ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 13 Δεκέμβρη 2008
Σελ. /32
Για τη Σχέση Αντικειμενικού-Υποκειμενικού Παράγοντα και τα Παρεπόμενά της

Σύντροφοι,

Στην παρέμβασή μου και δεδομένου του αναγκαστικά περιορισμένου χώρου, θα αποφύγω να αναφερθώ στα αρκετά αξιόλογα σημεία του κειμένου, διότι θεωρώ την κριτική ως σημαντικότερη ατομική συνεισφορά προς το κομματικό γίγνεσθαι.

Σε αυτήν την κατεύθυνση θα ήθελα να τονίσω πως το βασικό θεωρητικό πρόβλημα που ανακύπτει από το κείμενο είναι η σχέση του αντικειμενικού και του υποκειμενικού παράγοντα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μένει μετέωρο και ίσως τελικά αναπάντητο τι είναι αυτό που σήμανε την αντίστροφη μέτρηση για την προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Το κείμενο εντοπίζει το σημείο, όπου ξεκίνησε αυτή η αντίστροφη μέτρηση (20ό Συνέδριο, μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν, κλπ.) και τούτο σε μια πρώτη - περιγραφική - προσέγγιση είναι σημαντικό, ωστόσο δεν είναι σαφή τα, σε τελική ανάλυση, αίτια αυτής της εξέλιξης. Θέλω να πω, ότι δημιουργείται η αίσθηση μιας κυκλικής επεξήγησης. Η απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του ΚΚΣΕ και τα δεξιά οπορτουνιστικά στοιχεία φέρονται ως αιτία των οικονομικών αλλαγών (χαλάρωση της σχεδιοποίησης, κλπ.) και από την άλλη οι οικονομικές αλλαγές φέρονται ως αιτία της απώλειας των επαναστατικών χαρακτηριστικών του ΚΚΣΕ.

Βεβαίως, αυτές οι σχέσεις δεν μπορεί παρά να είναι διαλεκτικές, αμφίδρομες, ωστόσο δεν μπορεί η διαλεκτική να απολήγει στην κυκλικότητα. Οι διαλεκτικές σχέσεις είναι σχέσεις επικαθορισμού και τούτο συμβαίνει και στη σχέση αντικειμενικού και υποκειμενικού παράγοντα. Ο υποκειμενικός παράγοντας εξακολουθεί να επικαθορίζεται από τον αντικειμενικό και στη φάση του σοσιαλισμού, η αλλαγή έγκειται πως με το σοσιαλισμό η πορεία και η τύχη της ανθρωπότητας διαμεσολαβείται περισσότερο από την ανθρώπινη συνείδηση. Η συνείδηση διαδραματίζει αναβαθμισμένο ρόλο στο σοσιαλισμό, τούτο όμως δε σημαίνει πως αποκόπτεται από το κοινωνικό Είναι.

Για να αναφερθώ σε πιο συγκεκριμένα παραδείγματα, σύμφωνα με το κείμενο «Ο άνθρωπος γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Από εδώ απορρέει και ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα, σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων» (θ. 21). Τούτη η πρόταση χρήζει ορισμένων παρατηρήσεων, με τον κίνδυνο, ίσως, να κομίσω γλαύκα στην Αθήνα.

Κατ' αρχάς, ο Μαρξ μιλώντας για βασίλειο της ελευθερίας αναφέρεται στην ελευθερία του οικονομικού και φυσικού (από τη Φύση) καταναγκασμού, δεν πρόκειται για μία «ελευθερία» σε σχέση με τη λειτουργία του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να είναι «ελεύθερος» από το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, με μια έννοια ελευθερίας αστική.

Δεδομένου αυτού, αν δούμε, όπως και πρέπει, τον υποκειμενικό παράγοντα ως επικαθοριζόμενο από τον αντικειμενικό, το προαναφερθέν απόσπασμα σημαίνει πως με το πέρασμα στο σοσιαλισμό, οι κοινωνικές διαδικασίες διαμεσολαβούνται ολοένα και περισσότερο από την ανθρώπινη συνείδηση. Η συνείδηση εξακολουθεί να υπόκειται στον προσδιορισμό του κοινωνικού Είναι, με τη διαφορά πως το τελευταίο κάνει την εμφάνισή του ολοένα και περισσότερο μέσα από τη συνείδηση.

