ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 10 Ιούλη 2021 - Κυριακή 11 Ιούλη 2021
Σελ. /32
ΗΠΑ - ΝΑΤΟ
Τα «μη στρατιωτικά εργαλεία» ως συμπλήρωμα της πολεμικής προετοιμασίας

Με αφορμή ένα αποκαλυπτικό άρθρο πρώην υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ

Από την υπογραφή της συμφωνίας ΗΠΑ - Σερβίας για τη δραστηριοποίηση της DFC στο Βελιγράδι
Από την υπογραφή της συμφωνίας ΗΠΑ - Σερβίας για τη δραστηριοποίηση της DFC στο Βελιγράδι
Ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - Κίνας κλιμακώνεται σε όλα τα πεδία, πέρα από το οικονομικό και στρατιωτικό, για την κυριαρχία στην παγκόσμια ιμπεριαλιστική πυραμίδα, όπου η αμερικανική πρωτοκαθεδρία αμφισβητείται πλέον ανοιχτά, όπως έδειξε και η πρόσφατη ομιλία του Κινέζου Προέδρου με αφορμή τα 100χρονα του ΚΚ Κίνας.

Στο έδαφος αυτού του ανταγωνισμού, που επιδρά άμεσα και στις σχέσεις ΗΠΑ - ΕΕ και Κίνας - ΕΕ, εντείνονται η συζήτηση και η διαπάλη στις ΗΠΑ για το πώς θα ανακτήσουν το έδαφος που κερδίζει η Κίνα σε κρίσιμους τομείς (π.χ. σε δαπάνες για την έρευνα και τεχνολογία), αλλά και πώς θα διατηρήσουν και θα βελτιώσουν τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα, πρώτα απ' όλα τη στρατιωτική υπεροχή, που εξασφαλίζεται και με τις συμμαχίες τους στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και των άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Ειδικά τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον των στρατιωτικών και πολιτικών επιτελείων επικεντρώνεται στα λεγόμενα «μη στρατιωτικά εργαλεία», που θεωρούνται ολοένα και περισσότερο το αναγκαίο συμπλήρωμα μιας ισχυρής στρατιωτικής μηχανής, έτοιμης να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του αμερικανικού κεφαλαίου όπου Γης.

Στοιχεία αυτών των «μη στρατιωτικών μέσων» είναι η δημόσια διπλωματία και η οικονομική διείσδυση, με την επένδυση κεφαλαίων σε φιλικές ή σύμμαχες χώρες, για τη σύσφιξη των οικονομικών σχέσεων και τη βελτίωση υποδομών που θεωρούνται κρίσιμης σημασίας για το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης ιμπεριαλιστικής αναμέτρησης.

Πρόκειται για μέσα που αξιοποιεί κατά κόρον η Κίνα, διαθέτοντας γι' αυτό τεράστια κεφάλαια, με ομπρέλα το πρόγραμμα «Ενας Δρόμος - Μία Ζώνη».

Από τον πόλεμο στα «άλλα μέσα»

Για όλα τα παραπάνω είναι χαρακτηριστικό ένα πρόσφατο άρθρο του Ρόμπερτ Γκέιτς, διευθυντή της CIA την περίοδο 1991 - 1993 και υπουργού Αμυνας των ΗΠΑ τόσο επί Ρεπουμπλικανικής κυβέρνησης Μπους όσο και επί Δημοκρατικής του Ομπάμα. Αξιοποιώντας και την ιστορική πείρα από τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των ΗΠΑ, ο Γκέιτς καταλήγει στο συμπέρασμα ότι μπορούν να ανακτήσουν «το πλήρες φάσμα της δύναμής τους» αν δώσουν έμφαση και σε «άλλα μέσα» παράλληλα με τα στρατιωτικά.

Οπως τονίζει, αν και οι ΗΠΑ παραμένουν το πιο ισχυρό οικονομικά και στρατιωτικά κράτος στον κόσμο αντιμετωπίζουν προκλήσεις σε διάφορα μέτωπα, απέναντι στην Κίνα και τη Ρωσία, στην Ανατολική Ασία και τη Μέση Ανατολή, ενώ οι δεκαετίες πολέμου σε Ιράκ και Αφγανιστάν δεν έχουν αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, και προβλέπει ότι αυτές οι προκλήσεις «θα αυξάνονται συνεχώς στο μέλλον».

