Ενα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ευρώπη, το φάντασμα της δικτατορίας του χρηματιστικού κεφαλαίου και των πολυεθνικών.
Η παράφραση της πρότασης με την οποία ο Μαρξ και ο Ενγκελς ξεκινούν το μνημειώδες έργο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, δε νομίζουμε ότι περικλείει τον κίνδυνο της υπερβολής.
Σήμερα η δυναμική της εξέλιξης του ιμπεριαλιστικού πολιτικου-οικονομικού συστήματος στην Ευρώπη, που προωθείται από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και τις μεταλλάξεις της, το οποίο όλο και περισσότερο αναπροσαρμόζει τις παλαιού τύπου αστικοδημοκρατικές δομές, και έχει γράψει στα λάβαρά του το σύνθημα της αντιδραστικής "ευρωπαϊκής πολιτείας", αποτελεί μία ζοφερή πραγματικότητα. Το ερώτημα που προβάλλει ευθέως από τις δραματικές εξελίξεις που έλαβαν χώρα τη δεκαετία του '90, είναι πλέον μέχρι σε ποιο βαθμό μπορεί να φτάσει η αντιδραστική στάση των οικονομικών και πολιτικών κορυφών. Ηδη αμφισβητούνται και κατεδαφίζονται τα εργασιακά δικαιώματα των ευρωπαϊκών λαών. Μήπως οι ευρωπαϊκοί λαοί θα πρέπει να προετοιμάζονται και για άλλες οδυνηρές εξελίξεις; Ευθέως προβάλλει πλέον το ζήτημα ότι η αντιδραστική Ευρώπη του πολυεθνικού κεφαλαίου στρέφει το βλέμμα της και προς την κατεύθυνση της "αναμόρφωσης" και "προσαρμογής" βασικών συνδικαλιστικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Και θα πρέπει να ανησυχούμε σοβαρά ότι μία τέτοια προοπτική κάθε άλλο παρά θεωρητική μπορεί να είναι. Αλλωστε η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι το πολιτικό εποικοδόμημα πάντα αντιδρούσε με μία χρονική υστέρηση στις αλλαγές της παραγωγικής βάσης.
Τα όσα οικονομικά και πολιτικά γεγονότα έλαβαν χώρα στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης την τελευταία τουλάχιστον 15ετία αποτελούν ένα θαυμαστό μάθημα διαλεκτικής αλληλεπίδρασης μεταξύ της οικονομικής βάσης (τον τόνο της οποίας δίνει κυρίως το ευρωπαϊκό μονοπωλιακό κεφάλαιο) και των διακρατικών συμφωνιών και ρυθμίσεων, οι οποίες δρουν σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ευρωπαϊκή Επιτροπή και συναφείς επιτροπές), αλλά και του πολιτικού εποικοδομήματος σε επίπεδο εθνικών κρατών.
Στις εξελίξεις που διαδραματίζονται επέδρασε η ραγδαία εξέλιξη της επιστημονικής - τεχνολογικής επανάστασης που εκδηλώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του '60. Η μαζική χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών, η ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών και των μεταφορών δημιουργούν νέα δεδομένα στην παραγωγική διαδικασία, καθώς παράγονται εμπορεύματα φθηνότερα και σε μαζική κλίμακα. Κάθε πράγμα όμως έχει και αρνητικές πλευρές. Και το αρνητικό της υπόθεσης είναι ότι παραγωγοί και χρήστες των νέων τεχνολογιών είναι πρωτίστως οι πολυεθνικές εταιρίες, επιχειρηματικές και τραπεζικές. Και πραγματικά η χρήση των νέων τεχνολογιών από τις μεγάλες εταιρίες τούς δίνει συγκριτικά πλεονεκτήματα ως προς τις μικρότερες, καθώς οι πρώτες είναι σε θέση να εκσυγχρονιστούν με βάση στρατηγικούς σχεδιασμούς κλίμακας, να παράγουν φθηνότερα και να εκτοπίσουν τους ανταγωνιστές τους με πολλαπλάσια πιο γρήγορους ρυθμούς απ' ό,τι πριν. Οι δυνατότητες παραγωγής σε μαζική κλίμακα, καθώς και η συσσώρευση κεφαλαίου δημιουργούν νέα δεδομένα στις κορυφές του κεφαλαίου. Τα πολυεθνικά μονοπώλια απαιτούν την απόλυτη ελευθερία κίνησης και δράσης σε διεθνές επίπεδο και αισθάνονται εμπόδια από τα προστατευτικά τελωνειακά και φορολογικά τείχη που ύψωναν μεταξύ τους τα κράτη. Τα στενά όρια των εθνικών αγορών "έσπασαν" με την εμφάνιση των μονοπωλίων από τις αρχές του αιώνα, αλλά δεν αρκεί αυτό για τη δράση των πολυεθνικών που απαιτούν τη δημιουργία της μεγάλης ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς.
