ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Αυγούστου 2004
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ ΡΟΔΟ
Αυτό το καλοκαίρι

1. Ανάμεσα στο ζέπελιν που μας ακολουθεί σαν σκυλί και την τούρτα από την οποία ξεπετάχτηκε η δεσποινίς «Κακομοίρα» στη συναυλία του Σαββόπουλου, εμείς προσπαθούμε να καταλάβουμε πού θα καταλήξει όλη αυτή η φαρσοκωμωδία. Αυτοί, του '60 οι εκδρομείς, παραιτημένοι και αδρανείς, παραμυθιασμένοι εγωπαθείς, αυτόπτες ψευδομάρτυρες ολκής, φανατικοί της πλούσιας ζωής, ήσυχης μες στην παραδοχή, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια δικάζουν ...τα κύτταρα τα νεκροζώντανα. Κρίμα τα τραγούδια!

2. Το σύνθημα «Ο,τι θέλει ο λαός» τώρα έχει περάσει στα χέρια των αοιδών, μεσαίων τραγουδοποιών, τροβαδούρων διαλεχτών, μέτριων ηθοποιών και μικροαστών τιμημένων.

3. Είναι καιρός πια η γνωστή διάγνωση περί απάθειας των διανοουμένων να καταλήξει στον κάλαθο των αχρήστων. Οι διανοούμενοι είναι μέρος της πραγματικότητας, έχουν ίδιον όφελος, δεν ψοφάνε απλά για ακροατήριο, αλλά θέλουν να μας κυβερνήσουν. Είναι καιρός πια να γίνουμε μαζί τους ανελέητοι, όπως και σ' αυτό το απάνθρωπο σύστημα που μας περιβάλλει.

4. Αραγε η χάρις του Θεού θα βοηθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες; Ή τουλάχιστον η οργή του; Ο Χριστόδουλος δεν έχει διαβάσει Βολταίρο. Ο Βολταίρος σώθηκε διπλά όχι μόνο γιατί δε γνώρισε στη ζωή του τον Χριστόδουλο, αλλά και επειδή ως άνθρωπος δεν είχε το Θεό του. Το γεγονός αυτό τον οδήγησε, όταν έφτασε η ώρα να μιλήσει για το επίμαχο θέμα της παρέμβασης του Θεού, να μνημονεύσει (στο Φιλοσοφικό του Λεξικό) τον πατέρα Λακτάντιο, ο οποίος (στο βιβλίο του Η οργή του Θεού) βάζει στο στόμα του Επίκουρου τα ακόλουθα: «"Είτε ο Θεός θέλει να εξαλείψει το κακό από τον κόσμο και δεν μπορεί, είτε μπορεί και δεν το θέλει, ή δε θέλει ούτε μπορεί, ή, τέλος, και θέλει και μπορεί. Αν θέλει και δεν μπορεί, τούτο σημαίνει αδυναμία, που είναι αντίθετη προς τη φύση του Θεού. Αν μπορεί και δε θέλει, αυτό σημαίνει κακία, που είναι τουλάχιστον εξίσου αντίθετη με τη φύση Του. Αν ούτε θέλει ούτε μπορεί, αυτό σημαίνει ταυτόχρονα κακία και αδυναμία. Αν θέλει και μπορεί (μόνη εκδοχή που ταιριάζει στον Θεό), τότε από πού προέρχεται το κακό στη γη;" Το επιχείρημα είναι συντριπτικό (σχολιάζει ο Βολταίρος). Και ο Λακτάντιος απαντά πολύ άσχημα, λέγοντας ότι ο Θεός θέλει το κακό, αλλά μας έχει δώσει τη σοφία με την οποία αποκτάται το καλό. Πρέπει να ομολογήσουμε ότι αυτή η απάντηση δεν αντέχει στον αντίλογο, αφού υποθέτει ότι ο Θεός δεν μπορούσε να δώσει τη σοφία παρά μόνο δημιουργώντας το κακό: ωραία σοφία!». Κατόπιν αυτού, τα ανωτέρω πρέπει να τα λάβουν γνώση οι ιερείς που αγαπούν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, η Ιερά Σύνοδος και το κοκοράκι Επιφάνιος, δεξί χέρι του Αρχιεπισκόπου. Αυτή είναι η προσφορά του Βολταίρου στο σώμα της Ελληνικής Εκκλησίας σχετικά με τη συζήτηση που έχει ξεσπάσει στους κόλπους της γύρω από τους τρόπους που το «θείον» θα κάνει την παρουσία του στους Αγώνες. Αμήν!