Αντίθετα, αν πέσουμε στην παγίδα να θεωρήσουμε τον αντικειμενικό και τον υποκειμενικό παράγοντα ως δύο ξεχωριστές κατηγορίες, το παραπάνω απόσπασμα σημαίνει πως με το πέρασμα στο σοσιαλισμό ισχύει ένας οιονεί ιδεαλισμός, όπου οι κομμουνιστικές ιδέες «υπερίπτανται» της κοινωνίας. Στο βαθμό που ισχύει η διάκριση αντικειμενικού/υποκειμενικού παράγοντα και δεν έχει αναιρεθεί από τη σύνθεσή τους (με την εγελιανή έννοια), ο αντικειμενικός παράγοντας έχει πάντα τον επικαθοριστικό ρόλο.

Σε αυτή τη βάση αδυνατώ να κατανοήσω διαβάζοντας το κείμενο, τι ήταν αυτό που έκανε το ΚΚΣΕ να χάσει (ή να χάνει) τα επαναστατικά του χαρακτηριστικά από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, πέραν της γενικής και αφηρημένης (όσο και σωστής) επισήμανσης πως «παραμένει η υλική βάση του οπορτουνισμού σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και όσο υπάρχει καπιταλισμός στη Γη» (θ. 22). Αντιλαμβάνομαι τη σημασία που μπορεί να δίνει ένα παρόμοιο κομματικό ντοκουμέντο στις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, ωστόσο οφείλουμε να δούμε τους κινδύνους παρερμηνείας τέτοιων εξηγήσεων.

Επίσης, ενώ είναι δυνατό να κατανοήσω το πώς η διατήρηση μορφών ομαδικής ή ατομικής ιδιοκτησίας, αποτελώντας την υλική βάση του οπορτουνισμού, οδήγησαν το ΚΚΣΕ, τη δεκαετία του 1950 κι αργότερα, σε ρεφορμιστικές θέσεις αναγνώρισης του γενικευμένου ρόλου του νόμου της αξίας, αδυνατώ να κατανοήσω (στη βάση της παραπάνω ανάλυσης για τη σχέση αντικειμενικού/υποκειμενικού παράγοντα) το πώς ήταν δυνατό να γίνει το αντίστροφο. Δηλαδή, πώς θα μπορούσε μια συνειδητή πολιτική από μέρους του ΚΚΣΕ, να εξοβελίσει από τη σοβιετική οικονομία το νόμο της αξίας, τη στιγμή που αν δεν ήταν αναγκαία η ύπαρξη των κολχόζ, ήταν τουλάχιστον αναγκαίο το εξωτερικό εμπόριο.

Αδυνατώ να κατανοήσω γιατί «σημαντικό τμήμα της διανόησης, αλλά και τμημάτων της νεολαίας, όπως η σπουδάζουσα» είχαν λόγο να είναι δυσαρεστημένα (θ. 20) από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Είναι εγγενές το «αντιδραστικό» αυτών των τμημάτων για κάθε κοινωνία ή απλά στη Σοβιετική Ενωση προέκυψε το πρόβλημα;

Ενα ακόμη ζήτημα το οποίο θεωρώ ότι χρήζει μεγαλύτερης προσοχής από ένα παρόμοιο κομματικό κείμενο και για το οποίο η αστική προπαγάνδα και ο οπορτουνισμός έχουν κάνει μεγάλη σπέκουλα, είναι τα ζητήματα δημοκρατίας και ελευθερίας. Επισημαίνεται βέβαια πως «η αστική και οπορτουνιστική προπαγάνδα, μιλώντας για αντιδημοκρατικά και ανελεύθερα καθεστώτα, προβάλλει τις έννοιες "δημοκρατία" και "ελευθερία" με το αστικό τους περιεχόμενο...» (θ. 1). Ωστόσο, δε γίνεται σαφές πως η σοσιαλιστική δημοκρατία και ελευθερία δεν είναι απλώς μια άρνηση της αστικής, είναι μια διαλεκτική άρνηση. Τούτο σημαίνει πως ενσωματώνει τις όποιες κατακτήσεις της αστικής ελευθερίας και δημοκρατίας και τις διευρύνει. Γι' αυτό το λόγο ο σοσιαλισμός συνιστά γνήσια πρόοδο στην ιστορία της ανθρωπότητας, από την άποψη τόσο της οικονομικής βάσης, όσο και του εποικοδομήματος.