Οι εθνικές κυβερνήσεις των κρατών - μελών της ΕΟΚ προωθούν το 1990 τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Η συνθήκη αυτή, η οποία έχει ως ορόσημο τη δημιουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης (ΟΝΕ), υιοθετεί τρία στάδια: α) Την πλήρη κατάργηση των οικονομικών συνόρων, η οποία έγινε πράξη από 1/1/92. β) Την εφαρμογή σκληρών δημοσιονομικών προγραμμάτων λιτότητας που αγκάλιαζαν τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με στόχο την επίτευξη των περιβόητων κριτηρίων (πληθωρισμός, ελλείμματα, δημόσιο χρέος, επιτόκια. γ) Το γ στάδιο της ΟΝΕ, όπου - όπως γνωρίζουμε σήμερα - μετά τη Σύνοδο Κορυφής στις αρχές του Μάη, εντάσσονται 11 τελικά χώρες. Καρδιά της συνθήκης είναι οι τέσσερις "ελευθερίες", της κίνησης των εμπορευμάτων, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων και των εργαζομένων.
Πρόκειται φυσικά για πολιτικές αποφάσεις που λύνουν τα χέρια του μονοπωλιακού κεφαλαίου να εισβάλλει και να λεηλατεί τις αγορές των περιφερειακών χωρών της ΕΕ (ελευθερία κίνησης εμπορευμάτων και υπηρεσιών), ενώ ασκούνται τρομακτικές πιέσεις και στην αγροτική οικονομία, λόγω των ελεύθερων εισαγωγών από χώρα σε χώρα, καθώς και από τρίτες χώρες χαμηλού κόστους. Η δε "ελευθερία" της κίνησης κεφαλαίων, η δυνατότητα γοργής μετακίνησης χρηματικού κεφαλαίου, καθαγιάζει ουσιαστικά τη δράση του χρηματιστικού κεφαλαίου, ενώ δημιουργεί προϋποθέσεις ώστε οι κρίσεις, και ιδιαίτερα οι νομισματικές, να επιδρούν σε παγκόσμιο επίπεδο και να αποκτούν πιο μόνιμο χαρακτήρα.
Οι πολιτικές αποφάσεις, που καθοδηγούνται από το σκληροπυρηνικό διευθυντήριο των Βρυξελλών και από το γαλλογερμανικό άξονα, έχουν ως αποτέλεσμα την πολύπλευρη ενίσχυση των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Οι τελευταίες πραγματοποιούν μυθική συσσώρευση κερδών, η οποία τροφοδοτείται από παντού. Από τη σκληρή δημοσιονομική πολιτική, η οποία περικόπτει κοινωνικές δαπάνες, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα μεταφοράς κεφαλαίων στις επιχειρήσεις μέσω των μηχανισμών που διατηρούν τα αστικά κράτη. Από την εισβολή εμπορευμάτων και υπηρεσιών στις άλλοτε προστατευόμενες εθνικές αγορές, οι οποίες έχουν τώρα αλωθεί. Από τα κερδοσκοπικά παιχνίδια που γίνονται με τις τιμές συναλλάγματος, τα παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα, την "άνθηση" των περιφερειακών χρηματιστηρίων και τις διαφορές επιτοκίων μεταξύ των χωρών - μελών. Από τη νεοφιλελεύθερη φορολογική πολιτική που υιοθέτησαν οι εθνικές κυβερνήσεις, οι οποίες στο όνομα του ανταγωνισμού μείωσαν τους συντελεστές φορολογίας των επιχειρηματικών κερδών, ενώ παράλληλα αύξησαν τα φορολογικά βάρη στα λαϊκά στρώματα μέσω της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας. Από τις αποικιοκρατικές συμβάσεις κατασκευής των δημοσίων έργων που υπέγραψαν οι χώρες "συνοχής" με πολυεθνικές κατασκευαστικές εταιρίες, στα πλαίσια της εφαρμογής των δύο πακέτων "στήριξης". Παράλληλα, η μια μετά την άλλη όλες οι χώρες εισάγουν νομοθεσίες που επιτρέπουν την "ελαστικοποίηση" των εργασιακών σχέσεων, αρχής γενομένης από τη θατσερική Αγγλία, ενώ προωθείται και η "αναμόρφωση" του ασφαλιστικού συστήματος, στην κατεύθυνση της μείωσης των εργοδοτικών επιβαρύνσεων, της αύξησης των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση και της ανάπτυξης των ιδιωτικής ασφάλισης.
