Η καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, η απαξίωση της εργατικής δύναμης και μέρους του κεφαλαίου είναι μονόδρομος για την πλουτοκρατία και νομοτέλεια στην κρίση. Εκεί στοχεύουν όλα τα μέτρα που μειώνουν την τιμή της εργατικής δύναμης, όπως η κατάργηση εργατικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, οι περικοπές μισθών και συντάξεων, η γενίκευση της προσωρινής απασχόλησης και των ελαστικών σχέσεων, η αύξηση της ανεργίας κ.λπ. Στην παρούσα φάση, οξύνονται οι αντιπαραθέσεις και για την ελεγχόμενη καταστροφή κεφαλαίου, μέσω της αναδιάρθρωσης του χρέους, με «κούρεμα» ή επιμήκυνση αποπληρωμής των δανείων.
Η πλουτοκρατία και τα κόμματά της παρουσιάζουν σαν «μονόδρομο» και «ρεαλισμό» την υποταγή του λαού στην πολιτική τους. Κρύβουν τις πραγματικές αιτίες της καπιταλιστικής κρίσης και προσπαθούν να τρομοκρατήσουν με τα ελλείμματα και το χρέος που δημιούργησε η πολιτική υπέρ της πλουτοκρατίας, για να νομιμοποιήσουν στις λαϊκές συνειδήσεις τα μέτρα που έχουν από ελάχιστη έως καμιά σχέση με τα δημοσιονομικά μεγέθη τα οποία επικαλούνται.
Πάνω στο έδαφος αυτής της προπαγάνδας, από τη μια, και της ανάγκης που έχει το κεφάλαιο να προωθεί διαρκώς μέτρα που κάνουν φθηνότερη την εργατική δύναμη, φύονται τα σχέδια για την αναμόρφωση του πολιτικού σκηνικού και για «εθνική συνεννόηση» μεταξύ των αστικών κομμάτων, που θα φτάνει μέχρι και το επίπεδο της διακυβέρνησης, προκειμένου να σταθεροποιηθεί το αστικό πολιτικό σύστημα και να μη διαταραχθεί επικίνδυνα για το κεφάλαιο και τα κόμματά του.
Ρεαλιστικό για τους εκπροσώπους της πλουτοκρατίας είναι εκείνο που κάθε φορά εξυπηρετεί καλύτερα και αποτελεσματικότερα τα μονοπώλια. Για να αποσπάσουν τη συναίνεση, μιλούν για «ρεαλισμό» και για «κοινά συμφέροντα» εργαζομένων - κεφαλαίου. Ως ρεαλιστικό, δηλαδή, προβάλλεται το συμφέρον εκείνων που έχουν υπέρ τους το συσχετισμό δύναμης, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι αρνητικός για το λαό.
Η ρεαλιστικότητα μιας πολιτικής πρότασης δεν καθορίζεται από το συσχετισμό δύναμης, αλλά από τις αντικειμενικές συνθήκες που περιγράφουν την εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας. Η αξεπέραστη, βασική αντίθεση του καπιταλισμού, η κοινωνικοποιημένη παραγωγή από τη μια, και, από την άλλη, η ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της από μια χούφτα πλουτοκράτες, είναι αυτή που δημιουργεί υπερπαραγωγή προϊόντων και υπερσυσσώρευση κεφαλαίων στην άναρχη παραγωγή, δημιουργώντας αλλεπάλληλες κρίσεις.
Οσοι ανάγουν το δημόσιο χρέος σε βασικό ζήτημα της κρίσης και καλούν το λαό να πάρει μέρος στη συζήτηση για τη μείωσή του και, πολύ περισσότερο, να συμμετέχει ενεργά στην αποπληρωμή του, κρύβουν ότι το χρέος και η κρίση έχουν την ίδια αιτία, το καπιταλιστικό κέρδος, που πρέπει να ξεπατωθεί για να δοθεί διέξοδος από τη σκοπιά των λαϊκών συμφερόντων. Ακόμα κι αν σήμερα σε κοινωνικό επίπεδο δεν έχουν διαμορφωθεί οι συσχετισμοί για τον άλλο δρόμο ανάπτυξης, αυτό σε τίποτα δεν αναιρεί την ώριμη ανάγκη να ξεπεραστεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, να κοινωνικοποιηθούν τα βασικά και συγκεντρωμένα μέσα, όπως προτείνει το ΚΚΕ.
