ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 15 Ιούλη 2001
Σελ. /32
ΔΙΕΘΝΗ
ΦΥΛΕΤΙΚΕΣ ΤΑΡΑΧΕΣ ΣΤΗ ΒΡΕΤΑΝΙΑ
Μακρύ, καυτό καλοκαίρι

Από τις ταραχές στην περιοχή του Μπράντφορντ

Associated Press

Από τις ταραχές στην περιοχή του Μπράντφορντ
«Πραγματοποιούσαμε μία ειρηνική διαδήλωση. Η αστυνομία δήλωσε προς όλους μας ότι αξιωματικοί είχαν ελέγξει όλη την περιοχή και πουθενά δεν υπήρχαν μέλη του Εθνικού Μετώπου. Τότε κάποιοι νεαροί ξεπετάχτηκαν μέσα από μία παμπ και άρχισαν να φωνάζουν ρατσιστικά συνθήματα. Επιτέθηκαν σε κάποιους Ασιάτες. Οταν έφτασα στη σκηνή τούς είδα να υψώνουν τα χέρια και να χαιρετούν ναζιστικά. Η αστυνομία εμπόδιζε τους συγκεντρωμένους Ασιάτες να πλησιάσουν την παμπ και έβγαλαν τα κλομπ τους. Εκείνη τη στιγμή άρχισαν οι ταραχές, καθώς μεταξύ των συγκεντρωμένων κυριαρχούσε έντονα το συναίσθημα της έλλειψης εμπιστοσύνης καθώς πίστευαν ότι η αστυνομία γνώριζε για την παρουσία των οπαδών του Εθνικού Μετώπου. Οταν οι ρατσιστές ξεκίνησαν να χτυπούν λυσσαλέα έναν νεαρό Ασιάτη μπροστά στο μπαρ Allinson's λίγα μέτρα πιο πέρα, η αστυνομία παρενέβη απωθώντας τους αντιφασίστες και Ασιάτες διαδηλωτές με βία από το κέντρο της πόλης, όπου λάμβανε χώρα η διαδήλωση, προς τη συνοικία Μάνιγχαμ, που κατοικείται κυρίως από Ασιάτες. Από εκείνη τη στιγμή η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο».

Με τα λόγια αυτά ο Μοχάμαντ Αμράν, τοπικός εκπρόσωπος της Επιτροπής για τη Φυλετική Ισότητα, περιγράφει τις συνθήκες υπό τις οποίες ξεκίνησαν το Σάββατο (7/7) στο Μπράντφορντ της Βορειοδυτικής Αγγλίας τα γεγονότα, που εκτυλίχτηκαν στις χειρότερες φυλετικές ταραχές των τελευταίων 20 ετών. Ταραχές που διήρκεσαν τρεις μέρες και τρεις νύχτες, αφήνοντας την πόλη λαβωμένη και την οργή να ξεχειλίζει. Ο απολογισμός είναι ενδεικτικός της φυλετικής καταιγίδας: Δεκάδες αυτοκίνητα, σπίτια και καταστήματα καμένα και κατεστραμμένα, 120 τραυματίες και περισσότερες από 60 συλλήψεις.

Εν βρασμώ

Μια από τις συγκεντρώσεις Ασιατών στο Μπράντφορντ

Associated Press

Μια από τις συγκεντρώσεις Ασιατών στο Μπράντφορντ
Το Μπράντφορντ είναι η τέταρτη κατά σειρά πόλη σε διάστημα 6 βδομάδων που κυριολεκτικά διαλύεται από τη φυλετική βία. Αυτή τη φορά υπάρχει κάποια λογικοφανής εξήγηση όπου αποδόθηκαν τα επεισόδια. Η πρόκληση εκ μέρους των ακροδεξιών μελών και οπαδών του νεοφασιστικού Εθνικού Μετώπου. Ωστόσο, η λογικοφανής και απολύτως βάσιμη εξήγηση αγγίζει στο απειροελάχιστο την ουσία αυτού του καλοκαιριού της βίας, που δε δείχνει σημάδια κόπωσης παρά τη θερινή ραστώνη. Εξάλλου, το Μπράντφορντ βρίσκεται στην κόψη του ξυραφιού εδώ και μήνες, με τα πρώτα επεισόδια να ξεσπούν την Κυριακή του Πάσχα, στα τέλη Απρίλη.