Ο τελευταίος παράγοντας είναι το ευρύτατο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων που αγγίζει τόσο τον "στενό" δημόσιο τομέα, ο οποίος εκχωρεί συνεχώς δραστηριότητες σε ιδιώτες όσο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, ο οποίος πουλεί τη μία επιχείρηση μετά την άλλη στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Πρόκειται για μία περίοδο ασύλληπτης και τρομακτικής μεταφοράς εισοδημάτων από την εργασία στο κεφάλαιο, το οποίο συσσωρεύει κέρδη και γεμίζει τα θησαυροφυλάκιά του.
Οι πολιτικές παρεμβάσεις λοιπόν οδηγούν στη μεγάλη αύξηση των επιχειρηματικών και τραπεζικών κερδών. Και οι τελευταίες με τη σειρά τους τι κάνουν; Θωρακισμένες με τα ιλιγγιώδη κέρδη οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, επιδίδονται σε έναν αγώνα δρόμου, σε έναν άγριο ανταγωνισμό για κατάκτηση αγορών σε παγκόσμιο επίπεδο. Με τις μεγάλες εξαγορές και συγχωνεύσεις, επεκτείνεται η δράση τους και σε άλλους τομείς κλπ. Ο μονοπωλιακός ανταγωνισμός οδηγεί στη συγκεντροποίηση, σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα απ' ό,τι πιο πριν, συσσωρεύοντας κεφάλαιο σε λιγότερα χέρια. Με τις εξαγορές και συγχωνεύσεις παντού, σε Ευρώπη, Αμερική, Ιαπωνία, εμφανίζονται διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις και συνεργασίες σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα. Σε όλη τη δεκαετία του '90 τα "παντρολογήματα" των κολοσσών δίνουν και παίρνουν. Στην Ιαπωνία δημιουργείται τραπεζικός γίγαντας με τη συγχώνευση των τραπεζών "Mitshubishi" και "Tokio Bank". Η απάντηση ήρθε από την Αμερική όπου με τρόμο πληροφορήθηκαν οι οικονομικές αγορές την εξαγορά ύψους 72 δισ. δολαρίων (22 τρισ. δραχμές) της "City Corp" από την "Travelling", ενώ η "Bank America" εξαγόρασε την "Nation Bank". Στην Ελβετία η τράπεζα SBC εξαγοράζει με 23 δισ. δολάρια την UBS. Στο χώρο των τηλεπικοινωνιών, στις ΗΠΑ έχουμε τη δεύτερη και τρίτη μεγαλύτερη εξαγορά εταιριών σε ολόκληρο τον πλανήτη, καθώς η SBC εξαγόρασε με 62 δισ. δολάρια την "Americen", ενώ η επίσης τηλεπικοινωνιακή MCH εξαγόρασε με 60 δισ. δολάρια την "World Com". Στο χώρο της αυτοκινητοβιομηχανίας ανακοινώθηκε πριν από λίγες μέρες η συγχώνευση της "Chrysler" με την "Mercedes", ενώ στο χώρο των αερομεταφορών η συγχώνευση των εταιρίων "Boeing" και "Delta" δημιούργησε "μίνι" κρίση στις σχέσεις των ΗΠΑ και της ΕΕ.
Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός γεννάει τεράστιες μονοπωλιακές επιχειρήσεις, αλλά γίνεται ακόμη πιο οξύς. Το καπιταλιστικό πολιτικό εποικοδόμημα θα πρέπει να προσαρμοστεί στις νέες αλλαγές που επήλθαν στην παραγωγική βάση. Η σχέση μεταξύ πολιτικής και οικονομίας πρέπει να εκφραστεί, όπως και η αντιστοιχία οικονομικής βάσης και πολιτικού εποικοδομήματος, όσο γίνεται πιο πιστά. Τα Κοινοβούλια, τα μαζικά πολυσυλλεκτικά αστικά πολιτικά κόμματα, όπου και η "βάση" είχε κάποιο λόγο, οι συμβιβασμένοι ρεφορμιστές ηγέτες με τους οποίους έπρεπε να συνυπάρχει το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα και οι επιχειρηματικοί φορείς, προς χάριν... της κοινωνικής ειρήνης, προσαρμόζονται σε νέα δεδομένα. Οι "αγορές" απαιτούν πλέον ένα νέο θεσμικό πλαίσιο, όπου οι έννοιες "δημοκρατία", "έλεγχος", "λαϊκά δικαιώματα" όχι μόνο δεν είναι αρεστές και ευπρόσδεκτες, αλλά απεναντίας ύποπτες... Τα ερμητικά κλειστά "κλαμπ" των οικονομικά ορθόδοξων οικονομολόγων και πολιτικών, οι οποίοι έχουν υποστεί "αποστείρωση" και έχουν "απεξαρτηθεί" από επιδράσεις λαϊκής δυσφορίας, έρχονται να επιβάλουν πλέον τους κανόνες πολιτικής. Φυσικά σε καθεστώς πλήρους συνεργασίας με τις πολυεθνικές εταιρίες και προς το συμφέρον των τελευταίων. Σ' αυτή την κατεύθυνση προσαρμόζουν τη λειτουργία τους και οι θεσμοί του εθνικού αστικού κράτους.
