν Βάμενταρ «Ο μικρός Τόνυ», σε μετάφραση Ντόροθυ Στεργιώτη - Βαν Ντερβέλ, σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη, σκηνικά Αντώνη Δαγκλίδη και κοστούμια Κλαιρ Μπρέσγουελ. Ερμηνεύουν: Στέλιος Μάινας, Αννα Μακράκη, Κάτια Σπερελάκη.


«Συριανός σύζυγος» στο ΚΘΒΕ

Από αύριο μέχρι την Κυριακή, το θέατρο «Χυτήριο», παρουσιάζει, σε συνεργασία με το ΚΘΒΕ, στη Μονή Λαζαριστών - μικρό θέατρο , το έργο «Ψυχολογία Συριανού συζύγου» του Εμμανουήλ Ροΐδη.

Βασισμένη σε ένα διήγημα του Εμμανουήλ Ροΐδη, η παράσταση ζωντανεύει στη σκηνή τη μοναδική αίσθηση της καυστικής σάτιρας και το απολαυστικό ύφος του σπουδαίου αυτού τεχνίτη της ελληνικής γλώσσας. Λίγους μήνες μετά το γάμο του, ο ερωτευμένος σύζυγος υποφέρει από τη συμπεριφορά της φιλάρεσκης γυναίκας του και εξομολογείται τα βάσανά του, που τον κάνουν να αναθεωρεί τις απόψεις του για το γάμο και τον έρωτα.

Η σκηνοθεσία είναι του Τάκη Σπετσιώτη, τα σκηνικά-κοστούμια του Γιώργο Ασημακόπουλου, οι χορογραφίες της Ροδόπης Κούβαρη. Μουσικός σύμβουλος ο Φίλιππος Τσαλαχούρης. Παίζουν: Μιχάλης Μητρούσης, Θεοδώρα Σιάρκου, Λεωνίδας Χρυσομάλλης.


ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
«Υπνοβάτις» στο ΜΜΑ

«Αμπιγιέρ» στο «Αλκυονίς»
«Αμπιγιέρ» στο «Αλκυονίς»
Οταν, το Μάρτη του 1831, ο μεγάλος «μάστορας» του ιταλικού μπελκάντο Βιντσέντσο Μπελίνι και ο λιμπρετίστας Φελίτσε Ρομάνι ανέβαζαν στο θέατρο «Carcano» του Μιλάνου την «Υπνοβάτιδα», ήθελαν το λαϊκό ερωτικό παραμύθι, το ρομαντικό κωμειδύλλιο που έπλασαν, να υμνεί μελωδικά τον αγνό νεανικό έρωτα μέσα στην πανδαισία της άνοιξης, συνταιριασμένος με «παιχνίδια» του ήλιου και της σελήνης, της πραγματικότητας και της φαντασίας. «Τοποθέτησαν» λοιπόν τον ύμνο τους για τον έρωτα της άνοιξης και της νιότης, σ' ένα ελβετικό χωριό. Εκεί διαδραματίζεται ο έρωτας της φτωχής, ορφανής, αγνής, πιστής, πανώριας Αμίνας και του νεαρού κτηματία Ελβίνο, ο οποίος παραμονή του γάμου τους, μαθαίνοντας από την πρώην ερωμένη του, τη λοκαντιέρα Λίζα, ότι η Αμίνα κοιμήθηκε στη λοκάντα και μάλιστα στο δωμάτιο του «ξένου» επισκέπτη στο χωριό, πιστεύει ότι τον απάτησε και την εγκαταλείπει. Την αθώα Αμίνα την τρώει ο καημός. Ο Ελβίνο για να ξεχάσει ετοιμάζεται να παντρευτεί τη Λίζα. Το αίσιο τέλος στο δράμα το δίνουν οι χωρικοί, αποκαλύπτοντας ότι ο «ξένος» είναι ο άρχοντας του κάστρου, ο κόμης Ροδόλφο κι εκείνος λέει την αλήθεια. Το λευκό «φάντασμα» που έβλεπε πότε πότε τις νύχτες το χωριό, ήταν η αθώα Αμίνα, που υπνοβατώντας βρέθηκε στο δωμάτιό του κι έγειρε στο κρεβάτι του.