Η «γρίπη» εξαπλώθηκε γρήγορα στη γειτονική πόλη του Ολνταμ, βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος, αφού για καιρό υπήρξαν σειρά δημοσιευμάτων, που «κοσμούσαν» τις στήλες του τοπικού και πανεθνικού Τύπου, περί των «απαγορευμένων ζωνών για τους λευκούς» που δημιούργησαν «συμμορίες» Ασιατών. Το θερμόμετρο της έντασης ανέβηκε ακόμη περισσότερο με την επίθεση κατά του 76χρονου βετεράνου του πολέμου Γουόλτερ Τσάμπερλεν, που αποδόθηκε σε ρατσιστικά κίνητρα. Διαπίστωση που εντυπώθηκε στη μνήμη των κατοίκων της πόλης παρά το γεγονός ότι τόσο το ίδιο το θύμα όσο και η οικογένειά του αρνήθηκαν το χαρακτηρισμό της ρατσιστικής επίθεσης από Ασιάτες. Οι πρώτες ταραχές ξέσπασαν στις 26 του Μάη, κατά τη φραστική διαφωνία δύο εφήβων, ενός λευκού και ενός Ασιάτη, που εκτυλίχτηκε σε καυγά και κατόπιν σε ταραχές επί τριήμερο.

Σε διάστημα μικρότερο από μία βδομάδα, η «γρίπη» έλαβε τη μορφή επιδημίας και εξαπλώθηκε στη γειτονική πόλη, το Λιντς, και μερικές μέρες αργότερα, στις 26 του Ιούνη, στο Μπάρνλεϊ. Μέχρι τη στιγμή που επέστρεψαν με μεγαλύτερη δριμύτητα στο Μπράντφορντ. Το Μπράνφορντ, των 484.000 κατοίκων, όπου το 18% του τοπικού πληθυσμού ανήκει σε εθνικές μειονότητες, κυρίως οικονομικών μεταναστών από το Πακιστάν, το Μπανγκλαντές και τη Σρι-Λάνκα. Μία αναλογία που συναντάται σε όλες τις προαναφερόμενες πόλεις, οι οποίες αποτελούν την καρδιά του πάλαι ποτέ ανθίζοντα βιομηχανικού βορρά.

Μετά την καταιγίδα

«Συνεχώς αυξανόμενα στοιχεία καταδεικνύουν ότι ο πόθος για πρόκληση ταραχών είναι και ο λόγος για την πρόκλησή τους», θα παρατηρήσει σκωπτικά η έγκριτη βρετανική εφημερίδα The Times, στο κύριο άρθρο της, τη Δευτέρα 9 του Ιούλη, βρίσκοντας μάλιστα αναλογίες με παρόμοια γεγονότα φυλετικών συγκρούσεων που συγκλόνισαν τη Βρετανία το καλοκαίρι του 1981, τα οποία ξεκίνησαν από το Μπρίξτον και συγκλόνισαν όλη τη βρετανική πρωτεύουσα, το Λονδίνο, αλλά και τα περισσότερα αστικά κέντρα της Βρετανίας, όπως το Λίβερπουλ, το Μπίρμιγχαμ, το Μπρίστολ κ.ά. Βέβαια, η καλή και έγκριτη εφημερίδα ξεχνά, με πολλή δεξιοτεχνία μάλιστα, το κυριότερο συμπέρασμα της επιτροπής του βρετανικού Κοινοβουλίου, που διεξήγαγε τις έρευνες για τις ταραχές τότε και συνοψίζεται στα λόγια της έκθεσης του επικεφαλής της επιτροπής, λόρδου Σκάρμαν: «Η φυλετική ανισότητα είναι γεγονός και στοιχείο της βρετανικής κοινωνίας και ήταν, είμαι απολύτως βέβαιος, ο κύριος παράγοντας για την πρόκληση των επεισοδίων του Μπρίξτον» (BBC-Long history of racial violence).