Δεδομένου αυτού, είναι αναγκαίο να εντοπιστούν και να αναλυθούν συγκεκριμένα προβλήματα δημοκρατίας και ελευθερίας και όχι να μένουμε σε γενικόλογες αναφορές περί υπερβολών. Πρέπει να ανιχνευτεί το αν και πότε ξεκίνησε να εκτρέφεται το φαινόμενο της γραφειοκρατίας, το αν και πότε σημειώθηκαν φαινόμενα περιορισμού των ελευθεριών που απάδουν προς τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Πέραν της επισήμανσής τους θα πρέπει αυτά τα φαινόμενα να συσχετιστούν με το προ-σοσιαλιστικό καθεστώς της Ρωσίας, μιας χώρας που λίγα χρόνια πριν την Οχτωβριανή Επανάσταση όχι μόνο δεν είχε κατακτήσει πλήρεις αστικές ελευθερίες, αλλά κυβερνιόταν από έναν ελέω θεού Καίσαρα (ή Τσάρο στα ρώσικα). Να μελετηθούν στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ώστε να συνυπολογιστούν στην προσπάθεια κατανόησης του πώς τεράστιες μάζες του σοβιετικού λαού έμειναν αδρανείς μπροστά στην αντεπανάσταση του 1989-1991.

Επιπροσθέτως, να δούμε το αν και πότε εμφανίστηκαν φαινόμενα γραφειοκρατίας, όχι μονάχα από την άποψη του εποικοδομήματος, αλλά και σε συνάρτηση με την οικονομική βάση. Δεδομένου πως μετά την αντεπανάσταση, αυτοί που αποτέλεσαν την αστική τάξη της σημερινής Ρωσίας δεν είναι παρά τα υψηλόβαθμα στελέχη του κρατικού μηχανισμού της πρώην ΕΣΣΔ και όχι οι αγρότες που κατείχαν ατομική ή ομαδική ιδιοκτησία στα κολχόζ.

Ολα τα παραπάνω, σύντροφοι, τα θέτω όχι ως ζητήματα μιας «αποστειρωμένης» θεωρητικής συζήτησης. Εχουν να κάνουν, ιδίως η σχέση αντικειμενικού και υποκειμενικού παράγοντα, με την πολιτική πρακτική του κόμματος στο σήμερα. Είναι επισημάνσεις που αποζητούν από το κόμμα μας όχι μόνο να διαμορφώνει την πολιτική του πρόταση, αλλά και να προσδιορίζει τον κοινωνικό μηχανισμό που θα επιτρέψει την υλοποίησή της. Να προσδιορίζει τη λειτουργία του Μετώπου και τους κοινωνικούς και πολιτικούς όρους της συγκρότησής του, μέσα από τη λεπτομερή εξέταση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης της χώρας και της ταξικής της διάρθρωσης, να εξειδικεύει την παρέμβασή του σε όλους τους τομείς της κοινωνικής πραγματικότητας. Είναι επισημάνσεις προς την κατεύθυνση του να δούμε πέρα από τον πολιτικό μας στόχο τον «κοινωνικό αλγόριθμο» που θα μας οδηγήσει εκεί.


Θοδωρής Δημητράκος
ΟΒ Μεταπτυχιακών ΜΙΘΕ - Φιλοσοφικής

Για το σοσιαλισμό που (δε) γνωρίσαμε

1. Ερμηνεύοντας το «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε» και προσδιορίζοντας τις βασικές γραμμές του σοσιαλισμού για τον οποίο αγωνίζεται ένα κομμουνιστικό κόμμα σφραγίζει ουσιαστικά την πολιτική και ιδεολογική ταυτότητά του, αν και δεν πρέπει να ξεχνούμε, εν προκειμένω, τα λόγια του Marx: «Οπως στην ιδιωτική ζωή κάνουμε διάκριση ανάμεσα σε κείνο που ένας άνθρωπος λέει ή σκέφτεται για τον εαυτό του και σε εκείνο που πραγματικά είναι και κάνει, έτσι ακόμα πιο πολύ πρέπει στους ιστορικούς αγώνες να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στα λόγια και τις δοξασίες των κομμάτων και στον πραγματικό τους οργανισμό και τα πραγματικά τους συμφέροντα, ανάμεσα σε εκείνο που φαντάζονται και σε εκείνο που πραγματικά είναι».

2. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ, η ουσιαστική οικοδόμηση του σοσιαλισμού, οργανική προέκταση της σχετικά σύντομης μεταβατικής περιόδου που προηγήθηκε, ξεκίνησε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του '30. Υπό την καθοδήγηση του Στάλιν, ηγέτη του «συνεπούς ρεύματος της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής», όπως επί λέξει τον χαρακτηρίζουν οι Θέσεις, εκτυλίσσεται η οικοδόμηση του σοσιαλισμού, δηλαδή της δικτατορίας του προλεταριάτου, που, σύμφωνα με το κομματικό κείμενο, αποτελεί «όργανο της εργατικής τάξης στην ταξική πάλη που συνεχίζεται με άλλα μέσα και μορφές».

