Εμπόδιο στους σχεδιασμούς κυβέρνησης-κεφαλαίου μπορεί να ορθώσει και πάλι η εκφρασμένη στην πράξη συσπείρωση στο Πανεργατικό Μέτωπο |
Δεδομένα που παίρνει υπόψη της η κυβέρνηση για το «ΕΣΔΑ 2003-'05»:
Δεδομένο 1. Μια τεράστια δεξαμενή ανθρώπων ικανών να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη, που όμως δε μετέχουν στην αγορά εργασίας. Αυτή η δεξαμενή, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ερευνας Εργατικού Δυναμικού 2001 (οι μεταβολές στον απολογισμό του 2002 αναμένεται να είναι μικρές), περιέχει:
- 1.783.145 γυναίκες σε ηλικία για εργασία (20-64) που δε δουλεύουν.
- 988.447 νέους σε ηλικία εργασίας (15-24) που επίσης δε δουλεύουν.
- 1.991.316 άτομα στην τρίτη ηλικία (65 και άνω) που κατά την εκτίμηση της κυβέρνησης έχουν ήδη βγει πρόωρα στη σύνταξη και προτιμούν να τρώνε τις συντάξεις αντί να δουλεύουν.
Στο κείμενο του ΕΣΔΑ (σελ. 6) η κυβέρνηση ενοχοποιεί ευθέως αυτές τις κατηγορίες πληθυσμού με την παρακάτω διατύπωση: «Οι αναξιοποίητες δεξαμενές εργασίας όπως προκύπτουν από τα άτομα παραγωγικής ηλικίας που δεν αναζητούν εργασία εντοπίζονται κυρίως στις γυναίκες που επικαλούνται λόγους οικογενειακών υποχρεώσεων, στους νέους που επικαλούνται λόγους σπουδών και στις ώριμες ηλικίες που επικαλούνται το γεγονός ότι ήδη βρίσκονται στη σύνταξη». Ετσι απλά: Πρώτον, όλοι αυτοί είναι «αναξιοποίητες δεξαμενές εργασίας» και όλοι αυτοί δε δουλεύουν γιατί «επικαλούνται» διάφορες προφάσεις.
Δεδομένο 2. Ομολογείται ότι το 2005 θα υπάρξει πρόβλημα μείωσης της παραγωγής και έκρηξης της ανεργίας εξαιτίας του τέλους των μεγάλων έργων, αλλά και της δραματικής μείωσης των εκταμιεύσεων από το Γ΄ ΚΠΣ (σελ. 6).
α) Να πιεστεί κι άλλο προς τα κάτω η τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης (για να εξασφαλιστεί η «Ανταγωνιστικότητα»)
β) Να αυξηθούν οι προσφερόμενες θέσεις μερικής εργασίας (για να αυξηθεί η «Απασχόληση»)
Ο ίδιος ο στόχος για την Απασχόληση αναφέρεται σε μια ονειρική κατάσταση. Αντιστοιχεί σε 1.905.691 ανθρώπους που πρέπει να μπουν στην αγορά εργασίας, επιπλέον των υπαρχόντων 4.362.211 (Ερευνα Εργατικού Δυναμικού 2001).
Ηδη η κυβέρνηση έχει ανακοινώσει ότι θα εντάξει στον υπολογισμό του Εργατικού Δυναμικού περίπου 450.000 μετανάστες. Εχει επίσης στατιστικά στη διάθεσή της 400.000 φοιτητές-σπουδαστές που εκτιμάται πως εύκολα ένα μεγάλο μέρος τους θα μπουν στην αγορά εργασίας με όρους απασχολησιμότητας. Μένει η κρίσιμη ομάδα των γυναικών και εκεί προσανατολίζεται το μεγαλύτερο μέρος των δράσεων: Προγράμματα φύλαξης παιδιών σε συνάρτηση με μερική απασχόληση γυναικών κ.ά.
Σ' αυτήν την εκτίμηση έχει πολύτιμο βοηθό τη ΓΣΕΕ, που το Σεπτέμβρη του 2002 στην ετήσια έκθεσή της διακήρυξε ότι «η σύζευξη προσφοράς και ζήτησης εργασίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με ικανοποιητικό τρόπο παρά από τη στιγμή που ειδικές πολιτικές απασχόλησης φροντίζουν να υπάρχει η προσφορά η οποία ανταποκρίνεται στη ζήτηση που διαμορφώνει η δυναμική της οικονομίας» (σελ. 169 στο περσινό κείμενο, το ίδιο στη σελ. 1 στο φετινό κείμενο που παρέδωσε την Τετάρτη στο Ζάππειο).