Η λαϊκή εξουσία και οικονομία, η αποτίναξη, δηλαδή, της μισθωτής σκλαβιάς και η οργάνωση της παραγωγής με γνώμονα την εξυπηρέτηση των λαϊκών συμφερόντων, η αξιοποίηση του πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι για την ικανοποίηση των δικών τους αναγκών και όχι για τα κέρδη των μονοπωλίων, είναι ώριμη ανάγκη από τα ίδια τα πράγματα. Αυτήν του την πρόταση, για σύγκρουση και ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, για λαϊκή εξουσία και οικονομία, βάζει το ΚΚΕ στο επίκεντρο της συζήτησης με το λαό.
Ταυτόχρονα, δουλεύει για την οργάνωση και ανάπτυξη του εργατικού λαϊκού κινήματος, τη λαϊκή συμμαχία και αντεπίθεση, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για αλλαγή των αρνητικών συσχετισμών, για να αλλάξει η τάξη που έχει στα χέρια της την εξουσία και όχι απλά μια κυβέρνηση.
Η λαϊκή εξουσία και οικονομία είναι ώριμη και αναγκαία, γιατί συμφέρει τους εργατοϋπάλληλους και τα λαϊκά στρώματα, τους παραγωγούς του πλούτου, τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού. Οι ίδιες οι παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας αποδεικνύουν ότι υπάρχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για μια ριζικά διαφορετική οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας με βασικό χαρακτηριστικό τη μετατροπή της ιδιοκτησίας του μεγάλου κεφαλαίου σε κοινωνική ιδιοκτησία και δίπλα της τον παραγωγικό συνεταιρισμό.
Μια λαϊκή οικονομία με εργατικό και λαϊκό έλεγχο, με κεντρικό, επιστημονικά οργανωμένο σχεδιασμό, που μπορεί να απελευθερώσει τις εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες, γιατί έχει γνώμονα τη συνδυασμένη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Μόνο η λαϊκή οικονομία μπορεί να εξαλείψει οριστικά την αναρχία της παραγωγής, τη ζούγκλα του ανταγωνισμού των μονοπωλιακών ομίλων για το μεγαλύτερο κέρδος. Μόνο η λαϊκή εξουσία μπορεί να αξιοποιήσει και να κατανείμει σε αυτήν την κατεύθυνση το σύνολο του εργατικού δυναμικού της χώρας, εξαλείφοντας την ανεργία.
Οι εγχώριες παραγωγικές δυνατότητες της Ελλάδας αναδεικνύουν τις δυνατότητες ανάπτυξης υπέρ του λαού και ικανοποίησης των λαϊκών αναγκών. Η Ελλάδα έχει ορυκτό πλούτο και ενεργειακές πηγές, η βιομηχανική παραγωγή μπορεί να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες του κλάδου των κατασκευών σε τσιμέντο και άλλα δομικά υλικά, ενώ η μηχανοποίηση του κλάδου των κατασκευών καλύπτει γενικά τις ανάγκες κατασκευής δημόσιων έργων υποδομής.
Είναι απολύτως ρεαλιστικό να καλυφθούν οι εγχώριες διατροφικές ανάγκες και να σταματήσουν οι εισαγωγές σε προϊόντα που διαθέτει η Ελλάδα και μπορεί να παράγει. Υπάρχει σημαντική μηχανοποίηση της γεωργίας και ήδη συγκεντρωμένη κτηνοτροφία, έχει σημαντική παραγωγή πολλών προϊόντων της γεωργίας και της κτηνοτροφίας που μπορεί να καλύψει το μεγαλύτερο μέρος των εγχώριων αναγκών κατανάλωσης και να στηρίξει τη βιομηχανία τροφίμων σε πολλούς κλάδους της. Παράγει καλής ποιότητας βαμβάκι και διαθέτει σημαντική βάση παραγωγής κλωστοϋφαντουργίας και ένδυσης - υπόδησης και σχετική τεχνογνωσία. Παράλληλα, σημαντική υποδομή υπάρχει στη βιομηχανία μετάλλου, στη ναυτιλία και το ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο κ.ά.
Η λαϊκή εξουσία θα εξοικονομήσει σημαντικούς πόρους που σπαταλώνται σήμερα στο πλαίσιο της αστικής στρατηγικής για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και της εξουσίας των μονοπωλίων. Ενδεικτικά αναφέρουμε: