Eurokinissi |
Τα χέρια τους είναι μαθημένα να ράβουν αριστουργήματα. Για το κεφάλαιο, η εργατική τους δύναμη είναι μόνο ένα εμπόρευμα. Που αξιώνει να το αγοράζει όσο γίνεται φτηνότερα |
Στην καθημερινή μας πια «στρατοπέδευση» μαζί τους εκεί στο εργοστάσιο μιλήσαμε ξανά και ξανά μαζί τους για όλα αυτά τα χρόνια. Από την ημέρα που ανύπαντρα κορίτσια έπιασαν δουλιά και τώρα είναι μάνες, ακόμα και γιαγιάδες, για τις στιγμές που έζησαν καμαρώνοντας για τη δουλιά τους και τώρα τις πετάνε στα σκουπίδια.
«Ηρθα 17 χρονών εδώ μέσα το 1977» λέει η Ιωάννα Τραντοπούλου, που δουλεύει στο τμήμα της συσκευασίας. «Τότε ήταν, μας λέει, που έπιασε φωτιά το κτίριο της "ΣΙΣΣΕΡ" και πέσαμε όλες οι εργάτριες και τη σβήσαμε. Με φώναξε ο προσωπάρχης και μου είπε "ευχαριστώ" και του είπα ό,τι έκανα, το έκανα για τη δουλιά μου».
Η Αφροδίτη Παντιάρα έπιασε δουλιά κι αυτή το 1977. Μετά από τόσα χρόνια που εισέπνεε το χνούδι, απέκτησε πνευμονοπάθεια το τελευταίο 1,5 χρόνο και παρ' όλα αυτά η εργοδοσία αρνείται ότι είναι επαγγελματική ασθένεια. «Αυτό είναι το "ευχαριστώ", μας λέει, που δουλεύαμε σαν ρομπότ, γιατί έτσι ήταν το γερμανικό σύστημα. Θέλανε στο 8ωρο 500 κομμάτια και εμείς βγάζαμε παραπάνω για να πάρουμε κάποια ψίχουλα από αυτά που έβγαζαν». Θυμάται όμως και άλλες στιγμές με την Πόπη, την Κλεοπάτρα, τη Μαρία, αλλά και τις κινητοποιήσεις που έκαναν για να συμπαρασταθούν σε αγώνες άλλων εργαζομένων.
Από 21 χρονών η Νίκη Μυλωνά, 26 χρόνια εργάτρια της «ΣΙΣΣΕΡ» θυμάται ακόμη τις πρώτες ημέρες. «Ηρθα 6 Νοέμβρη και στις 15 έκανα απεργία. Την επομένη με κάλεσε ο προϊστάμενος και με ρώτησε γιατί έκανα απεργία. Κάναμε πολλές απεργίες και πάντα διεκδικούσαμε καλύτερα μεροκάματα. Οι απολύσεις ήταν το άγχος μας, αφού γίνονταν συνέχεια για όποια δεν έπιανε την παραγωγή. Επρεπε να συσκευάσουμε 60 κομμάτια σε 16 λεπτά, 26 χρόνια αυτό το άγχος».
Αυτό το άγχος και τη σκληρή δουλιά θυμάται και η Κυριακή Γερμανίδου, 16 χρόνια στη «ΣΙΣΣΕΡ», από 17 χρονών, αλλά και το πώς ξεκίνησαν τμηματικά να πιέζουν τους χρόνους και πώς τις εξανάγκαζαν σε παραιτήσεις και απολύσεις. «Γινόντουσαν διακρίσεις με το δικό τους τρόπο, μας λέει. Οταν κάποια δεν ήταν δική τους, δεν άλλαζαν μηχανές ούτε τις συντηρούσαν, με αποτέλεσμα να σε δυσκολεύουν να δουλέψεις γρήγορα. Ετσι ή βρίσκαν δικαιολογία για απόλυση ή έσπαγαν τα νεύρα σου».
«Εχω δουλέψει από τότε σε όλα τα πόστα της παραγωγής, μέχρι το τελευταίο της επιδιόρθωσης των σκάρτων της Βουλγαρίας και γι' αυτό δέχτηκαν και με εκπαίδευσαν για να πάω στη Βουλγαρία, αν και δεν πήγα. Με τον καιρό τη συνήθισα και την αγάπησα τη δουλιά. Ετρεχα από τα ξημερώματα να ξεφορτώσω τα σιδερένια κλουβιά για να υπάρχει δουλιά. Εδωσα και μάχες όμως και συμμετείχα όσο μπορούσα σε κάθε αγώνα. Ακόμα κι όταν εκπαιδευόμουνα και με έβλεπαν παράξενα οι κοπέλες, αλλά η συνείδησή μου έλεγε ότι εκεί είναι η θέση μου».