Αν όμως στο πλαίσιο της δικτατορίας του προλεταριάτου η ταξική πάλη συνεχιζόταν με άλλα μέσα και άλλες μορφές, τότε πώς, ήδη το Σύνταγμα του 1936, που ψηφίζεται με εισήγηση του ίδιου του Στάλιν, έρχεται να διακηρύξει τερματισμένη την πάλη των τάξεων; Πώς να πιστέψουμε τον ηγέτη του πιο «συνεπούς ρεύματος της μαρξιστικής διανόησης και πολιτικής», όταν στην εισηγητική ομιλία του για την ψήφιση του ίδιου Συντάγματος, υποστηρίζει απερίφραστα ότι «εξαλείφθηκαν όλες οι εκμεταλλεύτριες τάξεις» και βεβαιώνει ότι στη σοσιαλιστική κοινωνία «δεν υπάρχουν πια ανταγωνιστικές τάξεις»;

Αν ήταν έτσι, αν όντως ταξική πάλη δεν υπήρχε πια στην ΕΣΣΔ το 1936, πώς να εξηγήσουμε ότι μόλις ένα χρόνο αργότερα ξεσπά το μεγάλο κύμα των δικών και των εκκαθαρίσεων, αυτές οι υπερβολές(!) - η λέξη μεταφέρεται αυτούσια από τις Θέσεις - που οδηγούν στην εξόντωση, μεταξύ πολλών άλλων, και της πλειοψηφίας των μελών της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ);

Υπήρχε, βέβαια, και η ιμπεριαλιστική περικύκλωση, ο ταξικός αντίπαλος στο διεθνές επίπεδο, που κατόρθωσε να στρατολογήσει στις τάξεις των πρακτόρων του, σύμφωνα με τον Ριζοσπάστη και άλλες επίσημες κομματικές εκδόσεις, τον Μπουχάριν, τον Τρότσκι, τον Ζηνόβιεφ, τον Ράντεκ, και τόσους άλλους πρώην επαναστάτες, και, στη συνέχεια λακέδες του ιμπεριαλισμού!!!

Αλλά ας αφήσουμε τους πράκτορες στον πεμπτοφαλαγγίτικο ρόλο που τους αναγνώρισε και ο υπεράνω πάσης υποψίας ...αμερικανός πρεσβευτής στη Μόσχα στην περίοδο των δικών, και ας επιστρέψουμε στην Ιστορία. Ο ρόλος του ιμπεριαλισμού αποδείχτηκε πράγματι κρίσιμος. Μήπως, λοιπόν, θα έπρεπε να προβληματιστούμε επιτέλους για τη δυνατότητα οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα; Μήπως, όπως ακριβώς και ο Λένιν, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στο εφικτό της (προσωρινής) νίκης του σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα και στο, εν τέλει, ανέφικτο οικοδόμησής του, αν η σοσιαλιστική επανάσταση δεν προσλάβει διεθνή χαρακτήρα, επικρατώντας σε μια αλυσίδα χωρών, μέσα στο, κατά περίπτωση, κρίσιμο χρονικό διάστημα;

3. Αγαπητοί σύντροφοι, αν υιοθετήσει κανείς τη λογική των Θέσεων, πρέπει και να δεχτεί ότι δήθεν μέχρι το θάνατο του Στάλιν το 1953, ή, έστω μέχρι το 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956, προχωρούσε, έστω και με κάποια προβλήματα και «υπερβολές», η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Μέχρι τότε, όμως διότι τότε, στο 20ό συνέδριο του ΚΚΣΕ, όπως κατά γράμμα εκτιμούν οι Θέσεις, συντελείται η οπορτουνιστική στροφή, που, σε ένα βάθος τριάντα περίπου χρόνων, θα οδηγήσει στην ανατροπή του σοσιαλισμού και στη διάλυση της ΕΣΣΔ.

Θα συμφωνήσουμε, χωρίς να μηδενίζουμε το ρόλο των λεγόμενων «μεγάλων ανδρών», ότι δεν είναι, πάντως, μαρξιστικό να ερμηνεύουμε την Ιστορία με βάση την άνοδο και την πτώση μιας ισχυρής προσωπικότητας. Αλλά στο όνομα ποιας μαρξιστικής διαλεκτικής μπορεί κανείς να συμφωνήσει στη σχηματική αντιπαράθεση δύο περιόδων της σοβιετικής ιστορίας με σημείο καμπής το συνέδριο του 1956; Ανεξάρτητα από προθέσεις, στις Θέσεις αντιστρέφεται μηχανιστικά, και έτσι αναπαράγεται, το σχήμα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Αν η αστική τάξη αγκαλιάζει τον Χρουστσόφ και καταδικάζει τον Στάλιν, στο κείμενο των Θέσεων επιχειρείται το αντίστροφο. Αυτό δεν είναι λύση. Είναι αδιέξοδο.

