ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 10 Σεπτέμβρη 2004
Σελ. /40
Η δεξιοτεχνία δεν είναι απαραίτητα και τέχνη

Εχεις απέναντί σου μια οθόνη γεμάτη με, επιμέρους, επιτεύξεις. Γεμάτη εικόνες που, σίγουρα, σου «κινούν το ενδιαφέρον». Φτάνει, όμως, αυτό για να πεις, και κυρίως για να νιώσεις, ότι βρίσκεσαι απέναντι σε ένα έργο τέχνης; Δε φτάνει! Γιατί η τέχνη δεν υποκινεί, απλώς, το ενδιαφέρον. Η τέχνη, για να είναι τέχνη, πρέπει «να αντανακλά και να αναπαράγει την αντικειμενική πραγματικότητα με καλλιτεχνικές εικόνες, προσιτές στις αισθήσεις μας». Οι «δεξιοτεχνίες», όταν δεν υπηρετούν τον παραπάνω ορισμό για την τέχνη, είναι άχρηστες. Για να μην πω πως γίνονται σκόπιμα για να αποπροσανατολίσουν.

ΑΛΦΟΝΣΟ ΚΟΥΑΡΟΝ
Ο Χάρι Πότερ και ο αιχμάλωτος του Αζκαμπάν

Ας αρχίσουμε με την εμπορικότερη «δεξιοτεχνία». Την κινηματογραφική - και εκδοτική - αγελάδα που φέρνει, χρόνια τώρα, άφθονο χρήμα. Χάρι Πότερ, η Ρεάλ Μαδρίτης του Κινηματογράφου! Οπου παίζεται, σχηματίζονται ουρές. Στη χώρα μας βγαίνει σε δεκάδες αίθουσες. Σαν να πρόκειται για το σημαντικότερο καλλιτεχνικό - και όχι μόνο - γεγονός της χρονιάς! Σαν κάποιος να επιθυμεί να την επιβάλει με το ζόρι!

Ομως, η ταινία δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα άνευρο, και σε αρκετές στιγμές βαρετό, τεχνητό κινηματογραφικό έργο. Χωρίς κατάθεση ψυχής από τον δημιουργό της, απαραίτητη προϋπόθεση για ένα έργο τέχνης. Ο Πότερ είναι ένα έργο του σωλήνα, θα λέγαμε! Ο,τι συμβαίνει προαναγγέλλεται. Κάθε τόσο μας λέει: Κοιτάτε τι μπορώ να κάνω! Και αρχίζει τις «δεξιοτεχνίες» του. Ανθρωποι με σκούπες ή χωρίς σκούπες να πετάνε σαν F16. Δέντρα που αντί να παράγουν οξυγόνο πνίγουν ανθρώπους. Μάγοι και μάγισσες να αλληλοεξοντώνονται. Και βία. Και τρόμος. Και, σημειώνουμε, η ταινία απευθύνεται, κυρίως, σε παιδιά!

Τώρα, σε σχέση με τις αφέλειες, περί κακών και καλών μάγων, περί άσπρης και μαύρης μαγείας, περί της πάλης του καλού με το κακό - που γράφονται κατά κόρον - αυτά είναι το πρόσχημα. Το ελαφρυντικό, θα έλεγα, για τους έμμισθους και άμισθους προπαγανδιστές κονδυλοφόρους. Ενα σίριαλ (αυτός ο Πότερ είναι ο τρίτος, και έπεται συνέχεια...) σχεδόν ποτέ δεν είναι πόνος ψυχής, που μεταφέρεται σε εικόνες. Συνήθως είναι μια βιομηχανία που παράγει «προ-κατ» προϊόντα για μαζική κατανάλωση. Κανένας σοβαρός άνθρωπος δεν εκτιμά τη βιομηχανοποιημένη τέχνη.

Παίζουν: Ντάνιελ Ράντκλιφ, Ρούπερτ Γκριντ, Εμα Γουάτσον, Γκάρι Ολντμαν, Ρόμπι Κόλτρεϊν κ.ά.

ΠΙΤΕΡ ΖΑΝ ΜΠΟΥΡΓΚ
Το ξέφωτο

Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Ελεν Μίρεν
Ρόμπερτ Ρέντφορντ και Ελεν Μίρεν
Μια απαγωγή, που στέκεται η αιτία για μια ώριμη γυναίκα να ξαναδεί τη σχέση της με τον άντρα της. Μια απαγωγή που αποκαλύπτει πως το αμερικάνικο όνειρο δεν έχει πάντα - και για όλους - happy end.