«Υπνοβάτις» στο ΜΜΑ
«Υπνοβάτις» στο ΜΜΑ
Πώς μπορεί - το αναντίστοιχο με την κυνική εποχή μας, με την κατεστραμμένη φύση και τον έρωτα παραμορφωμένο - να ερμηνευτεί αυτό το λαϊκό λυρικό παραμύθι; Αραγε αντέχει αισθητικούς εκσυγχρονισμούς; Στο ερώτημα αυτό η «απάντηση» των συντελεστών της παράστασης της «Υπνοβάτιδος», στο Μέγαρο Μουσικής, ήταν ένας αταίριαστος με το ήθος, το ύφος, την «όψη» αυτού του λαϊκού παραμυθιού, αμερικάνικης αισθητικής «εκσυγχρονισμός». Την κύρια ευθύνη γι' αυτόν φέρουν τα σύγχρονης αμερικανο-μικροαστικής κακογουστιάς κοστούμια της Θεώνης Βαχλιώτη - Ολντριτς (από την κακογουστιά διέφυγαν τα κοστούμια της Αμίνα και του «φαντάσματός» της και το λιτό του κόμη). Τα κοστούμια χρωματικά «έβγαζαν μάτι» μαζί με το ηλεκτρίκ πλαστικό «γρασίδι» του λιτού κατά τα άλλα, πολυεπίπεδου σκηνικού της Λίλης Πεζανού. Η σκηνογράφος έλυσε αφαιρετικά και καλαίσθητα το πρόβλημα του δάσους, ατύχησε όμως αισθητικά με τα σπίτια του χωριού που μετατράπηκαν σε μετωπικό, άχαρο «μοτέλ». Δύσκολα μπορεί να «μετρηθεί» το «μερίδιο» σ' αυτόν τον «εκσυγχρονισμό» της σκηνοθεσίας του, πρωτοδοκιμαζόμενου στο λυρικό είδος, Δημήτρη Παπαϊωάννου. Η σκηνοθετική δουλιά του πολύτροπα ταλαντούχου Δ. Παπαϊωάννου, εμψυχωτή έξοχων χορο-θεατρικών παραστάσεων, ενώ έδειξε το βαθμό της φαντασίας της με το χορογραφικό εύρημα του «φαντάσματος» της Αμίνα, «εγκλωβίστηκε», περιορίστηκε από την τάχα εκσυγχρονιστική «όψη» που επέβαλαν τα κοστούμια. «Οψη», που δυσκόλεψε και τη χορογράφηση της χορωδίας από την άξια χορεύτρια - χορογράφο Αγγελική Στελλάτου (η ίδια «υποδύθηκε» εκφραστικότατα την υπνοβατούσα Αμίνα). Ο Δ. Παπαϊωάννου κίνησε με φυσικότητα τους ερμηνευτές των ρόλων. Κακή εξαίρεση ήταν το παλιάς σχολής, κατάφατσα στο κοινό, παίξιμο του τενόρου Γκραν Ουίλσον (καλλίφωνος, αλλά ασταθής στα τραγουδιστικά «περάσματα» και σχηματικότατος υποκριτικά).

Στα θετικά της παράστασης ήταν οι ερμηνείες των Χριστόφορου Σταμπόγλη, Μαίρης - Ελεν Νέζη, Δημήτρη Κασιούμη, η φωνητική διδασκαλία της Ζανέτ Πιλού και της Φανής Παλαμήδα, η άψογη εκτέλεση της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών σε διεύθυνση του Φρέντερικ Σάσλιν. Στη διπλή διανομή της παράστασης ερμηνευτικά (από κάθε άποψη) υπερείχε η Κορεάτισσα Σούμι Γιο (Υπνοβάτιδα). Καληκέλαδη φωνή και υποκριτική ικανότητα (συναισθηματική αλήθεια, φυσικότητα και απλότητα) επέδειξε ως Υπνοβάτιδα, η γεννημένη και σπουδαγμένη στο Καζαχστάν, Ελενα Κελεσίδη. Γνωρίζοντας κάποιες άκριτες απόψεις της, σημειώνουμε με την ευκαιρία ότι οφείλει να συνειδητοποιήσει τη μεγάλη ευγνωμοσύνη που χρωστά στη σπουδαία και δωρεάν μουσική παιδεία που της πρόσφερε η ΣΣΔ Καζαχστάν. Σε διαφορετική κοινωνία, όπως συνέβη σε πολλούς ταλαντούχους, η «προίκα» της μπορεί και να χαντακωνόταν...

«Αμπιγιέρ» από το «Μοντέρνο Θέατρο»