Επικεντρώνοντας στον βασικό ανταγωνιστή, την Κίνα, σχολιάζει πως «ο μακρύς ανταγωνισμός που θα ακολουθήσει θα διεξαχθεί στη μη στρατιωτική αρένα» και γι' αυτό «τα μη στρατιωτικά εργαλεία πρέπει να αναβιώσουν και να επικαιροποιηθούν», παράλληλα βέβαια με τη διατήρηση της στρατιωτικής ισχύος των ΗΠΑ, που δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να χαθεί.

Παρατηρεί μάλιστα για την Κίνα ότι «είναι ιδιαίτερα ικανή να χρησιμοποιεί τα αναπτυξιακά της προγράμματα για να επηρεάζει ξένους ηγέτες και να αγοράζει πρόσβαση και επιρροή» και ότι «η πιο τολμηρή πορεία της σε αυτό το μέτωπο ήταν η Πρωτοβουλία "Belt and Road"».

Στον αντίποδα, σύμφωνα με τον Γκέιτς, οι ΗΠΑ δεν κατάφεραν π.χ. «να κινητοποιήσουν τα εθνικιστικά αισθήματα των λαών της Ευρώπης και αλλού, προκειμένου να αντισταθούν στις κινεζικές και ρωσικές προσπάθειες παρέμβασης στις εσωτερικές υποθέσεις των χωρών τους», αποδίδοντας αυτήν την αποτυχία στην έλλειψη ολοκληρωμένης στρατηγικής για την αξιοποίηση «μη στρατιωτικών μέσων» συμπληρωματικά στην πολεμική προετοιμασία, που εντείνεται απέναντι στους βασικούς ανταγωνιστές.

Χαρακτηρίζει αυτά τα εργαλεία «απαραίτητα, καθώς οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν την προοπτική ενός μακροχρόνιου και πολύπλευρου ανταγωνισμού με την Κίνα». Φέρνει μάλιστα το παράδειγμα της Λιβύης, όπου «ο αραβοΝΑΤΟικός συνασπισμός τη βομβάρδισε και στη συνέχεια την εγκατέλειψε», αφήνοντας χώρο σε ανταγωνίστριες δυνάμεις να εξελιχθούν σε ισχυρούς «παίκτες» για την «επόμενη μέρα» της Λιβύης.

Σε ό,τι αφορά την αντιπαράθεση με τη Ρωσία, το άρθρο του Αμερικανού πρώην υπουργού Αμυνας επικεντρώνει στον κυβερνοπόλεμο, σχολιάζοντας ότι «οι κυβερνήσεις πάντα προσπαθούσαν να παρέμβουν στις υποθέσεις άλλων χωρών. Η Ρωσία, για παράδειγμα, οργάνωσε εξελιγμένες εκστρατείες παραπληροφόρησης για να παρέμβει στις εκλογές του 2016 για το Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις προεδρικές εκλογές του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες και στις προεδρικές εκλογές του 2017 στη Γαλλία».

Σε αυτό το πνεύμα, συνιστά πιο επιθετική αξιοποίηση του κυβερνοπολέμου, που «μπορεί να διαμορφώσει μια απίστευτη "χορωδία" ισχύος», στο βαθμό μάλιστα που «οι ΗΠΑ διαθέτουν τις τεχνολογίες, αλλά στερούνται στρατηγική για την εφαρμογή τους».

Επενδυτική δραστηριότητα και εξωτερική πολιτική

Οσον αφορά τα «οικονομικά εργαλεία», ο Γκέιτς υποστηρίζει πως οι ΗΠΑ «ασκούνται καλά στην τέχνη της οικονομικής τιμωρίας», αναφερόμενος στις οικονομικές κυρώσεις, αλλά προσθέτει πως «πρέπει να γίνουν πολύ πιο έξυπνες όσον αφορά τη χρήση οικονομικών εργαλείων για να κερδίσουν επιρροή σε άλλες χώρες».