Τέτοια κλειστά "κλαμπ" είναι σήμερα τα θεσμικά όργανα που συγκροτούν την υπερεθνική Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ). Οπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που είναι αποφασιστικό όργανο σε επίπεδο ΕΕ, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και σαν γαρνιτούρα της ιστορίας το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σε ρόλο διακοσμητικό.
Οι προσαρμογές στο εποικοδόμημα το κάνουν περισσότερο αντιδημοκρατικό και αντιδραστικό σε σχέση με αυτό που οικοδομήθηκε μεταπολεμικά σε επίπεδο εθνικών κρατών. Η ενσωμάτωση των εργαζομένων μέσω των κατ' επίφαση δημοκρατικών θεσμών (Κοινοβούλιο, αστικά κόμματα, ρεφορμιστικά συνδικάτα) συμπληρώνεται με νέους θεσμούς σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο (ΟΚΕ, "κοινωνικός διάλογος", δίκτυα κλπ.), προκειμένου να αντιμετωπίζει πιο αποτελεσματικά το κεφάλαιο τις αντιθέσεις του με τους λαούς. Και κοντά σ' αυτούς ενισχύεται η δράση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Εχουμε λοιπόν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, της οποίας οι επίτροποι είναι διορισμένοι από τις κυβερνήσεις, ενώ ο πρόεδρός της διορίζεται μετά από παρασκηνιακές διαβουλεύσεις των μεγάλων δυνάμεων της ΕΕ. Οι εθνικές κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να λαμβάνουν υπόψη το λεγόμενο "πολιτικό κόστος", τις λαϊκές δηλαδή αντιδράσεις από την εφαρμογή αντιλαϊκών πολιτικών, ενώ για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η λαϊκή επίδραση είναι από ελάχιστη έως και μηδαμινή. Ολα τα χρόνια εφαρμογής των προγραμμάτων λιτότητας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έπαιξε θαυμάσια το ρόλο του συντονιστή - καθοδηγητή, με σιδερένια πυγμή, των νεοφιλελευθέρων πολιτικών κατά μήκος και κατά πλάτος της Ευρωπαϊκής Ενωσης, σε αγαστή συνεργασία με τις εθνικές κυβερνήσεις των ισχυρών της ΕΕ. Σε πιο ερμητικό καθεστώς, με φαινομενικά ανεξέλεγκτες εξουσίες πρόκειται να λειτουργήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, για την οποία θεσπίστηκε πλαίσιο "ανεξαρτησίας" δράσης από τα υπόλοιπα κέντρα εξουσίας, αλλά όχι και από την πολιτική που καθορίζει η Συνθήκη Μάαστριχτ. Η αντίθεση Γαλλίας - Γερμανίας για το διοικητή της δείχνει και το ενδιαφέρον ελέγχου της τράπεζας. Οι αποφάσεις για τη χάραξη της νομισματικής - συναλλαγματικής πολιτικής των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα λαμβάνεται από μία ολιγομελή ομάδα (της διοίκησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), η οποία φαίνεται να μην υποχρεώνεται να δίνει λόγο στις εθνικές κυβερνήσεις, αλλά ούτε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τις Συνόδους Κορυφής των κρατών - μελών.
Εχουμε δηλαδή ένα κέντρο το οποίο θα λαμβάνει αποφάσεις κολοσσιαίας σημασίας, μια και θα αφορούν τα συναλλαγματικά αποθέματα, την πολιτική επιτοκίων, χρηματοδοτήσεις κλπ., αλλά στα πλαίσια των διακρατικών συμφωνιών και του Μάαστριχτ.
Είναι εμφανές ότι η Ευρώπη ολόκληρη έχει ήδη μπει σε επικίνδυνες ατραπούς, σε σκοτεινά μονοπάτια, για τους λαούς.
Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων κάθε χώρας, η κοινή πάλη όλων των λαών της Ευρώπης ενάντια στην καταστρεπτική αυτή πολιτική προβάλλει στην επικαιρότητα με τη λογική του μονόδρομου. Αλλος δρόμος δεν υπάρχει.
Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ
Η κυβέρνηση Σημίτη, υποτάσσοντας τα πάντα στη λογική του "μονόδρομου" της ΟΝΕ, δεν προτίθεται να σταματήσει τον ολισθηρό - επικίνδυνο και κατηφορικό δρόμο που έχει επιλέξει, πριν φτάσει στον... πάτο. Υιοθετώντας την αντιδραστική θεωρία "δημοκρατία και ανάπτυξη δε συμβιβάζονται", σήμερα αντιπαραθέτει στις αντιδράσεις των εργαζομένων τα ΜΑΤ και τον αυταρχισμό. Τι θα κάνει αύριο;
Αποφασισμένη να μη σταματήσει πριν φτάσει στον πάτο, φαίνεται η κυβέρνηση των "εκσυγχρονιστών" του "νέου" ΠΑΣΟΚ, που της... έλαχε ο κλήρος να έχει πρωθυπουργό τον καθηγητή Κ. Σημίτη.Με την τακτική και την πρακτική της, η κυβέρνηση Σημίτη έχει υιοθετήσει την αντιδραστική θεωρία που λέει ότι "δημοκρατία και ανάπτυξη δε συμβιβάζονται"! Και το δυσάρεστο είναι, ότι οι αντιδράσεις στην ολισθηρή πορεία που επέλεξε η κυβέρνηση Σημίτη δεν είναι αυτές τις οποίες απαιτεί η σοβαρότητα του θέματος για την πρόληψη καταστάσεων, πριν είναι αργά...
Το ότι η κυβέρνηση του "νέου" ΠΑΣΟΚ έχει επιλέξει αυτόν τον επικίνδυνο και ολισθηρό δρόμο, το βεβαιώνουν και μια σειρά γεγονότα των τελευταίων ημερών, που εκφράζουν την πρόθεση της κυβέρνησης να ολοκληρώσει την εφαρμογή μέτρων και πολιτικών που οδηγούν στη "βίαια" μεταφορά εισοδημάτων από τις τσέπες των πλατιών λαϊκών στρωμάτων στα θησαυροφυλάκια του πολυεθνικού κεφαλαίου και των κάθε είδους συνεταίρων τους στην Ελλάδα. Μεταξύ των μέτρων αυτών είναι και η απόφαση για την ιδιωτικοποίηση της "Ολυμπιακής" (χτες), της Ιονικής (σήμερα) και άλλων ΔΕΚΟ (αύριο), ή το ξήλωμα των εργασιακών σχέσεων, των κοινωνικοασφαλιστικών κατακτήσεων (μεθαύριο).
Ολα αυτά κάνουν επίκαιρη την ανησυχία, που είχε εκφράσει ο "Ρ" πριν δύο χρόνια (στις 29 - 9 - 96), σε άρθρο - ανάλυση με τον τίτλο: "Η πολλή δημοκρατία... βλάπτει την ανάπτυξη". Αφορμή για τη συγκεκριμένη ανάλυση, μας είχε δώσει σχετικό άρθρο της εφημερίδας "Γκάρντιαν", που - στρώνοντας το χαλί για το ξήλωμα στοιχειωδών κατακτήσεων ακόμη και αστικών δημοκρατικών ελευθεριών - έθετε το εξής ψευτοδίλημμα: Οι κυβερνήσεις των χωρών που θέλουν να επιβιώσουν στη "νέα τάξη πραγμάτων" της "παγκοσμιοποιημένης" οικονομίας, της ΟΝΕ κλπ., θα πρέπει να γνωρίζουν ότι... αν δεν προχωρήσουν αποφασιστικά στο "κουτσούρεμα" ακόμη και αυτών των αστικών και δημοκρατικών ελευθεριών, δεν πρόκειται να δουν με τα μάτια τους ανάπτυξη!