Ετσι ακριβώς είναι. Εκεί, στο εργοστάσιο που έχτισαν με τα χέρια τους. Στο εργοστάσιο που τους ανήκει. Μόνο που για να το πάρουν πράγματι δικό τους, πρέπει πρώτα να φροντίσουν να χάσουν την εξουσία τ' αφεντικά. Αυτή είναι η συζήτηση που ανοίγει με αφορμή και το κλείσιμο του εργοστασίου.
Η Μαρίνα είναι στους σημερινούς απολυμένους, η μητέρα της, η κυρία Βασιλική, έπιασε δουλιά το '70 στη «Σίσσερ», την απολύσανε 52 χρονώ γυναίκα το 1999 κι ακόμα δεν έχει βρει δουλιά για να συμπληρώσει τα ένσημα της σύνταξης. Η μικρή Θεανώ κάνει τα πρώτα της βήματα κάτω από μια μαύρη σημαία. Και στο σπίτι υπάρχει ακόμα ένα βρέφος... |
Πλήθος επιχειρήσεων έκλεισαν με πανομοιότυπο τρόπο
Πεντακόσιες εργάτριες πέταξε στο δρόμο η «ΣΙΣΣΕΡ» στις αρχές της εβδομάδας, αναγγέλλοντας το κλείσιμο του εργοστασίου στην Αθήνα. Ενώ εδώ και τρία χρόνια, ακολουθώντας την τακτική των ομαδικών απολύσεων, είχε αφήσει χωρίς ψωμί άλλες 350 εργάτριες. Ολα αυτά γιατί τάχα η επιχείρηση δεν έβγαζε κέρδη και δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό. Ομως, η αλήθεια είναι ότι η «ΣΙΣΣΕΡ» έβγαζε κέρδη. Αλλά οι καπιταλιστές έκριναν πως μπορούν να βρουν κάπου αλλού καλύτερους όρους για την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της κερδοφορίας τους.
Το παράδειγμα της «ΣΙΣΣΕΡ» έχει ακολουθήσει στο παρελθόν πλήθος επιχειρήσεων. Ιδιαίτερα, μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, που σημαίνει απελευθέρωση των αγορών, της κίνησης των κεφαλαίων, το φαινόμενο αυτό έχει ενταθεί. Μια αναδρομή στην πορεία που ακολούθησαν μερικές από αυτές δείχνει ότι το κεφάλαιο ακολουθεί παντού την ίδια τακτική. Σε αυτές του τις επιλογές το κεφάλαιο διευκολύνεται από την πολιτική των κυβερνήσεων που το υπηρετούν και την πλειοψηφία συνδικαλιστικών ηγεσιών που έχουν αναλάβει να περνούν αυτή την πολιτική στο κίνημα.
Το εργοστάσιο αντρικών ενδυμάτων «ΚΑΤΕΡΙΝΑ» στην Κατερίνη της γερμανικής πολυεθνικής «ROLLMANN» λειτουργούσε από τη δεκαετία του '60, όταν στις 24 Σεπτέμβρη του 2001 έβαλε λουκέτο στέλνοντας στο δρόμο 450 εργαζόμενους. Η αρχή είχε γίνει δύο χρόνια νωρίτερα το 1999, όταν έκανε το πρώτο βήμα απολύοντας μαζικά τους πρώτους 150 εργαζόμενους. Οι λόγοι ίδιοι ακριβώς με τους σημερινούς της «ΣΙΣΣΕΡ», όπως και η χώρα που μεταφέρθηκε η επιχείρηση, η Βουλγαρία, όπου σήμερα εκμεταλλεύεται εκεί περίπου 2.000 εργαζόμενες.
Αμέριστο συμπαραστάτη είχε την πλειοψηφία του εργοστασιακού σωματείου (ΠΑΣΚΕ - ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ), οι οποίοι όχι απλά δέχτηκαν τις πρώτες απολύσεις, αλλά όταν ανακοινώθηκε το λουκέτο, πρωτοστάτησαν και ανέλαβαν οι ίδιοι την ευθύνη να πάνε οι τεχνικοί και να ξηλώσουν τα μηχανήματα και να τα φορτώσουν σε κοντέινερ.