Σε αυτά περιλαμβάνονται οι οργανισμοί που ίδρυσαν οι ΗΠΑ μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Διεθνής Τράπεζα για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη (στη συνέχεια εντάχθηκε στην Παγκόσμια Τράπεζα), προκειμένου «να ενισχυθεί ο διεθνής οικονομικός συντονισμός, σε μεγάλο βαθμό υπό τους όρους που έθεταν οι ΗΠΑ». Αλλά και πιο πρόσφατα η United States International Development Finance Corporation (DFC), που ιδρύθηκε το 2019.

Η DFC αποτελεί μια κυβερνητική υπηρεσία των ΗΠΑ που στηρίζει τη χρηματοδότηση επενδύσεων αμερικανικών επιχειρήσεων. «Η Κίνα μπορεί να είναι σε θέση να δανείσει δισεκατομμύρια δολάρια σε χώρες, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν έναν πολύ πιο ισχυρό ιδιωτικό τομέα, που μπορεί όχι μόνο να επενδύσει αλλά και να επιλέξει οικονομικά βιώσιμα έργα που θα εξυπηρετήσουν πραγματικά τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα των δικαιούχων χωρών», σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γκέιτς.

Προσθέτει μάλιστα ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα πρέπει «να διατηρεί επιθετική στάση στη διασφάλιση ότι τα οικονομικά εργαλεία εξυπηρετούν τα συμφέροντα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ», πολιτική που γίνεται «ακόμη πιο επείγουσα υπό το φως της Πρωτοβουλίας "Μία Ζώνη - Ενας Δρόμος" της Κίνας και των άλλων προσπαθειών της να θέσει αναπτυσσόμενα κράτη στην τροχιά της».

Η ίδια η DFC, με διαθέσιμα επενδυτικά κεφάλαια ύψους 60 δισ. ευρώ, υπερδιπλάσια από αυτά που διέθεταν οι προκάτοχοί της κρατικοί επενδυτικοί οργανισμοί, συστήνεται ως εξής: «Καθιστούμε την Αμερική ισχυρότερο και πιο ανταγωνιστικό ηγέτη της παγκόσμιας ανάπτυξης, με μεγαλύτερη ικανότητα να συνεργάζεται με συμμάχους σε προγράμματα μετασχηματισμού. Επιπλέον, παρέχουμε στον αναπτυσσόμενο κόσμο οικονομικά ορθές εναλλακτικές λύσεις, έναντι μη βιώσιμων και ανεύθυνων κρατικών πρωτοβουλιών», «φωτογραφίζοντας» βέβαια την οικονομική διείσδυση που επιχειρεί η Κίνα.

Με βάση τα παραπάνω, καθόλου τυχαίο δεν είναι ότι το πρώτο γραφείο της DFC στο εξωτερικό επελέγη να λειτουργήσει στο Βελιγράδι, με ευθύνη για τα Δυτικά Βαλκάνια, τα οποία είναι από τα βασικότερα πεδία του οικονομικού ανταγωνισμού των ΗΠΑ - ΕΕ με την Κίνα.


Δ. Μ.


«Γωνιές» προπαγάνδας και «ήπιας διπλωματίας»

Ο Τζ. Πάιατ, σε «Αμερικανική Γωνιά» στη Σπάρτη
Ο Τζ. Πάιατ, σε «Αμερικανική Γωνιά» στη Σπάρτη
Ερευνα που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα από το αμερικανικό κέντρο ερευνών κοινής γνώμης «Pew» σε 10 χώρες (Ιταλία, Ολλανδία, Ισπανία, Βέλγιο, ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία, Ελλάδα, Βρετανία, Καναδά), όπως και στη Σουηδία (συνεργάζεται, αλλά δεν είναι μέλος του ΝΑΤΟ), καταγράφει ένα ποσοστό της τάξης του 57% για την Ελλάδα που έχει αρνητική γνώμη για το ΝΑΤΟ, έναντι μόλις 38% που έχει θετική.

Το ποσοστό αυτό των αρνητικών απόψεων είναι το μεγαλύτερο ανάμεσα σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. Μάλιστα, οι «κάθετα αρνητικές απόψεις» αυξήθηκαν σε 21% από 16% το 2019 (το 2020 δεν έγινε η έρευνα στην Ελλάδα) και οι «κάπως αρνητικές απόψεις» από 35% σε 36%.