Στο άρθρο της "Γκάρντιαν", που είχε δει το φως της δημοσιότητας τον Αύγουστο του 1996 με τον τίτλο: "Λιγότερη δημοκρατία ή μεγαλύτερη ανάπτυξη" και πλάγιο τίτλο: "Δίλημμα - αγκάθι για τους μέχρι πρότινος συνοδοιπόρους... ", αναφέρονταν μεταξύ άλλων και τα εξής:
"Οταν οι Ανατολικογερμανοί γκρέμισαν το Τείχος του Βερολίνου, πριν από επτά χρόνια, φάνηκε μια άλλη διάσταση της αλήθειας: Οτι η δημοκρατία και η οικονομική ευμάρεια είναι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σίγουρα, οι πολέμιοι του κομμουνισμού στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη επιδίωκαν ένα δημοκρατικό καθεστώς στη θέση του. Εν μέρει, όμως, το ονειρεύονταν, γιατί πίστευαν ότι κατά πόδας θα ακολουθούσαν τα Mac Donalds, τα Nike και τα τζιν... Οι πιο επιτυχημένες οικονομίες του κόσμου αναπτύσσονται σε δημοκρατικά περιβάλλοντα, οπότε αν σου λείπουν τα χάμπουργκερ, καλό είναι να... προσφεύγεις σε εκλογές.
Φέτος, όμως, στη δυτική μεριά του νοητού πλέον τείχους, κάποιοι καθ' όλα δημοκρατικοί ηγέτες - χωρίς προηγούμενες συλλογικές διαδικασίες - επέβαλαν υψηλότερους φόρους, περιόρισαν επιδόματα και μισθούς. Το παράδειγμα έχει να κάνει με το Βέλγιο και τον πρωθυπουργό του, Ζαν - Λικ Ντεάν. Ο λόγος για τα έκτακτα αυτά μέτρα είναι ότι η χώρα απέχει παρασάγγας από τα ζητούμενα - βάσει του Μάαστριχτ - για τη συμμετοχή στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, κάτι που επιδιώκει με ζήλο το Βέλγιο. Ακόμα κι όσοι προειδοποίησαν ότι το σχέδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης θα φθείρει τα εθνικά δημοκρατικά δικαιώματα δεν μπορούσαν να φανταστούν πόσο σύντομα θα λάμβανε χώρα αυτή η αλλαγή (...).Και ο συντάκτης του συγκεκριμένου άρθρου της "Γκάρντιαν" αποφαίνεται βαρύγδουπα: "Η νέα διάσταση της αλήθειας είναι η εξής: Η πολλή δημοκρατία, σε επίπεδο διακυβέρνησης, φταίει για το χάλι της οικονομίας. Μόνο που - όπως μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς - ούτε οι πολιτικοί ούτε οι οικονομολόγοι είναι πρόθυμοι να το παραδεχτούν". Και για του λόγου το αληθές, επικαλείται τον πανεπιστημιακό καθηγητή του Χάρβαρντ Ρόμπερτ Μπάρο,ο οποίος με έρευνά του "αποφαίνεται ότι οι δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης συνδέονται αρνητικά - αν και όχι πολύ έντονα - με περισσότερους δημοκρατικούς θεσμούς".
Ο κ. Μπάρο, υποστηρίζει ο αρθρογράφος της "Γκάρντιαν", με βάση στοιχεία έρευνας που έκανε σε 100 χώρες στο διάστημα 1960 - 1990 σε 100 χώρες, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, "ενώ οι αρχές της οικονομικής ελευθερίας παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη, οι πολιτικές ελευθερίες φέρνουν αντίθετα αποτελέσματα. Εστω και λίγη δημοκρατία είναι προτιμότερη από την παντελή έλλειψή της. Ωστόσο, "μεγάλες ποσότητες" δημοκρατίας - δηλαδή, συχνότερες εκλογικές αναμετρήσεις και όχι μόνο σε επίπεδο πρώτου βαθμού αλλά για περισσότερα θέματα - είναι χειρότερες από... αρκετή δημοκρατία... "!
Το διά ταύτα του συγκεκριμένου άρθρου της "Γκάρντιαν" ήταν πως πρέπει να στηριχτεί και υποστηριχτεί από τις κυβερνήσεις η "αυτονομία" και η "ανεξαρτησία" των κεντρικών τραπεζών, από τις πολιτικές αποφάσεις των κυβερνώντων και των πολιτικών κομμάτων, προβάλλοντας την ακόλουθη επιχειρηματολογία: "...Η απώλεια μέρους των δημοκρατικών ελευθεριών αξίζει εφόσον βελτιώνει τις οικονομικές προοπτικές. Η αποδοχή της πολιτικής αυτής δεν πρέπει να συνδέεται με αισθήματα αισχύνης. Αρκεί να μη μεταμφιέζεται σε δήθεν άλλες μορφές δημοκρατίας. Οι άνθρωποι μπορούν να επιλέξουν στο να παραιτηθούν ορισμένων δικαιωμάτων τους, με αντάλλαγμα κάτι άλλο. Πιθανώς γι' αυτό, η λιγότερο υπόλογη, απέναντι στην πολιτική εξουσία, τράπεζα στον κόσμο, η γερμανική Bundesbank, απολαμβάνει της πλήρους υποστήριξης των Γερμανών, οι οποίοι ακόμα τρομοκρατούνται με την ιδέα ότι υπάρχει πιθανότητα να επιστρέψει ο υπερπληθωρισμός της δεκαετίας του '30"!