Ανάμεσα στη λεγόμενη σταλινική και στη λεγόμενη χρουστσοφική περίοδο υπάρχει μια βαθύτερη σχέση συνέχειας, η υποτίμηση της οποίας δεν μπορεί παρά να έχει σημαντικές συνέπειες για το σήμερα και το αύριο ενός κόμματος που δε θέλει μόνο να λέγεται, αλλά και να είναι κομμουνιστικό. Η απουσία εργατικού ελέγχου μέσα στους χώρους της παραγωγής, η μετάλλαξη του θεσμού των σοβιέτ από κύτταρο σοσιαλιστικής δημοκρατίας σε τυπικό μηχανισμό διεκπεραίωσης προειλημμένων από την κομματική ηγεσία αποφάσεων, εξελίξεις που, έστω και αποσπασματικά, επισημαίνονται αλλά, κατά τη γνώμη μου, δεν ερμηνεύονται στις Θέσεις, καθώς και η ποινικοποίηση της κριτικής στο πλαίσιο της κομματικής και κοινωνικής ζωής, και σε τελική ανάλυση φαινόμενα ευτελισμού της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης στην καθημερινότητα των λεγόμενων σοσιαλιστικών κοινωνιών, δεν ξεκίνησαν από το τέλος της δεκαετίας του '50, αλλά τουλάχιστον από τη δεκαετία του '30.

4. Αγαπητοί σύντροφοι, ένα κόμμα που δε θέλει να ερμηνεύει το χθες, υπονομεύοντας το αύριο του εργατικού κινήματος, δεν μπορεί να ταυτίζει την κριτική στη λεγόμενη σταλινική περίοδο με τον αντικομμουνισμό, ούτε ασφαλώς να συνεχίζει να νομιμοποιεί ακόμη την κρατική/ αντεπαναστατική βία κομματικών ηγεσιών, που το ίδιο χαρακτηρίζει πλέον, και κατόπιν εορτής, ρεβιζιονιστικές και οπορτουνιστικές. Υποστήριξα και στο παρελθόν, τόσο στον κομματικό Τύπο, όσο και με κείμενά μου προς την καθοδήγηση του Κόμματος, υποστηρίζω και τώρα ότι υπάρχει άμεση ανάγκη για μια ουσιαστική διεπιστημονική έρευνα για τη φύση, την πορεία και την κατάληξη των καθεστώτων του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Αλλωστε, η όποια απόπειρα προσέγγισης αυτού του θεμελιώδους ζητήματος πρέπει βεβαίως να γίνεται συντεταγμένα, αλλά δεν μπορεί να γίνεται κεκλεισμένων των θυρών. Οι όποιες τάσεις εσωστρέφειας και περιχαράκωσης είναι σαφές ότι ούτε την ερευνητική προσπάθεια ούτε την άσκηση επαναστατικής πολιτικής διευκολύνουν. Και τελικά, η έρευνα δεν μπορεί να είναι ταπεινή ακόλουθος, αλλά ουσιαστικός παράγοντας διαμόρφωσης της κομματικής πολιτικής. Σε καιρούς χαλεπούς, για τους εργαζόμενους στην Ελλάδα, και σε όλο τον κόσμο, οι κολασμένοι της μισθωτής εργασίας, η νεολαία, οι άνεργοι, απαιτούν καθαρές εξηγήσεις για το τι έφταιξε και αγωνιούν για το τι θα γίνει, ιδιαίτερα σήμερα που ο παγκόσμιος καπιταλισμός βυθίζεται σε βαθιά κρίση. Η κομμουνιστική Αριστερά δεν μπορεί να είναι μια Αριστερά του δήθεν, αλλά ούτε της νοσταλγίας ενός σοσιαλισμού που εξαιτίας κάποιων «λαθών» και «παρεκκλίσεων» εξόντωσε μαζί με αστούς της πόλης και κουλάκους, αθώους σοβιετικούς πολίτες, ακόμη και το πολιτικό και πνευματικό άνθος της ίδιας της μπολσεβίκικης ηγεσίας. Αργά ή γρήγορα, ένας κόσμος μαχόμενος ή, έστω μάχιμος, που ακόμη σιωπά, ένας κόσμος που αρνείται να εγκλωβιστεί σε ψευτοδιλήμματα του τύπου «Στάλιν ή Χρουστσόφ», θα μιλήσει, και τότε, πολύ φοβούμαι, ότι με αυτές τις εκτιμήσεις για το σοσιαλισμό το κόμμα θα βρεθεί σε δεινή θέση. Τότε θα γίνει σαφές ότι ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να είναι αντικείμενο νοσταλγίας, γιατί δεν είναι το χθες, αλλά το αύριο του κόσμου.