Οπως σημειώνει σε όλες τις τελευταίες αναλύσεις της με αφορμή τα γεγονότα και η επίσης βρετανική εφημερίδα Guardian, όλα τα επεισόδια, και ειδικά αυτά που ξέσπασαν για δεύτερη φορά στο Μπράνφορντ, ήταν «αναμενόμενα», μόλις έξι χρόνια μετά τις τελευταίες ταραχές, «καθώς πολύ λίγα άλλαξαν παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποσχέθηκε να καταπολεμήσει τόσο το ρατσισμό όσο και τη φτώχεια και την ανεργία». «Το κυριότερο συμπέρασμα που συνάγεται είναι ότι ελάχιστα μαθήματα έχουν διδαχθεί από τα γεγονότα του 1981», σημειώνει επίσης η Guardian.

Το κυριότερο είναι ότι αυτό που σίγουρα δε διδάχθηκε, και δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί, εάν αναλογιστεί κανείς την πολιτική που έχουν ακολουθήσει τα τελευταία 20 χρόνια διαδοχικά οι κυβερνήσεις τόσο των Εργατικών του Τόνι Μπλερ, όσο και των Συντηρητικών της Μάργκαρετ Θάτσερ, είναι ο τρόπος να καταπολεμηθεί η ανεργία, η φτώχεια, η εξαθλίωση και η κοινωνική και φυλετική ανισότητα.

Ειδικά γίνεται αναφορά στις πόλεις του βιομηχανικού βορρά, που κατοικούνται και από πολλούς μετανάστες, κυρίως από τις ασιατικές πρώην βρετανικές αποικίες, που κατέφθασαν στη Βρετανία κατά τις δεκαετίες του '50 και του '60 προκειμένου να δουλέψουν κυρίως στις υφαντουργικές βιομηχανίες αλλά και να καλύψουν τις κατώτατες θέσεις εργασίας στη βιομηχανία, με πολύ χαμηλές έως μηδαμινές αποδοχές. Κατά την τελευταία κυρίως δεκαετία, το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της βρετανικής βιομηχανίας επέβαλλε το κλείσιμο των παραδοσιακών αυτών βιομηχανιών, πολιτική που οδήγησε στη συρρίκνωση της οικονομίας της περιοχής και κατά συνέπεια σε μαρασμό τις τοπικές κοινωνίες. Η ανεργία μαστίζει αυτές τις πόλεις και τα ποσοστά ανέργων στις τάξεις των μειονοτήτων είναι υπερδιπλάσια από αυτά των λευκών. Χαρακτηριστικά, σύμφωνα με την τοπική εφημερίδα Oldham Evening Chronicle, εκτός της συνεχιζόμενης πολιτικής της φυλετικής ανισότητας, η ανεργία ανάμεσα στις μειονότητες είναι τεράστια, κυμαινόμενη περίπου στο 25% για τους κατοίκους με καταγωγή από το Μπανγκλαντές και 16% γι' αυτούς που έχουν καταγωγή από το Πακιστάν, ενώ για τους νέους Ασιάτες το ποσοστό ανέργων φθάνει μέχρι και το 40%, τη στιγμή που το επίσημο πανεθνικό ποσοστό δεν ξεπερνά το 5%!