Σχολιάζοντας την ουσία και το περιεχόμενο του παραπάνω άρθρου, σημειώναμε το Σεπτέμβρη του 1996 ότι με το άρθρο αυτό, τα στρατηγεία των πολυεθνικών - στην προσπάθειά τους να επιβάλουν τη δική τους δικτατορία - δεν έκρυβαν την πρόθεσή τους να στηρίξουν κυβερνήσεις, που θα είναι πρόθυμες να εφαρμόσουν, "διά πυγμής και ροπάλου και χωρίς πολλές δημοκρατικές διαδικασίες, μέτρα και πολιτικές που θα υπηρετούν πιστά τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου".
Διαβλέποντας μάλιστα τον κίνδυνο, να βρουν απήχηση στην Ελλάδα οι αντιδραστικές απόψεις που πρόβαλε με το συγκεκριμένο άρθρο της η "Γκάρντιαν", καλούσαμε πριν δύο χρόνια την κυβέρνηση και τις ηγεσίες των άλλων κομμάτων, που δήλωναν υπέρμαχοι του "μονόδρομου" προς το Μάαστριχτ, να πάρουν θέση, με τη διατύπωση των παρακάτω ερωτημάτων: "Τι λένε άραγε για όλα αυτά η "σοσιαλιστική" και "εκσυγχρονιστική" κυβέρνηση Σημίτη, που προέκυψε από τις εκλογές της περασμένης Κυριακής; Τι λέει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ, καθώς και οι κάθε είδους θιασώτες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που ψήφισαν και με τα δύο χέρια τη Συνθήκη του Μάαστριχτ; Τι θέση παίρνουν στην αντιδραστική θεωρία, σύμφωνα με την οποία "η πολλή δημοκρατία υπονομεύει την ανάπτυξη;".
Τα ερωτήματα μπορεί να είναι ρητορικά. Ομως, ανεξάρτητα από την όποια απάντηση δώσουν στην απαίτηση των πολυεθνικών, για "συρρίκνωση" της δημοκρατίας, ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη, όλα αυτά θα τα δούμε και θα τα κρίνουμε στην πράξη".
Στα παραπάνω ερωτήματα, πράγματι απάντηση δόθηκε στην πράξη. Η κυβέρνηση Σημίτη ακολουθώντας το άρθρο - "γραμμή" της "Γκάρντιαν", άρχισε να εφαρμόζει με ευλαβική συνέπεια τις κατευθυντήριες πολιτικές, αποδεχόμενη την αντιδραστική θεωρία των πολυεθνικών, που υποστηρίζει πως η ανάπτυξη κάθε χώρας είναι ανέφικτη χωρίς την κατάργηση των δημοκρατικών ελευθεριών και την επιβολή της δικτατορίας των πολυεθνικών! Η ΝΔ, αλλά και οι ηγεσίες των άλλων πολιτικών κομμάτων, που είχαν υπερψηφίσει - ερήμην του ελληνικού λαού - τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, με το επιχείρημα ότι η ΟΝΕ και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας είναι "μονόδρομος", δεν ενδιαφέρθηκαν για το συγκεκριμένο ζήτημα.
Ετσι εξηγείται και το γεγονός ότι η κυβέρνηση Σημίτη, σε κάθε δυσκολία εφαρμογής των μέτρων και των πολιτικών που δεσμεύτηκε να εφαρμόσει για να εξασφαλίσει το "εισιτήριο" ένταξης της Ελλάδας στην ΟΝΕ το 2001, απαντά με ένταση του αυταρχισμού. Πρόσφατο παράδειγμα, η περίπτωση της Ιονικής Τράπεζας, όπου η κυβέρνηση - προσπαθώντας να φανεί φερέγγυα απέναντι στο Διευθυντήριο των Βρυξελλών, η οποία τον περασμένο Μάρτη με την υποτίμηση της δραχμής δεσμεύτηκε να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση μιας σειράς κρατικών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων και η Ιονική - απαντά στις αντιδράσεις των εργαζομένων με τα ΜΑΤ και ένταση του αυταρχισμού.