Αλέξανδρος Α. Χρύσης
Αναπληρωτής Καθηγητής ΦιλοσοφίαςΠάντειο Πανεπιστήμιο

Πριν χαθεί το όνειρό μας

Ενα φάντασμα εξακολουθεί να πλανιέται ανήσυχο πάνω από την αίθουσα που θα στεγάσει το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ: ποιος το κυνηγά, από ποιον προσπαθεί να ξεφύγει; Μήπως κάποιοι διανοούμενοι όπως ο Γ. Ρούσης ή μήπως τα καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΕ; Μήπως τα ίδια τα μέλη και οι φίλοι του; Μήπως δεν μπόρεσε μέχρι τις μέρες μας να γίνει ποτέ απτό και διαυγές έστω και σαν επερχόμενη απειλή γι' αυτούς που θα έπρεπε να τρέμουν στη θέα του;

Τι ήταν, τι είναι και τι θα γίνει αλήθεια ο κομμουνισμός; Ηταν, είναι ή θα γίνει μια κοινωνία «όπου κανένας δεν έχει αποκλειστική σφαίρα δραστηριότητας, αλλά καθένας μπορεί να τελειοποιηθεί σε οποιοδήποτε κλάδο θέλει»; Αυτό θα το αποδεχόμαστε a priori ως λόγο ενός φιλοσόφου-προφήτη ή θα παλεύουμε για μόνιμη και σταθερή δουλειά, την ίδια και απαράλλαχτη για μια ζωή, διεκδικώντας περισσότερα χρήματα για να καλύψουμε υπαρκτές ανάγκες (αλλά και να κατασκευάσουμε ψεύτικες ανάγκες), και πάντως αποκλειστικά και μόνο για τον εαυτό μας, χωρίς να νοιαζόμαστε για τους άλλους, οι οποίοι δε νοιάζονται εξίσου για μας; Ακούσαμε ποτέ τους ποιητές που γάβγιζαν μέσα στη μοναξιά τους πως «όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον / είμαστε κιόλας νεκροί»; `Η μήπως διοχετεύσαμε την αλληλεγγύη μας μέσα από πορείες-πασατέμπο; Πόσες φορές αλήθεια χρησιμοποιήσαμε λέξεις κενές νοήματος, ακατάληπτες ως τέτοιες για τους ανθρώπους μέσα στους οποίους ζούμε (και που αυτάρεσκα αποκαλέσαμε μάζες κάποτε), λεξούλες ανούσιες και ξεδοντιασμένες, όπως η λέξη οπορτουνισμός (καθιστώντας οι ίδιοι μέσω της αβασάνιστης χρήσης τους, κενές νοήματος αυτές τις λέξεις); Μήπως τάχα θεωρούσαμε πως παραθέτοντας τσιτάτα από βαλσαμωμένους ήρωες, εξιδανικεύοντας πάντα ένα συγκεκριμένο κάθε φορά παρελθόν, θα προωθούσαμε την ιδέα του κομμουνισμού, όταν μάλιστα αυτά τα αποσπάσματα που επιλέγαμε ήταν κοινοτοπίες ή λόγια της στιγμής, χωρίς καμία διαχρονική αξία; `Η μήπως έτσι πάλι θα πείθαμε στην πολιτική διαπάλη στο εσωτερικό του στρατοπέδου μας;

Δεν ξέρω ποιοι θέτουν ερωτήματα όπως τα παραπάνω στο εσωτερικό του ΚΚΕ ή αν τίθενται πολύ περισσότερο ως βάση πολιτικού στοχασμού. Πάντως πιστεύω ότι τη λύση που θα οδηγήσει στον κομμουνισμό δε θα την υποδείξουν ούτε οι ακαδημαϊκοί διανοούμενοι ούτε οι πολιτικές ηγεσίες. Η ίδια η ζωή θα τη φέρει (όχι μηχανικά αλλά μέσα από τον πόνο και τις συμφορές) ως βάλσαμο στην τόση θλίψη.