Δεύτερη δεξιοτεχνία, περισσότερο επαγγελματική - και αποτελεσματική - αυτή τη φορά. Εδώ έχουμε να κάνουμε με έναν άριστο επαγγελματία. Εναν άνθρωπο που ξέρει τα μυστικά της κινηματογραφικής τέχνης κι ας είναι η πρώτη του σκηνοθεσία (μέχρι τώρα ήταν παραγωγός πετυχημένων κινηματογραφικών ταινιών). Τα πάντα στο Ξέφωτο είναι κάτω από τον έλεγχο του σκηνοθέτη. Η φωτογραφία, το μοντάζ, οι ερμηνείες, η μουσική, οι σιωπές, η ατμόσφαιρα, ο ρυθμός. Χαμηλοί τόνοι, «αόρατη» κάμερα, «φυσικές» γωνίες λήψης. Τίποτα εξεζητημένο...

Κάποια στιγμή, όμως, όλα αυτά τελειώνουν. Τα φώτα ανάβουν και εσύ παραμένεις προβληματισμένος στο κάθισμά σου: «Η ταινία που είδα με έκανε καλύτερο άνθρωπο, περισσότερο σκεφτόμενο άνθρωπο;» αναρωτιέσαι. Δύσκολα απαντάς ναι! Γιατί όλη αυτή η ικανότητα στη διήγηση του σκηνοθέτη, όλο αυτό το ταλέντο, που πρέπει να του αναγνωριστεί, «χαραμίστηκε» σε ένα σχεδόν αδιάφορο θέμα. Αδιάφορο, με τον τρόπο που το κοίταξε. Γιατί προτίμησε την «εύκολη» τεχνική του θρίλερ, αντί για τη «δύσκολη» κοινωνική ψυχογραφία. Και εδώ ο σκοπός, όπως καταλαβαίνετε, αποκάλυψε τον δημιουργό. Το έργο δεν έχει την αγωνία του δημιουργού για τις ανθρώπινες σχέσεις. Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι το όχημα για να χτυπήσουμε - και εδώ - εμπορική φλέβα. Κρίμα, τόσος ανθρώπινος κόπος - και τόσο ταλέντο - να πάει χαμένο.

Θα είναι παράλειψη να μη σημειώσουμε τρεις όμορφες ερμηνείες. Πρώτη η Ελεν Μίρεν, η σύζυγος, δεύτερος ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, ο σύζυγος και τρίτος ο Γουίλεμ Νταφόε, ο απαγωγέας. Και οι τρεις, ο καθένας με τον τρόπο του, προσδίδουν κύρος και προσθέτουν περιεχόμενο σε αδύνατους, ψυχογραφικά, ρόλους.

ΧΙΝΕΡ ΣΑΛΕΕΜ
Vodka lemon

Ο γέρος (Ρομίκ Αβινιάν) και η ντουλάπα για «σκότωμα»
Ο γέρος (Ρομίκ Αβινιάν) και η ντουλάπα για «σκότωμα»
Ο γεννημένος στο Ιρακινό Κουρδιστάν σκηνοθέτης Χινέρ Σαλέεμ δε χρειάστηκε απατηλές δεξιοτεχνίες να πει την αλήθεια. Διάλεξε τον προσιτότερο τρόπο να μας διηγηθεί μια βαθιά συναισθηματική και πολύ ανθρώπινη ιστορία. Δε χρησιμοποίησε τέρατα και μάγισσες, σασπένς και μυστήριο, πράγματα «εντυπωσιακά». Αυτός άπλωσε, απλά και λειτουργικά, πάνω σ' ένα πάλλευκο από το χιόνι τοπίο όλη του την αγάπη για την Αρμενία και τους ανθρώπους της, και μας συγκίνησε βαθιά και ειλικρινά.