Αλλά η κοινωνική ανισότητα δε σταματά στα γκέτο των μειονοτήτων. Σύμφωνα με την κυβερνητική μελέτη, που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα, το Index of Deprivartion, η πόλη του Μπράντφορντ είναι ανάμεσα στις χειρότερες πόλεις (64η θέση ανάμεσα σε 354), σε σχέση με την εξαθλίωση, την πείνα, την ανεργία, τα ναρκωτικά και την εγκληματικότητα. Και όπως σε πολλές ημιαστικές περιοχές, όπου παρατηρείται αυτή η ολοκληρωτική διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, μπορεί οι μειονότητες να είναι αυτές που υποφέρουν πρώτα, αλλά και οι λευκοί κάτοικοι έχουν κοινή μοίρα. Σε αυτές τις περιοχές ακριβώς είναι που νεοφασιστικές ομάδες, όπως το Εθνικό Μέτωπο, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για δράση, καυτηριάζοντας την κοινωνική εξαθλίωση που μαστίζει και τους λευκούς κατοίκους. Μία δράση, που εστιάζει το βάρος της προπαγάνδας στο ότι «οι μετανάστες φταίνε», δημιουργεί στρεβλό ανταγωνισμό και ανεβάζει κατ' αυτόν τον τρόπο τις εντάσεις που ξεσπούν ανάμεσα στις κοινότητες, αντί να βρουν το στόχο, που δεν είναι άλλος από την πολιτική που δημιουργεί την εξαθλίωση...


Χριστίνα ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ


ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
Η «δημοκρατία» εξακολουθεί να σκοτώνει

Εδώ και λίγα χρόνια στην επαρχία Κοριέντες, η νέα τότε ακόμα κυβέρνηση του σοσιαλδημοκρατικού συνασπισμού «Αλιάνσα» έδινε το πράσινο φως για μία επίθεση της αστυνομίας ενάντια σε χιλιάδες πεινασμένους διαδηλωτές που είχαν κλείσει μία από τις σημαντικότερες γέφυρες της επαρχίας. Αποτέλεσμα της αστυνομικής βίας, ήταν να πέσουν νεκροί δύο από τους εργαζόμενους διαδηλωτές.

Μετά ήρθε η σειρά της επαρχίας Σάλτα, όπου τον περασμένο Νοέμβρη ένας παρατεταμένος αποκλεισμός εθνικών οδών έληξε με τη δολοφονία του ανέργου Ανίμπαλ Βερόν. Αυτή τη φορά, δεκάδες διαδηλωτές πρώην άνεργοι οικοδόμοι απέκλεισαν, πάνω από 20 ημέρες, την εθνική οδό της επαρχίας απαιτώντας μία άθλια αύξηση μισθών. Οι «απαιτητικοί» ζητούσαν 600 δραχμές (!) την ώρα για μία δουλιά σκλάβων.

Καθώς, όμως, οι αρχές της επαρχίας αρνήθηκαν την οποιαδήποτε παραχώρηση, οι εργαζόμενοι βγήκαν στους δρόμους και απέκλεισαν τη στρατηγική Εθνική Οδό 34 στην περιοχή Χενεράλ Μοσκόνι, 300 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα της επαρχίας Σάλτα.

Την 1η Ιουλίου του τρέχοντος έτους, ένας τοπικός δικαστής, γνωστός για τις φασιστικές του ιδέες, διέταξε ένα τάγμα 400 αστυνομικών να προχωρήσει στη διάλυση μίας διαδήλωσης διαμαρτυρίας. Βέβαια, υπολόγιζε με τη στήριξη του υπουργού Δημοσίας Τάξης, Μάριο Μάτοβ, ο οποίος δικαιολόγησε την επέμβαση της αστυνομίας λέγοντας ότι οι διαδηλωτές προσπάθησαν να κάνουν κατάληψη σε σημαντικό διυλιστήριο πετρελαίου με σκοπό την «ανατίναξή» του. Με τη δήλωσή του αυτή ο υπουργός απλώς προετοίμαζε το έδαφος για να παρουσιάσει, για άλλη μία φορά, τα θύματα ως θύτες.