Ωστόσο ας μου επιτραπούν ορισμένες παρατηρήσεις στο γνώριμο ύφος του πολιτικού λόγου. Παρατηρήσεις επί των Θέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό, που κατατέθηκαν ενόψει του 18ου Συνεδρίου. Πρώτα απ' όλα μια γενική επισήμανση: Οι θέσεις διέπονται από ένα πνεύμα εξιδανίκευσης της σταλινικής περιόδου και μάλιστα με μια τάση προβολής της στο μέλλον. Αν δεν αλλάξει ο τρόπος προσέγγισης του ιστορικού παρελθόντος, αν αυτό το πνεύμα δεν καταδικαστεί στο συνέδριο, τότε το ΚΚΕ δε θα αποφύγει για μια ακόμα φορά «την εξιδανίκευση και τον εξωραϊσμό του σοσιαλισμού, όπως οικοδομήθηκε στον 20ό αιώνα». Απλώς θα έχει αντικατασταθεί μια εξιδανικευμένη και ιερή εικόνα με μια άλλη, με τρόπο που μόνο διαλεκτικός δε μοιάζει. Το ΚΚΕ λοιπόν θα επαναλάβει ένα από τα σοβαρότερα λάθη του παρελθόντος του.

Εξετάζοντας τώρα το κείμενο στις λεπτομέρειές του: Στη σελίδα 27 πληροφορούμαστε πως «η δικτατορία του προλεταριάτου είναι η εξουσία της εργατικής τάξης που δεν τη μοιράζεται με κανέναν». Παρακάτω (σελ. 28) διαβάζουμε: «η εργατική τάξη ως κυρίαρχη τάξη πραγματοποιεί τη συμμαχία της με άλλα λαϊκά στρώματα...». Εύλογα αναρωτιέται κάποιος αγρότης, αυτοαπασχολούμενος, εργαζόμενος που δεν ξέρει αν μπορεί να καταταγεί στους εργάτες, τι είδους συμμαχία του ζητείται να συνάψει από τη στιγμή που σε αυτήν θα κυριαρχεί απόλυτα και εκ των προτέρων η εργατική τάξη, στην οποία δεν ανήκει ο ίδιος (σύμφωνα μάλιστα με την πρώτη διατύπωση, αποκλείεται οιαδήποτε συμμαχία). Πώς μάλιστα θα δεχτεί να ενταχθεί σε ένα λαϊκό μέτωπο αφού δε θα μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά τις εξελίξεις, καθώς «το ΚΚ έχει άμεση οργανωτική καθοδηγητική σχέση με όλες τις δομές της δικτατορίας του προλεταριάτου»; Αν επιπλέον κάνει το λάθος να δημιουργήσει μαζί με άλλους έναν συνεταιρισμό (αγροτικό, βιοτεχνικό, βιομηχανικό), θα γνωρίζει πάλι από την αρχή ότι η λαϊκή εξουσία (μια μεταμφιεσμένη δικτατορία του προλεταριάτου) θα τον θεωρεί αντίπαλό της, θα σκοπεύει να κρατικοποιήσει τα μέσα παραγωγής για να καθιερώσει ένα μοντέλο γραφειοκρατικού κεντρικού σχεδιασμού και κατόπιν ως διά μαγείας να διαλύσει το κράτος (ή μάλλον να το απονεκρώσει). Διόλου περίεργο πάντως που η ΚΕ του ΚΚΕ καταλήγει σε τέτοιες απόψεις, καθώς έχει κρίνει εδώ και καιρό ότι «η υψηλή μονοπώληση...αποτελεί την υλική προϋπόθεση για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής», και επομένως είναι μια θετική διαδικασία. Αλήθεια, οι καταστροφές του φυσικού περιβάλλοντος και η αλλοτρίωση του σύγχρονου εργαζόμενου, δε συνδέονται με τη διαδικασία υψηλής μονοπώλησης; Αν αντιπροτείνουμε στο ΚΚΕ να στηρίξει εδώ και τώρα τη δημιουργία πολλών συνεταιρισμών συγκεκριμένης κλίμακας (όχι υπεργιγαντωμένων), οι οποίοι θα παράγουν προϊόντα που θα ανταποκρίνονται σε πραγματικές ανάγκες, θέτοντας κριτήρια διαφορετικά από αυτά της αγοράς (αν επιμείνουμε ότι πάνω στον καθορισμό ακριβώς αυτών των κριτηρίων θα έπρεπε να εστιάσουμε την προσοχή μας), θα κινδυνεύουμε να εισπράξουμε το χαρακτηρισμό του οπορτουνιστή;

