Associated Press |
«Παρ' όλα αυτά - συμπλήρωνε - δεν είναι τόσο αργά σήμερα να υπάρξει αναπροσανατολισμός, έστω στο συγκεκριμένο ζήτημα της σχέσης με την ΠΓΔΜ.
Στο συγκεκριμένο ζήτημα η παραπληροφόρηση της κοινής γνώμης έφτασε στο απόγειο. Σήμερα που ευρύτερα αναγνωρίζεται ότι n πολιτική της ονοματολογίας ήταν λαθεμένη, δεν ακούγεται ούτε μια καλή λέξη από τις ηγεσίες για τις θέσεις του ΚΚΕ που επιβεβαιώθηκαν. Για άλλη μια φορά, αποκαλύπτεται ότι η αντικειμενική πληροφόρηση έχει καταντήσει πολυτέλεια για τον ελληνικό λαό.
Μόλις στο τέλος του '92 αλλάζει δειλά θέση ο Συνασπισμός, δηλαδή εκ των υστέρων και αφού νομιμοποίησε τη λαθεμένη πολιτική. Και πάλι n στροφή του είναι μισή, αφού φιλοδοξεί να γίνει ο νονός της γειτονικής Δημοκρατίας, επιβάλλοντας το ένα ή το άλλο όνομα.
Ο ρόλος του κ. Σαμαρά αποδείχτηκε επικίνδυνος και καταλυτικός στο σημερινό αδιέξοδο. Η στάση του, αρχικά, θα μπορούσε να ερμηνευτεί ως προσπάθεια να μετριάσει τις βαριές ευθύνες του για την υπογραφή του στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας. Ομως, έτσι και αλλιώς, δεν ήταν όλες δικές του, δεδομένου ότι του προσφέρθηκε πλήρης κάλυψη από την κυβέρνηση της ΝΔ. Σήμερα, ο κ. Σαμαράς εγκαλείται για κλασικό εθνικισμό και κομματική εκμετάλλευση ενός προβλήματος, αδιαφορώντας για τους κινδύνους που διατρέχει n χώρα από τη συνολική κατάσταση που επικρατεί στα Βαλκάνια».
Ακόμα, υπογράμμιζε η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, η κοινή γραμμή πλεύσης των κομμάτων αποτυπώνεται:
«Αντιμετώπισαν - τόνιζε - με αντικομμουνιστικές, συκοφαντικές επιθέσεις και λοιδορίες τις σωστές και πατριωτικές θέσεις του ΚΚΕ. Το θέμα δεν αφορά τη στάση απέναντι σε ένα κόμμα, αλλά την ατμόσφαιρα που δημιουργείται. Εδώ πήραν μέρος και δημοσιογράφοι, παράγοντες, ειδικοί που φανάτισαν την κοινή γνώμη για ένα διάστημα. Νόμισαν πως βρήκαν την ευκαιρία να χτυπήσουν την ιστορία και κυρίως τη σημερινή παρουσία του ΚΚΕ που οι θέσεις του επιβεβαιώθηκαν πανηγυρικά».
Επιπλέον, όπως επισήμαινε τότε η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, τα κόμματα:
Στις 23 Μάρτη του 1994, η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα, σε συνέντευξη Τύπου, κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στη Λάρισα, είχε ερωτηθεί από δημοσιογράφους για το πώς σχολιάζει τα συλλαλητήρια για το λεγόμενο «Σκοπιανό». Τόνισε τότε:
«Το ΚΚΕ απευθύνει κάλεσμα στη νεολαία, στη διανόηση, στους εργαζόμενους, να οργανώσουν κοινό μέτωπο εναντίον της ιδεολογικής και πολιτικής κατήχησης και του ψυχολογικού πολέμου που λαμβάνουν χώρα αυτή την περίοδο, με επίκεντρο το "εμπάργκο" κατά της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και με σύνθημα "η Μακεδονία είναι ελληνική". Εχουμε μια απόπειρα να διεισδύσει το δηλητήριο του εθνικισμού και του σοβινισμού στο σώμα του ελληνικού λαού. Και το έγκλημα συνίσταται στην προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί η μαθητική νεολαία, ιδιαίτερα του Γυμνασίου, ακριβώς διότι ο ελληνικός λαός γενικότερα - ανεξάρτητα από τη γνώμη που έχει για το όνομα της γειτονικής Δημοκρατίας - δεν είναι διατεθειμένος να προχωρήσει σε μια υιοθέτηση εθνικιστικής και σοβινιστικής γραμμής.
Θεωρούμε απαράδεκτη τη στάση του υπουργού Παιδείας κ. Φατούρου, ο οποίος, αν δε σιγοντάρει τη στάση Νομαρχών σε όλη την Ελλάδα - που δίνουν εντολή να κλείσουν τα σχολεία - τουλάχιστον την ανέχεται, γεγονός που αντιβαίνει στο ρόλο του υπουργείου.
Πρόκειται για ένα θέμα πολιτικό και δεν μπορεί να χρησιμοποιούνται τα σχολεία για την εξυπηρέτηση πολιτικής, κομματικής σκοπιμότητας και δεν έχει σχέση με την ανάγκη μιας πατριωτικής και διεθνιστικής έξαρσης που χρειάζεται - και πρέπει απ' όλους να στηριχτεί - για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας της χώρας μας και της ειρήνης στα Βαλκάνια.
Το ζήτημα της μεταχείρισης των μαθητών θα το φέρουμε ευρύτερα στην κοινωνία. Εμείς, βεβαίως, είμαστε σίγουροι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των μαθητών, πηγαίνοντας στα "στημένα" συλλαλητήρια, έχει την εντύπωση, θεωρεί, ότι υπερασπίζεται την ειρήνη, τα δικαιώματα της Ελλάδας και των βαλκανικών λαών. Ομως, αυτοί που τους καλούν στα συλλαλητήρια, είτε είναι βουλευτές, είτε πολιτικοί, είτε εκκλησιαστικοί παράγοντες, όπως ο μητροπολίτης Δημητριάδος Χριστόδουλος, αλλού στοχεύουν».
Ερωτώμενη σχετικά με το διάλογο με τη γειτονική χώρα, η Αλ. Παπαρήγα είχε σημειώσει:
«Υπάρχει μια τοποθέτηση της γειτονικής κυβέρνησης, εδώ και δυο χρόνια, στο λεγόμενο πακέτο Πινέιρο, την οποία, επισήμως, δεν έχει αναιρέσει. Εκεί φαίνεται ότι δίνονταν όλες οι εγγυήσεις, οι ουσιαστικές, για τη συμβίωση και τη συνεργασία με το γειτονικό κράτος.
Ο κ. Γκλιγκόροφ, σε επιστολή του, επαναλαμβάνει αυτά τα ζητήματα με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο. Να καθίσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Εκεί θα φανεί αν ο κ. Γκλιγκόροφ λέει την αλήθεια, αν είναι διατεθειμένος, αυτά που έβαλε στο χαρτί, να τα τηρήσει. Δεν μπορεί αλλιώς να το εξακριβώσουμε. Αν δουν ότι τους κοροϊδεύει, μπορούν να φύγουν απ' τις διαπραγματεύσεις. Αν "έχει ψωμί", να καθίσουν. Και βεβαίως πρέπει να αρθεί το "εμπάργκο". Δεν το λέμε αυτό, γιατί το ζητάει η "Ευρωπαϊκή Ενωση" - είμαστε αντίθετοι στις επεμβάσεις - αλλά γιατί τα μέτρα αυτά είναι λαθεμένα, αποπροσανατολιστικά και αναποτελεσματικά».