Οι αντιδράσεις σ' αυτόν τον επικίνδυνο, ολισθηρό κατήφορο, που επέλεξε η κυβέρνηση Σημίτη, για την ώρα είναι τουλάχιστον ανεπαρκείς, από τις ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων που υπερψήφισαν τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και μάλλον δε θα μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά. Δεν αρκούν βεβαίως ούτε οι μεμονωμένες φωνές διαφοροποίησης (ανεξαρτήτως αν είναι φραστική ή πραγματική) κάποιων βουλευτών ή συνδικαλιστών του κυβερνώντος κόμματος και άλλων κομμάτων (υπέρμαχων της ΟΝΕ και του Μάαστριχτ). Αυτή η ταχτική σπέρνει αυταπάτες,
Και λέμε ότι είναι, τουλάχιστον, ανεπαρκείς - για να μη χρησιμοποιήσουμε πιο σκληρή ορολογία - αν παρθεί υπόψη ότι η επιχείρηση επέλασης σε χρόνιες κατακτήσεις των εργαζομένων συνοδεύεται με κατάργηση στοιχειωδών αστικών δημοκρατικών κατακτήσεων, με επίκεντρο το επιχείρημα πως "δημοκρατία και ανάπτυξη δε συμβιβάζονται"!Μια επέλαση, που θίγει εργασιακά και άλλα αστικοδημοκρατικά δικαιώματα, όπως οι συνδικαλιστικές ελευθερίες (υπάρχει βιντεοπαρακολούθηση, ηλεκτρονικό φακέλωμα, βία από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, ΜΑΤ, δίκες και καταδίκες αγωνιστών), της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, χωρίς διακρίσεις αν είναι ψηφοφόροι πολιτικών κομμάτων με σημαία το "πράσινο" ή το "γαλάζιο" ή το "ροζ" ή το "κόκκινο" χρώμα.
Ο χρόνος τρέχει. Η κυβέρνηση και οι πολυεθνικές τη δουλιά τους κάνουν. Με δεδομένο ότι η κυβέρνηση δικαιολογεί την ταξική υπέρ του κεφαλαίου πολιτική της - με το επιχείρημα ότι η ΟΝΕ είναι "μονόδρομος" και "εθνικός στόχος" - υπηρετώντας έτσι τα συμφέροντα των πολυεθνικών, οι εργαζόμενοι τι κάνουν; Θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια απέναντι στην επικίνδυνη και καταστροφική πολιτική της;
Οσοι δέχονται μοιρολατρικά τον περιορισμό των δημοκρατικών ελευθεριών και εργασιακών δικαιωμάτων στη χώρα μας - χωρίς να αντιδρούν στην αντιδραστική αντίληψη πως "η απώλεια μέρους των δημοκρατικών ελευθεριών αξίζει εφόσον βελτιώνει τις οικονομικές προοπτικές" - ίσως βλέπουν πολύ κοντόφθαλμα. Ισως δεν αντιλαμβάνονται ότι η φωτιά που άναψε σήμερα η κυβερνητική πολιτική στο σπίτι του γείτονα, θα φτάσει και αύριο στο σπίτι του. Και είναι βέβαιο πως, αν η κυβέρνηση προωθεί το ξεπούλημα και το κουτσούρεμα κατακτήσεων και δικαιωμάτων των εργαζομένων, στην "Ολυμπιακή" (χτες) και στην Ιονική (σήμερα), είναι σίγουρο ότι αύριο θα έχουν σειρά οι εργαζόμενοι στη ΔΕΠ και τις άλλες ΔΕΚΟ και μεθαύριο οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα.
Αυτή είναι η αλήθεια, όσο πικρή και αν είναι. Και με βάση αυτή την αλήθεια, οι εργαζόμενοι πρέπει - και μπορούν - να αντισταθούν ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΤΩΡΑ, να χτίσουν το δικό τους λαϊκό μέτωπο πάλης γιατί αύριο θα είναι πολύ αργά...
Λάμπρος ΤΟΚΑΣ
Η επιχείρηση επέλασης σε χρόνιες κατακτήσεις των εργαζομένων συνοδεύεται με κατάργηση στοιχειωδών αστικών δημοκρατικών κατακτήσεων, με επίκεντρο το επιχείρημα πως "δημοκρατία και ανάπτυξη δε συμβιβάζονται"! Μια επέλαση, που θίγει εργασιακά και άλλα αστικοδημοκρατικά δικαιώματα, όπως οι συνδικαλιστικές ελευθερίες (υπάρχει βιντεοπαρακολούθηση, ηλεκτρονικό φακέλωμα, βία από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, ΜΑΤ, δίκες και καταδίκες αγωνιστών), της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, χωρίς διακρίσεις αν είναι ψηφοφόροι πολιτικών κομμάτων με σημαία το "πράσινο" ή το "γαλάζιο" ή το "ροζ" ή το "κόκκινο" χρώμα