Μελέτη της τέχνης του θεάτρου, ειδικά του αγγλικού θεάτρου και της πορείας του στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Μελέτη του «κόσμου» της θεατρικής σκηνής. Του καθημερινού τρόπου ζωής και της βιοποριστικής ανάγκης των ανθρώπων του θεάτρου. Των ηθών, συνηθειών και φιλοδοξιών τους. Των ανταγωνιστικών συχνά σχέσεών τους. Μελέτη, κυρίως, της ιδιαιτερότητας της ψυχοδιανοητικής «φύσης» και λειτουργίας των θεατρίνων, αποτελεί το έργο του Ρόναλντ Ζάργουντ «Ο αμπιγιέρ», ιδιαιτερότητα την οποία «μνημείωσε», ανεπανάληπτα, με την ερμηνεία του, στην κινηματογραφική μεταφορά του έργου, ο κορυφαίος Αγγλος ηθοποιός Αλμπερτ Φίνεϊ. Πρόκειται για έργο ευφυές, με πολλές δραματουργικές αρετές. Γιατί ο συγγραφέας, ενώ αντλεί από την πραγματικότητα του αγγλικού θεάτρου και των περιοδευόντων σαιξπηρικών θιάσων, ενώ ανατομεί την ψυχολογία των ανθρώπων του θεάτρου, δεν κάνει «εγκεφαλογράφημα». Κάνει θέατρο μέσα στο θέατρο, ηθογραφεί τη ζωή και τον επαγγελματικό βίο, τις αγωνίες και το βιοποριστικό αγώνα των θεατρίνων όπου γης. Με αγάπη, κατανόηση, αλλά και κριτική ματιά, «αναπαριστά» τους γερασμένους, όχι σπάνια μεγαλομανείς, συχνά ερωτοτροπούντες με νεαρές θεατρίνες πρωταγωνιστές - θιασάρχες, τον «άνθρωπο» για όλες τις δουλιές τους - τον αμπιγιέρ τους, τη σχέση των θιασαρχικών ζευγαριών, τους δευτεραγωνιστές, τους αποτυχημένους, τους συμπλεγματικούς, τις φιλόδοξες - έτοιμες για όλα - θεατρινούλες, τους αφανείς εργάτες της σκηνής. Θέατρο ζωντανό, χυμώδες, με γνώση της σκηνής και των παρασκηνίων, με δραστικούς, γλαφυρούς διαλόγους, σε καθημερινή, άμεση γλώσσα. Με ευφάνταστη πλοκή, αληθινούς χαρακτήρες, ισοζύγιασμα του δραματικού και κωμικού στοιχείου. Κυρίως με αίσθηση του χιούμορ. Χιούμορ συχνά πικρόγευστο, λεπτά ειρωνικό, αλλά και κάποτε ευφρόσυνα παιγνιώδες.

Το έργο, μεταφρασμένο με θεατρικά εύστροφη και με αίσθηση του χιούμορ γλώσσα από την Εύα Γεωργουσοπούλου, σκηνογραφημένο καλαίσθητα και λειτουργικά (καμαρίνια, παρασκήνιο, σκηνή, προσκήνιο), αφιερωμένο στη μνήμη του αλησμόνητου Αλέξη Μινωτή, καλοτύχισε στα σκηνοθετικά χέρια του Γιώργου Μεσσάλα. Ο Γ. Μεσσάλας, έχοντας ζήσει από κοντά τον Μινωτή, άντλησε «αποχρώσεις» από την ψυχολογία, τα θεατρικά οράματα, το αγέραστο καλλιτεχνικό πάθος του Μινωτή, αλλά και από την ψυχολογία και συμπεριφορά των συνεργατών του και τις επένδυσε στη σκηνοθετική «ανάγνωση», στην ερμηνεία των ρόλων (ως προς τη συμπεριφορά και τα συναισθήματά τους απέναντι στον «Σερ», τον πρωταγωνιστή -θιασάρχη του έργου), αλλά και στη δική του ερμηνεία σ' αυτό το ρόλο. Η σκηνοθετική «ανάγνωση» ενώ δεν υποβάθμισε τα δραματικά στοιχεία, ανέδειξε την «απομυθοποιητική» διάθεση του έργου, βαραίνοντας την πλάστιγγα προς την πλευρά του χιούμορ. Στη χιουμοριστική κατεύθυνση κυρίως κινήθηκαν οι ερμηνείες του Γιώργου Μεσσάλα (με αδρές, πληθωρικές γραμμές) και του Πάνου Χατζηκουτσέλη (με λεπτά, φλεγματικά ειρωνικές, λιτά αισθαντικές, στο ρόλο του ψυχικά διχασμένου, καταπιεσμένου αλλά και ολοκληρωτικά αφοσιωμένου Αμπιγιέρ). Η Ολγα Τουρνάκη εμπλούτισε με τη μεγάλη παιδεία και πείρα της και το υποκριτικό κύρος της, το ρόλο της (Λαίδη). Μέτρο, απλότητα, αλήθεια διακρίνει την Ντένη Θεμελή (Ματζ). Θετικά συμβάλλουν στην καλή παράσταση του «Μοντέρνου Θεάτρου» στην «Αλκυονίδα», οι Θωμαΐς Δεσύλλα, Παναγιώτης Σπηλιόπουλος, Περικλής Μοσχολιδάκης, Σωκράτης Παπαθεοδώρου.


ΘΥΜΕΛΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