Ελπίζω βέβαια πως η πλειονότητα των μελών και φίλων του ΚΚΕ δε συμμερίζεται την άποψη του «αυθεντικού Μαρξιστή-Λενινιστή» (όπως αυτοαποκαλείται) Α. Σκαμπαρδώνη, ο οποίος πριν προχωρήσει σε ένα κρεσέντο αφορισμών (αλήθεια, αυτοί οι αφορισμοί συνιστούν καλή προαίρεση;) συμπεραίνει ως ραβίνος σε συναγωγή πως «το ΚΚΕ διατυπώνει εξ ολοκλήρου ορθές θέσεις για το σοσιαλισμό και τα αίτια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης». Δυστυχώς για τον Α. Σκαμπαρδώνη μία από τις βασικές αρχές της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπως διατυπώνεται σήμερα από το ΚΚΕ, ότι «οι εκπρόσωποι του ανωτάτου οργάνου εξουσίας δεν ξεκόβονται από την παραγωγή, αλλά αποσπώνται για τη διάρκεια της θητείας τους» (θέση ορθή βεβαίως και με την οποία φαντάζομαι θα συμφωνεί και ο ίδιος), αναιρείται διά της αποσιώπησης της παραβίασής της κατά τη σταλινική περίοδο, στην κριτική της σοβιετικής εξουσίας που έχει προηγηθεί στο ίδιο κείμενο (όπως παρατήρησε και ο Γ. Ρούσης). Επιπλέον αναρωτιέμαι για το αν μια μαρξιστική κοινοτοπία, η οποία δηλώνει κάτι το προφανές, όπως είναι αυτή που εξηγεί τα προβλήματα στην οικονομία λόγω της αντίθεσης ανάμεσα στις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής, δικαιολογεί τον ενθουσιασμό των συντακτών του κειμένου για την «ορθότητα της θέσης της σοβιετικής ηγεσίας στις αρχές της δεκαετίας του 1950», η οποία ηγεσία είχε τότε απλώς αναπαράγει την παραπάνω κοινοτοπία.

Θα συμφωνήσω πάντως με τον Α. Σκαμπαρδώνη ότι ο «περιορισμένος χώρος δε μου επιτρέπει εδώ καμία αναφορά» σε αρκετά ζητήματα που θίγονται στο κείμενο ή που απουσιάζουν πλήρως. Πρέπει όμως να επισημάνω την έλλειψη αναφοράς στις δομές του ΑΑΔΜ και των σχέσεών τους με τη λαϊκή εξουσία (ή μήπως πλέον το ΚΚΕ θα κάνει λόγο μόνο για δικτατορία του προλεταριάτου;). Φαίνεται ότι το Μέτωπο ταυτίζεται πλέον με το ΚΚΕ. Επίσης οφείλω να παρατηρήσω ότι γίνονται εξόφθαλμες παραβιάσεις ακόμα και ηθικών αρχών των θεμελιωτών του κομμουνισμού, όπως όταν προκρίνεται ως κριτήριο για τη στελέχωση των στρατιωτικών παραγωγικών σχολών στη δικτατορία του προλεταριάτου, αυτό της καταγωγής (δηλαδή το βιολογικό κριτήριο του αίματος). Ας υπενθυμίσω, τέλος, ότι η «γενικευμένη ανάπτυξη της προσωπικότητας του ανθρώπου» και όχι «της παραγωγικότητας της εργασίας» (όπως τίθεται ως στόχος του κεντρικού σχεδιασμού), αποτελούσε μέρος του ονείρου των κομμουνιστών παλαιότερα, ενώ βεβαίως τα περί «γενικευμένης ανάπτυξης της ικανότητας για εξειδικευμένη εργασία, αλλά και εναλλαγών στον τεχνικό καταμερισμό εργασίας» απομακρύνονται από τις αντιλήψεις των κλασικών του μαρξισμού για τον κομμουνιστικό τρόπο καταμερισμού της εργασίας. Αλήθεια, μήπως η άρση του διαχωρισμού μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, αποτελούσε κληρονόμημα κάποιων ουτοπικών σοσιαλιστών του 19ου αιώνα; Οι ρόλοι οικοδόμος, σκουπιδιάρης, τραπεζικός υπάλληλος, καθηγητής και τόσοι άλλοι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και στον κομμουνισμό;

Κλείνοντας το κείμενό μου θεωρώ υποχρέωσή μου να τονίσω την εκτίμησή μου ότι το ΚΚΕ κινδυνεύει άμεσα με καταστροφή αν δεν αποδοθούν στο συνέδριό του οι πολιτικές ευθύνες εκεί που πρέπει και αν δε συντελεστούν σοβαρές αλλαγές στο κείμενο των αποφάσεων. Ομως «ώρα να πηγαίνω / δεν έχω άλλο στήθος».


Κυριάκος Τσιτλακίδης-Ραμολής



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