Η συντριπτική πλειοψηφία όλων των εργαζομένων της «ΚΑΤΕΡΙΝΑ» σήμερα είναι άνεργοι. Τα επιδοτούμενα προγράμματα που τους έβαλε η κυβέρνηση - όπως υπόσχεται και στις εργάτριες της «ΣΙΣΣΕΡ» - τέλειωσαν γρήγορα. Το κλείσιμο του εργοστασίου σήμανε το τέλος του κλάδου στην περιοχή, όπου πλέον έχουν απομείνει κάποιες ελάχιστες μικρές βιοτεχνίες.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι και η περίπτωση της πολυεθνικής επιχείρησης γυναικείων ενδυμάτων «ΜΠΙΑΝΚΑ ΠΑΓΓΑΙΟΥ» στην Καβάλα, που έκλεισε οριστικά το Φλεβάρη του 2002, απολύοντας περίπου 400 εργαζόμενους, μεταφέροντας την επιχείρηση στην Τσεχία.
Πριν από αυτό όμως, η εργοδοσία είχε προχωρήσει σε σειρά εκβιασμών, απολύσεων, μέχρι και σε συγκρότηση δικού της σωματείου για να περάσει μια σειρά αντεργατικά μέτρα. Τον Απρίλη του 2000 με σταδιακές απολύσεις περίπου 100 εργαζομένων και απομένουν 460. Οι εκβιασμοί αρχίζουν. Ελαστικοποίηση, μείωση του χρόνου εργασίας με ταυτόχρονη μείωση αποδοχών, υπερωριακή απασχόληση το Σάββατο κ. α. ήταν αυτά που αξίωνε η πολυεθνική και απειλούσε με απολύσεις.
Εμπόδιο στα σχέδια έμπαινε το σωματείο, που αντιμετώπισε όλες αυτές τις προκλήσεις με αγωνιστικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων. Το Δεκέμβρη όμως του 2000 η εργοδοσία απολύει μαζικά 80 εργαζόμενους και, όχι τυχαία, μεταξύ αυτών την πρόεδρο του Σωματείου Θ. Δεμερτζή και την γραμματέα Μ. Κυριακίδου. Από εκεί και πέρα ανέλαβαν οι άνθρωποι της εργοδοσίας που πήραν το σωματείο στα χέρια τους και μαζί με τον «πράσινο» πρόεδρο του Εργατικού Κέντρου Κ. Τιάτκα έδωσαν τα πάντα στην πολυεθνική, υπογράφοντας συμφωνία για την επιβολή όλων των αντεργατικών ρυθμίσεων που αξίωνε. Ούτε αυτό όμως σταμάτησε την πολυεθνική και έβαλε τελικά λουκέτο.
Εκτός από τις ξένες πολυεθνικές και ελληνικές επιχειρήσεις, κυρίως της Βόρειας Ελλάδας, έχουν μεταφέρει τα τελευταία χρόνια την παραγωγική δραστηριότητα στα Βαλκάνια, προκειμένου να εκμεταλλευτούν τα οφέλη από το χαμηλό κόστος παραγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Ομιλος «Κλωνατέξ» του επιχειρηματία Λαναρά και η θυγατρική της «Fanco», η οποία ελέγχει πέντε εταιρίες στη Βουλγαρία, μεταξύ των οποίων τις «Bulfanco», «Textilko» και «Lanco».