Μας είπε, χωρίς περιττές «τεχνικές», χωρίς ακραίες καταγγελίες, χωρίς μελοδραματισμούς, απλά και λιτά, όπως είναι τα αληθινά έργα τέχνης, πως ο λαός της Αρμενίας, μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού, ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με την καπιταλιστική πραγματικότητα. Και πως για να επιβιώσει πουλάει ό,τι του έχει απομείνει. Μια ντουλάπα, την τηλεόραση, τα ρούχα του στρατού που υπηρέτησε, το κορμί του. Και όλα αυτά με ένα μοναδικό χιούμορ. Με μια πικρή και μαζί γλυκιά αφήγηση.

Ο Χάμο, συνταξιούχος αξιωματικός του σοβιετικού στρατού, περιμένει από το γιο του, που έφυγε οικονομικός μετανάστης στη Γαλλία, να του στείλει κάποια οικονομική βοήθεια, αφού η σύνταξή του δε φτάνει ούτε για τα τσιγάρα του. Ομως, στη Δύση πρέπει πρώτα να βρεις δουλιά, να αποκτήσεις «πράσινη κάρτα», να καλύψεις - αν τις καλύψεις - τις δικές σου ανάγκες και μετά, φυσικά, ο πατέρας. Στο «διπλανό» σπίτι, βέβαια, τα πράγματα είναι χειρότερα. Η κόρη καταλήγει, το πιο εύκολο(;), πόρνη. Κάποιοι άλλοι προσπαθούν να την «πιάσουν»... Και τα «κοράκια» γύρω να βουτάνε για τα θηράματα!

Μη φανταστείτε πως θα σας πιάσει απελπισία! Οχι! Οι άνθρωποι δεν το βάζουν κάτω. Επιβίωσαν για χιλιάδες χρόνια σε αυτό το άγριο και «αφιλόξενο» μέρος, πολεμώντας με όλα τα στοιχεία της φύσης. Πολεμώντας με τις θρησκείες, τις δουλοκτητικές και φεουδαρχικές κοινωνίες, τον καπιταλισμό θα φοβηθούν; Γι' αυτό και τραγουδάνε, και χορεύουνε, και ερωτεύονται. Μπόρα είναι, πιστεύουνε, και θα περάσει. Φτάνει οι ίδιοι να μη χάσουν την ανθρωπιά τους. Εκεί, λοιπόν, δίνουνε τον αγώνα. Γι' αυτό παλεύουν να παραμείνουν αξιοπρεπείς. Ακόμα και σε προχωρημένες ηλικίες ερωτεύονται.

Με «μίνιμουμ» πράγματα. Με το τοπίο, με τα πρόσωπα, με το ήθος και με την ειλικρίνεια, ο Σαλέεμ έφτιαξε ένα μικρό έργο τέχνης. Τίποτα περιττό δεν υπάρχει στην ταινία. Τίποτα «φτιαχτό». Δεν πετάς τίποτα. Ολα έχουν την αξία τους. Τα χαμόγελα, τα βλέμματα, η αμηχανία.

Παίζουν: Ρομίκ Αβινιάν (τι θαυμάσιος γέρος!), Λάλα Σαρικσιάν (υπέροχη αξιοπρεπής φυσιογνωμία), Ιβάν Φρτανέκ, Αρμέν Μαρουτιάν κ.ά.

ΠΑΤΡΙΤΣΙΟ ΓΚΟΥΣΜΑΝ
Σαλβαδόρ Αλιέντε

Από την ταινία: «Σαλβαδόρ Αλιέντε». Λεπτομέρεια από πίνακα χιλιανής λαϊκής ζωγραφικής
Από την ταινία: «Σαλβαδόρ Αλιέντε». Λεπτομέρεια από πίνακα χιλιανής λαϊκής ζωγραφικής

Πρέπει, οπωσδήποτε, να δείτε τον Αλιέντε!Ηταινία του Γκούσμαν βοηθάει να βγάλετε -χρήσιμα - πολιτικά συμπεράσματα. Κυρίως, στο ζήτημα (που τόσο έχει βασανίσει την Αριστερά) του «ειρηνικού περάσματος» στο σοσιαλισμό.

Η ταινία, παρότι, μάλλον, δεν ήταν στις προθέσεις της, δίνει αρνητική απάντηση σε αυτό το ερώτημα(;). Και αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί τόσο ο ίδιος ο Αλιέντε όσο και οι δημιουργοί της ταινίας, δεν αποδέχονται αυτή την - τεκμηριωμένη, πια, ιστορικά - απάντηση. Ωστόσο, έρχεται η ίδια η ζωή, που δεν υποκύπτει σε συναισθηματισμούς και υποκειμενικές αναλύσεις, και αποδεικνύει. Ενα κοινωνικό σύστημα, και μάλιστα ο καπιταλισμός, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να παραδώσει ειρηνικά την εξουσία. Πρέπει, λοιπόν, να του την πάρεις.