5. Ακόμη δεν έφυγες αυτό το καλοκαίρι; Θυμάμαι το ποίημα της Ντόρας Μάαρ: «Ξεπέρασα το κύμα / και τώρα ελεύθερη να δράσω προς το εσωτερικό καλοκαίρι / ακούω αυτό το μυστικό μέσα στο είναι / αυτό το μυστικό / μυστικό και για μένα την ίδια».


Του
Γιώργου ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ


Ομάρα Πορτουότο

«Ιέρεια» της μουσικής παράδοσης της Κούβας

Η διάσημη Κουβανή τραγουδίστρια, μοναδική γυναίκα του «Buena Vista Social Club», ήρθε στην Αθήνα, όπου την Πέμπτη 15 του Ιούλη παρουσίασε στο Θέατρο Βράχων το τελευταίο της άλμπουμ «Flor de amor» («Λουλούδι του έρωτα»).

Η Ομάρα Πορτουότο γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1930 σε μια συνοικία της Αβάνας. Προέρχεται από μια οικογένεια σχετικά εύπορη. Ο πατέρας της ήταν νέγρος ποδοσφαιριστής και η μητέρα της λευκή, κόρη Ισπανού. «Αγαπήθηκαν πολύ, λέει σε μια συνέντευξή της η Ομάρα. Οι φυλετικές προκαταλήψεις εκείνο τον καιρό ήταν μεγάλες. Ομως, στο σπίτι είχαν το καταφύγιό τους και απολάμβαναν αυτό που η κοινωνία τους αρνιόταν. Οι δυο τους τραγουδούσαν πολύ καλά. Κοντά τους έμαθα να τραγουδώ».

Ξεκίνησε το 1945 ως χορεύτρια, παρέμεινε για 15 χρόνια στο γυναικείο κουαρτέτο «Las D' Aida», γνώρισε τον Νατ Κινγκ Κόουλ, ενώ στη δεκαετία του 1970 ταξίδεψε σ' όλο τον κόσμο με την ορχήστρα Αραγκόν. Το 1977 την ανακάλυψε ο Βιμ Βέντερς μαζί με άλλους φημισμένους Κουβανούς σονέρος. Η φήμη της απλώνεται σ' όλο τον κόσμο, θεωρούμενη ως η πρέσβειρα της παραδοσιακής μουσικής της Κούβας.

Ακούγοντας το «Flor de amor» κάποιος αρχίζει να πετάει. Να πετάει μέχρι το παρελθόν και να το ανακαλεί. Ξαναβρίσκει αξέχαστες μελωδίες των Zafiτος. Θυμάται το filin (μουσικό είδος που στηρίζεται στο αίσθημα). Πιάνο, κιθάρα, bolero, guajiras, όλα τα είδη της μουσικής παράδοσης του νησιού εκφράζονται σ' αυτό το άλμπουμ. Μια παράδοση που στηρίζεται στους νέγρους και στους αγροτικούς πληθυσμούς.