Οι αστυνομικοί προχώρησαν στη βίαιη καταστολή των εκατοντάδων διαδηλωτών, οι οποίοι προσπάθησαν να αμυνθούν με ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Η όλη επιχείρηση διήρκεσε δύο ώρες και ο απολογισμός των πυροβολισμών των αστυνομικών ήταν δύο νεκροί οι οποίοι δεν είχαν καμία σχέση με τα γεγονότα: Ο Κάρλος Σαντιγιάν, 27 χρόνων, τον οποίο τον πέτυχε ένα βλήμα από αυτά που χρησιμοποιεί ο στρατός και η αστυνομία και ένας νεαρός 16 χρόνων, ο Χοσέ Οσκαρ Μπάριος, που δέχτηκε μία σφαίρα στο γοφό, ένα χιλιόμετρο μακριά από το σημείο των ταραχών. Ακόμα, καταγράφηκαν 50 περίπου τραυματίες από σφαίρες, μεταξύ των διαδηλωτών και των αστυνομικών, καθώς και πολλές συλλήψεις.

Καθώς δεν μπορούσε να είναι αλλιώς, η εκδοχή του υπουργείου Δημόσιας Τάξης, του δικαστή και του αρχηγού της αστυνομίας μιλάει για «ενέδρα» των διαδηλωτών που οπλοφορούσαν, ενώ ο υπουργός Μ. Μάτοβ συμπλήρωνε με έμφαση ότι «είναι ανατρεπτικές ομάδες, στις οποίες έχουν αναμειχθεί και κοινοί εγκληματίες». Παράλληλα, ο κυβερνήτης της επαρχίας, Ρομέρο, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόνιζε ότι «πρόκειται για μικρές ομάδες, ωθούμενες από ποιος ξέρει τι συμφέροντα (!) που προσπαθούν να αποσταθεροποιήσουν το δημοκρατικό σύστημα». Τι σύμπνοια, αλήθεια, μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης!

Θερίζει η πείνα και η ανεργία

Ωστόσο, ένα πράγμα δεν μπόρεσαν να αρνηθούν οι ιθύνοντες, ότι ο λαός έχει πια μπουχτίσει. Στην επαρχία Σάλτα τα 2/3 των νεαρών κάτω των 14 χρόνων βρίσκονται σε κατάσταση φτώχειας, ένα άλλο 1/5 ζει στην απόλυτη αθλιότητα και σχεδόν 100.000 άτομα επιβιώνουν με πραγματικά έσοδα μόλις 240 δραχμών την ημέρα. Στο Χουχούι, την τελευταία βδομάδα του Ιούνη άλλη μία βίαιη καταστολή ενάντια σε πεινασμένους άνεργους που είχαν στήσει οδοφράγματα, έληξε με πολλούς τραυματίες και πολλές συλλήψεις. Στο Ροσάριο, η μεγάλη πείνα που πλήττει τον πληθυσμό, είχε σαν αποτέλεσμα, σε περιθωριακές συνοικίες να εξαφανιστούν κυριολεχτικά τα σκυλιά και οι γάτες και αυτό όχι ακριβώς λόγω της παρουσίας της δημοτικής υπηρεσίας που συλλαμβάνει τα αδέσποτα, του γνωστού σε μας μπόγια.

Το μαχαίρι έφτασε στο κόκαλο και για τις χιλιάδες μέλη του Κινήματος Ανεργων Εργαζομένων, που στην επαρχία του Μπουένος Αϊρες και σε άλλα μέρη της χώρας έχουν αποκλείσει δρόμους και εθνικές οδούς όπου και κατασκήνωσαν, απαιτώντας πλήρες ωράριο εργασίας ή στη χειρότερη περίπτωση την πρόσβαση στα λεγόμενα Σχέδια Εργασίας (ένας ευφημισμός που εφηύραν μερικές τοπικές κυβερνήσεις) για ένα άθλιο ωρομίσθιο.