Ο σκηνοθέτης δηλώνει στην ταινία, αφού αυτός αφηγείται την πολιτική διαδρομή του Αλιέντε, θαυμαστής του. Μάλιστα, εξομολογείται φωναχτά πως αυτό που ο ίδιος είναι στη ζωή του το οφείλει μόνον σε εκείνον! Παραθέτω τα παραπάνω για να σας πω πως, η ταινία - πολλές φορές - υποκύπτει σε αυτό το θαυμασμό και δεν είναι, όσο θα 'πρεπε, αντικειμενική. (Οταν «καταγράφουμε» την ιστορία πρέπει να είμαστε αποστασιοποιημένοι και αυστηροί). Ο Αλιέντε παρουσιάζεται με ένα μεγάλο φωτοστέφανο. Και αυτό το φωτοστέφανο εμποδίζει την κριτική προσέγγιση αυτής της Λατινοαμερικάνικης προσωπικότητας. Με τις ουτοπικές εμμονές. Με τη μεταφυσική αντίληψη για την επανάσταση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Αλλά, και παράλληλα, με πίστη στις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, με συνέπεια λόγων και πράξεων, με αλτρουισμό και, τελικά, με προσωπική θυσία.

Ο πιο «ειλικρινής» (κυνικός και αποκαλυπτικός) άνθρωπος της ταινίας είναι ο Αμερικανός Πρέσβης εκείνη την περίοδο στη Χιλή! Δηλώνει κατηγορηματικά πως δεν υπήρχε περίπτωση η Αμερική να επιτρέψει τον Φιντελισμό (εξάπλωση της κουβανέζικης επανάστασης στη Λατινική Αμερική). Αυτό, φυσικά, το είχε αντιληφθεί και μια μεγάλη μερίδα της χιλιανής εργατικής τάξης, η οποία ζητούσε όπλα για να προστατέψει τις κατακτήσεις της. Ο Αλιέντε, δυστυχώς, δεν ανταποκρίθηκε σε αυτό το κάλεσμα της ιστορίας. Η συνέχεια είναι γνωστή.

Ο σκηνοθέτης κάνει μια προσπάθεια να εξηγήσει τη στάση του Αλιέντε. Και, σε κάποιες στιγμές, γίνεται αποκαλυπτικός. Ο Χιλιανός Πρόεδρος, λέει ο Γκούσμαν, σε μια προσπάθεια να «αποφορτίσει» την κατάσταση και να «αποχρωματίσει» το ίνδαλμά του, δεν υπήρξε ποτέ Μαρξιστής και, πολύ περισσότερο βέβαια, Λενινιστής. Ηταν παιδί της Γαλλικής Επανάστασης (αστικής). Εκείνο που «δανείστηκε» από τον Μαρξισμό - ακούγεται επίμονα στην ταινία - είναι η αρχή του για κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη. Ο καθένας, όμως, ξέρει, πως η κοινωνική ισότητα και η δικαιοσύνη (σύμφωνα με τον Μαρξισμό και τον Λενινισμό) δε χαρίζονται, ούτε κερδίζονται - μόνον - με εκλογές αλλά καταχτιούνται. Και, επίσης, ο Μαρξισμός και ο Λενινισμός ξέρει πως, στα πρώτα στάδια είναι αναγκαίο αυτή η κατάκτηση να προστατευτεί με όλα τα μέσα από την ίδια την εργατική τάξη και όχι, βέβαια, από τον ...χιλιανό στρατό! Ας είναι!

Μην πάτε μόνη ή μόνος να δείτε την ταινία. Οσο μεγαλύτερη θα είναι η παρέα σας τόσο καλύτερη «συζήτηση» θα κάνετε βγαίνοντας. Η ταινία έχει υλικό για κουβέντα. Βλέπεται με μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν έχει χάσματα, δεν κουράζει. Μεγάλος πρωταγωνιστής της είναι ο λαός της Χιλής. Θα συγκινηθείτε, θα σκεφτείτε, θα θυμώσετε!



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