Η αξία αυτής της παράδοσης διατυπώθηκε από τον Fernando Otris (Φερνάντο Οτρις) το 1934, που από την επιθεώρηση «Diario de la marina» στη σελίδα «ιδανικά μιας ράτσας» μαζί με άλλους διανοούμενους αγωνιζόταν ενάντια στον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό. Γράφει ο Otris: «Σ' αυτούς τους δύσκολους χρόνους των εθνικών θλίψεων και της βαθιάς τραγικότητας, όταν ο Κουβανός πρέπει, για να επιβιώσει, ν' αρχίσει να ξαναβρίσκει τον εαυτό του ενάντια στις καταστροφικές πιέσεις των ξένων ιμπεριαλιστών, στην οικονομία όπως και στην πολιτική, είναι απαραίτητο να διατηρηθούν όλες οι εκδηλώσεις του κουβανέζικου πνεύματος. Ο οικονομικός ιμπεριαλισμός μάς ρουφάει το αίμα. Μας αφαιρεί την οικονομική ανεξαρτησία. Ο ιδεολογικός μάς καταστρέφει την ηθική ζωή. Μας αφαιρεί την ψυχή. Αςπροσπαθήσουμε λοιπόν να γνωρίσουμε τους ίδιους μας τους εαυτούς. Να αποστάξουμε τις ουσίες μας, να τις διατηρήσουμε αγνές απομακρύνοντας εκείνες, δικές μας ή ξένες, που είναι σαπισμένες ή φέρνουν στη ζωή μας ένα θανάσιμο δηλητήριο. Και ας μην ξεχνάμε πως η τοπική μουσική είναι μια από τις δυνατές εκφράσεις ενός έθνους και πως η κουβανέζικη μουσική δίνει στον κόσμο ήχους που φτάνουν σ' όλους τους λαούς».


Η μουσική στην Κούβα συνδυάζεται με το χορό και τη λαϊκή ποίηση. Ο Νικολάς Γκιγιέν στην πρώτη του ποιητική συλλογή «Motives de son» ακολουθεί τους ήχους και τους ρυθμούς της λαϊκής μουσικής. «Ποιος είναι ο προσανατολισμός της ποίησής μου; Πιστεύω ότι το έχω βρει. Με γοητεύει η σπουδή του λαού, η αναζήτηση των βαθιών του σπλάχνων. Η ερμηνεία του πόνου του και των απολαύσεών του».

Η Ομάρα δίνει ζωή σ' ένα μυθικό μουσικό θησαυρό. Αυτός είναι ένας δίσκος για να απολαμβάνεις, για να αφήνεσαι, να ξεχνιέσαι. Ο δίσκος είναι πολύ γλυκός, πολύ τρυφερός. Είναι κουβανέζικη μουσική, όμως περιεκτική, χωρίς στενότητες. Στηρίζεται στις κιθάρες. «Η κιθάρα είναι ένας σύντροφος ιδανικός γι' αυτή τη μουσική. Της δίνει ένα χαρακτήρα πολύ οικείο», διαβεβαιώνει σε μια συνέντευξή της η αγέραστη Κουβανή τραγουδίστρια.

Τα θέματα του ρεπερτορίου της τα είχαν κάνει γνωστά προγενέστεροι φημισμένοι ερμηνευτές (Pedro Vargas - Πέδρο Βάργκας, Elena Burke - Ελενα Μπούρκε, Calina Conzalez - Γκαλίνα Γκονζάλες και οι Los Zafitos - Λος Ζαφίτο). Σ' αυτούς είναι αφιερωμένα το «Flor de amor». Ολοι, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, βρίσκονται σ' αυτό τον δίσκο.

Η Ομάρα Πορτουότο είναι μια παραδοσιακή τραγουδίστρια. Είναι υπερήφανη γι' αυτό. Λατρεύει τη χώρα της. Σ' ερώτηση, αν σκέφτηκε ποτέ να την εγκαταλείψει, απαντά: «Οχι, απολύτως όχι. Είμαι Κουβανή 100%. Αγαπώ τα πάντα στη χώρα μου. Από το ρύζι και τα φασόλια μέχρι τον ήλιο, το σπίτι μου, τη θάλασσα και τον κόσμο. Κάθε φορά που ταξιδεύω, πεθαίνω να γυρίσω κοντά της».



Κική ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