Μια μικρή αναδρομή στον οικονομικό Τύπο (όλον ανεξαιρέτως, και τον συντηρητικό αλλά και τον ...προοδευτικό) αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης ήταν απροσχημάτιστα επιθετικές και κατακτητικές. Αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό από την ανάγνωση των τίτλων των σχετικών θεμάτων, τίτλοι οι οποίοι έκαναν λόγο για «διείσδυση στα Βαλκάνια», για «κατάληψη της βαλκανικής ενδοχώρας», για «βαλκανικό Ελ Ντοράντο». Για την εξυπηρέτηση των επιδιώξεων αυτών διοργανώνεται κάθε χρόνο συνέδριο στη Θεσσαλονίκη, από το βήμα του οποίου παρελαύνουν ο εκάστοτε πρωθυπουργός της χώρας, υπουργοί της κυβέρνησης, αρχηγοί κομμάτων - πλην ΚΚΕ βέβαια - οι πρέσβεις όλων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσία, Γαλλία, Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία κλπ.), επιχειρηματίες, τραπεζίτες και, φυσικά, οι ...φτωχοί συγγενείς, η πολιτική γραφειοκρατία των βαλκανικών χωρών μαζί με νεότευκτους επιχειρηματίες, οι οποίοι κάθε χρόνο βγάζουν την πραμάτεια τους στην κοινή θέα. Ελάτε να επενδύσετε στα Βαλκάνια, εκλιπαρούν τους επιχειρηματίες της Δύσης. Πουλάμε πάμφθηνα τις πρώην κρατικές επιχειρήσεις, έχουν πάμφθηνο και έμπειρο εργατικό δυναμικό και σας περιμένουμε... Κανονικό παζάρι δηλαδή. Μάλιστα, μετά από προτροπή του πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τόμας Νάιλς, το 1996, οι Ελληνες διοργανωτές δεν κάνουν πλέον λόγο για «Βαλκάνια», αλλά για «χώρες της Νοτιανατολικής Ευρώπης». Ο τότε ανθύπατος, στην ομιλία του, με έντονη ειρωνική διάθεση, τους είχε προειδοποιήσει: «Αν θέλετε να πατήσει το πόδι του κανένας επενδυτής στην περιοχή, σταματήστε να μιλάτε για Βαλκάνια». Το όνομα «Βαλκάνια» είχε ...στιγματιστεί μετά τις απροκάλυπτες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που οδήγησαν σε διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας, και η αναφορά της συγκεκριμένης ονομασίας, κατά τον κ. Νάιλς, δημιουργούσε αρνητικούς συνειρμούς στους επενδυτές της Δύσης... Από τότε οι Ελληνες διοργανωτές πειθάρχησαν και άλλαξαν την ονομασία.
Πολιτικά, η ελληνική κυβέρνηση δεν το κρύβει ότι επιδίωξή της είναι η Ελλάδα να παίξει τον ηγετικό ρόλο του μικροϊμπεριαλιστή απέναντι στις χώρες αυτές, ρόλο ενδιάμεσου ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στις βαλκανικές χώρες, στα πλαίσια της νέας γεωγραφίας που διαμόρφωσαν οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στην περιοχή. Αυτό το διακηρύττουν σε κάθε ευκαιρία οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος.
Μετά τις εξελίξεις με τη «Σίσσερ Πάλκο» πείθεται πλέον και ο πλέον δύσπιστος εργάτης, ότι η υπόθεση «βαλκανική διείσδυση» είναι μια υπόθεση που αφορά αποκλειστικά τους εκπροσώπους του κεφαλαίου και τα συμφέροντά τους. Για την εργατική τάξη της χώρας και τους άλλους εργαζόμενους όχι μόνο δεν αποτελεί κάποια θετική εξέλιξη, αλλά χρησιμοποιείται ως πολύμορφος μοχλός πίεσης και απροσχημάτιστων εκβιασμών. Ετσι, όταν κλείνουν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα και μεταφέρουν τις δραστηριότητές τους σε χώρες «χαμηλού κόστους», οι εργαζόμενοι πετιούνται σαν σκυλιά στο δρόμο. Παράλληλα, οι επιχειρηματίες πιέζουν για χαμηλότερα μεροκάματα, για «ελαστικότερες» εργασιακές σχέσεις, για γενικευμένες ανατροπές. Το τραγελαφικό είναι ότι το κεφάλαιο με το οποίο εξαγοράζουν ή ιδρύουν επιχειρήσεις στα Βαλκάνια είναι η υπεραξία, το προϊόν απλήρωτης εργασίας αυτών που πετούν σήμερα στο δρόμο, επειδή τους κοστίζουν ακριβά... Οι κεφαλαιοκράτες, στο μεταξύ, συνεχίζουν να συσσωρεύουν υπερκέρδη. Και στις ...κατεχόμενες βαλκανικές χώρες, όπου η εργατική τάξη δουλεύει για ένα ξεροκόμματο, αλλά και στην Ελλάδα, όπου αφθονούν η «μαύρη εργασία», οι ελαστικές μορφές απασχόλησης, ενώ χρηματοδοτούνται γενναία από το κράτος κλπ.