Η κυβέρνηση απαντά: Εχουμε δυναμική ανάπτυξη, έχουμε ζήτηση εργασίας, δεν έχουμε προσφορά, σχεδιάζουμε ειδικές πολιτικές απασχόλησης με πρώτο μέτρο τη μερική απασχόληση και συνολικότερα την επέκταση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας.
Και σ' αυτό έχει συμπαραστάτη τη ΓΣΕΕ, που από το 1997 ακόμα έχει εκτιμήσει ότι για την αύξηση της Ανταγωνιστικότητας η συνολική διευθέτηση του χρόνου εργασίας μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα για τις επιχειρήσεις. Η ΓΣΕΕ δεν είχε ακόμα τότε δεχτεί ως γενική ρύθμιση τη διευθέτηση με απόλυτο το διευθυντικό δικαίωμα, την έχει, ήδη όμως, υιοθετήσει ως ειδικό μέτρο (για επιχειρήσεις που εμφανίζουν ζημιές), αλλά και κρατά ανοιχτή την πόρτα για την εφαρμογή της ειδικά σε εβδομαδιαία βάση. Στην πρότασή της για το 35ωρο αποφεύγει σαν ο διάολος το λιβάνι να το προσδιορίσει ως 7ωρο, 5ήμερο, 35ωρο. Ενώ ακουμπά και στο μισθολογικό αναφερόμενη σε «μη μείωση αποδοχών», όταν και μόνο με τη δική της αντίληψη περί αυξήσεων που να αντιστοιχούν στην αύξηση του ΑΕΠ (4,5%) θα έπρεπε να διεκδικεί και αύξηση μισθών.
Κατά την κυβέρνηση δεν είναι η ανεργία που συμβάλλει στη φτώχεια (αναφέρει χαρακτηριστικά πως «η συμβολή της ανεργίας στη διαμόρφωση της συνολικής φτώχειας εμφανίζεται σχετικά μικρή»), αντίθετα είναι κύρια η έλλειψη πρόσβασης στην αγορά εργασίας.
Από τις προτεινόμενες δράσεις το κεφάλαιο δε θα εισπράξει μόνον ένα χαμηλότερα αμειβόμενο εργατικό δυναμικό ως προς τον άμεσα καταβαλλόμενο μισθό, αλλά και κίνητρα (η προτεραιότητα «Π8» αναφέρεται ρητά σε «βελτίωση της ελκυστικότητας της εργασίας με όχημα τη φορολογική μεταρρύθμιση». Στην πράξη αναφέρει ευθέως: «μείωση εισφορών χαμηλομίσθων», σελ. 14).
Εισάγεται επίσης η άμεση διασύνδεση του χώρου εργασίας με την εκπαίδευση κατά το πρότυπο των ναυτικών σχολών (ΕΣΣΕΕΚΑ σελ. 13).
Αυτή η πορεία έχει και αγκάθια. Για παράδειγμα: Τελειώνει η χρηματοδότηση των παιδικών σταθμών. Οι δήμοι θα υποχρεωθούν να τους κλείσουν αφού δεν μπορούν να πληρώνουν μεροκάματα. Η κυβέρνηση απαντά με τη μερική απασχόληση στο δημόσιο για να καλύψει «ακριβώς αυτό το επερχόμενο κενό» (σελ. 15).
Η κυβέρνηση γνωρίζει πως αν και λογιστικά μπορεί να εμφανίσει αύξηση της απασχόλησης, στην πράξη δεν μπορεί να εξασφαλίσει πραγματική δουλιά για κοντά 2 εκατομμύρια ανθρώπους που αντιστοιχούν στο στόχο του 70%. Ετσι πρακτικά και άμεσα εκλογικά στόχο έχει να καλλιεργήσει ελπίδα σε περίπου 300.000 ανθρώπους μέσα από τη μερική απασχόληση και τα προγράμματα κατάρτισης.
Εχουμε, λοιπόν, πολύ μαλλί να ξάνουμε. Διά ταύτα: Συσπείρωση στα ταξικά συνδικάτα, επιτροπές αγώνα, ενίσχυση του Πανεργατικού Μετώπου, ουσιαστική στήριξη στο ΚΚΕ απ' όλες εκείνες τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας που κατανοούν ότι η μηχανή δεν μπορεί να πάει μπροστά με τους εργάτες στα γόνατα.