Ακόμα, οι εργαζόμενοι των Αργεντινών Αερογραμμών βρίσκονται επί ποδός πολέμου εδώ και μήνες σε μία εκστρατεία αντίστασης ενάντια στην ολέθρια πολιτική ιδιωτικοποίησης της ισπανικής IBERIA, που έφερε την εθνική εταιρία στο χείλος της χρεοκοπίας, απειλώντας με απόλυση χιλιάδες εργαζόμενους. Εδώ να πούμε ότι ο πρώην Πρόεδρος Μένεμ είχε ιδιωτικοποιήσει την εθνικές αερογραμμές της Αργεντινής, οι οποίες στη συνέχεια πέρασαν στα χέρια της ισπανικής εταιρίας, με τις ολέθριες συνέπειες που ήδη αναφέραμε. Ετσι, λοιπόν, οι εργαζόμενοι στις Αργεντινές Αερογραμμές έχουν κατασκηνώσει μαζικά στο αεροδρόμιο Εσέλσα εμποδίζοντας την απογείωση των αεροπλάνων και καλώντας σε μποϊκοτάζ των ισπανικών προϊόντων. Οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν με αυτόν τον τρόπο τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, υπό τις επιταγές του ΔΝΤ, που ασκούν Αμερικανοί και Ευρωπαίοι και που οδηγεί στη διάλυση, ουσιαστικά, του εθνικού αερομεταφορέα.

Μπροστά στη συνεχώς αυξανόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια και διαμαρτυρία ενάντια στα οικονομικά σχέδια και τις πολιτικές άγριου καπιταλισμού, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Προέδρου Ντε Λα Ρούα και η αξιωματική αντιπολίτευση συμφώνησαν να προσπαθήσουν να ανακόψουν το κύμα διαμαρτυριών, επιλέγοντας - μια και δεν είναι ιδιαίτερα πρωτότυποι - τη γνωστή συνταγή της καταστολής, σπέρνοντας τρόμο και θάνατο.

«Στην Αργεντινή του απέραντου πλούτου ούτε καν χρειάζονται οι στρατιωτικές δικτατορίες», αναφέρει σε άρθρο του στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Ρεμπελιόν» ο Κάρλος Ασναρές, «για την εγκαθίδρυση του αυταρχισμού. Χάρη στους, τηλεκατευθυνόμενους από την Ουάσιγκτον, "δημοκράτες", όποιος διεκδικεί δουλιά και ψωμί, τον συλλαμβάνουν ή τον πυροβολούν. Και σε μερικές περιπτώσεις, όπως συνέβη πρόσφατα στην κόρη της Προέδρου της οργάνωσης Μητέρες της Πλατείας του Μάη, θα γίνει προσπάθεια τρομοκράτησης των αγωνιστών, βασανίζοντας και ενοχλώντας με τη σφραγίδα των παλαιών Ταγμάτων θανάτου».

«Ωστόσο, ο λαός δεν είναι διατεθειμένος να εξακολουθεί να δέχεται απανωτά χαστούκια», συνεχίζει ο Κάρλος Ασναρές, «η δυσαρέσκεια θα φέρει αναμφίβολα και άλλες απαντήσεις από τα κάτω. Και οι αντιδραστικές λατινοαμερικάνικες κυβερνήσεις ήδη γνωρίζουν από προηγούμενη πείρα, ότι όποιος παράγει κρατική βία, δεν αργεί να βρεθεί αντιμέτωπος με τη δικαιολογημένη και αναγκαία οργή των καταπιεσμένων. Ηδη οι εθνικές οδοί και οι δρόμοι της Αργεντινής που έχουν αποκλειστεί επ' αόριστον και ο μαύρος καπνός από τα καμένα λάστιχα, κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Οπως και μερικοί τοίχοι στο Μπουένος Αϊρες που φωνάζουν αυτό που μπορεί να έρθει: "Αν δε σου δίνουν να φας, φάε τους πλούσιους"».


Γ. ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΗ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