Σύμφωνα με την έρευνα, ο μέσος όρος θετικής άποψης βρίσκεται στο 61%, με πρώτη την Ιταλία (72%) και με οριακή αύξηση της τάξης του 1% - 4% από το 2009. Οι θετικές απόψεις για το ΝΑΤΟ έχουν μειωθεί σε πορεία χρόνων σημαντικά σε Γερμανία και Γαλλία, από 73% και 71% το 2009 αντίστοιχα, σε 59% και 51% φέτος.

Χωρίς η αρνητική γνώμη για το ΝΑΤΟ να ξεκινάει για όλους από την ίδια αφετηρία και να εδράζεται στους ίδιους λόγους, τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι, παρά τις τεράστιες προσπάθειες ξεπλύματος της δολοφονικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας και της συμμετοχής της χώρας σ' αυτήν, απ' όλα τα αστικά κόμματα και τις κυβερνήσεις, παρά το χρήμα και τα μέσα που διατίθενται αφειδώς γι' αυτόν το σκοπό, ένα μεγάλο τμήμα του ελληνικού λαού δεν δείχνει να «πείθεται»...

Αυτός είναι προφανώς ο λόγος για τον οποίο ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια εντείνεται η προσπάθεια χειραγώγησης του λαού και ειδικά της νεολαίας σε ό,τι αφορά την άποψή τους για το ΝΑΤΟ, σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, που αποτελεί προπύργιο για τα αμερικανοΝΑΤΟικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, με την αστική τάξη να μπλέκεται όλο και πιο βαθιά σ' αυτόν τον επικίνδυνο σχεδιασμό.

Πέρα από όλα όσα περιγράφονται στο διπλανό άρθρο (επενδύσεις αμερικανικών συμφερόντων σε στρατηγικές υποδομές της Ελλάδας κ.ά.), ένα από τα εργαλεία της «ήπιας διπλωματίας» με τα οποία επιχειρείται ο εξωραϊσμός της λυκοσυμμαχίας στην Ελλάδα είναι οι «Αμερικανικές Γωνιές», ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού, «με περισσότερες από 650 τοποθεσίες σε όλο τον κόσμο», όπως αναφέρει στην ιστοσελίδα της η αμερικάνικη πρεσβεία.

Οι «Αμερικανικές Γωνιές» αποτελούν «ισχυρά στρατηγικά εργαλεία δημόσιας διπλωματίας που υποστηρίζουν τους στόχους εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, παρέχοντας τεχνολογικά σύγχρονους και φιλόξενους χώρους για άμεση συμμετοχή του ξένου κοινού», αναφέρει η πρεσβεία και συνεχίζει:

«Η άμεση συμμετοχή του κοινού στον πυρήνα των "Αμερικανικών Γωνιών" παρέχει στην κυβέρνηση των ΗΠΑ σημαντικές ευκαιρίες για την προώθηση των στόχων πολιτικής και την άσκηση ισχυρού, θετικού αντίκτυπου στον τρόπο με τον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετωπίζονται και γίνονται κατανοητές σε όλο τον κόσμο».

Μάλιστα, η εκπαίδευση που λαμβάνει το προσωπικό που απασχολείται σε αυτές τις δομές, όπως αναφέρει η ετήσια έκθεση του προγράμματος για το 2019, «παρέχει στέρεες βάσεις για την κατανόηση της εθνικής ασφάλειας των ΗΠΑ και των ολοκληρωμένων στρατηγικών της χώρας».

Στη χώρα μας, μόλις πριν από έναν μήνα, στις 3 Ιούνη, ο Αμερικανός πρέσβης υπέγραψε μνημόνιο συνεργασίας με την ΧΑΝΘ και τη ΜΚΟ «Eduact» στη Θεσσαλονίκη για τη δημιουργία του «Thessaloniki TechLab», της έκτης «Αμερικανικής Γωνιάς» στην Ελλάδα, επεκτείνοντας έτσι το δίκτυο που λειτουργεί στη χώρα μας από το 2003.



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