ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΥΠΡΙΑΚΟ
Ψευδαισθήσεις, τέλος

Τούρκοι εισβολείς πυρπολούν σχολείο στη Λευκωσία
Τούρκοι εισβολείς πυρπολούν σχολείο στη Λευκωσία
Ηπολιτική που «συναποφάσισαν» και ακολούθησαν μετά το 1974 οι κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Κύπρο για το Κυπριακό, φαινόταν να οικοδομείται πάνω στις τότε αποφάσεις του ΟΗΕ που προσδιόριζαν το Κυπριακό ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής μέρους εδαφών της Κύπρου από την Τουρκία και το αντιμετώπιζαν όχι ως ελληνοτουρκική διαφορά, αλλά ως διεθνές πρόβλημα με μοναδική λύση την ενιαία ανεξάρτητη Κύπρο. Και λέμε ότι φαινόταν, γιατί στην πραγματικότητα η πολιτική αυτή ήταν έξω απ' αυτά τα πλαίσια.

Σήμερα που παρακολουθούμε στη Νέα Υόρκη την αρχή της διαδικασίας της κατάρρευσης του οικοδομήματος που έχτιζαν, έχει μια σημασία να κοιτάξει κανείς προς τα πίσω για είκοσι πέντε και πλέον χρόνια, προκειμένου να αποκαλύψει μια τεράστια ψευδαίσθηση που καλλιεργούνταν, γιατί μόνο ως ψευδαίσθηση μπορεί να χαρακτηριστεί η πολιτική της ελληνικής πλευράς για το Κυπριακό. Εχει επίσης αξία να θυμηθεί τους «σταθμούς» που οδήγησαν το Κυπριακό στο σημερινό του σημείο.

Η ώρα του λογαριασμού

Η προσπάθεια στο διπλωματικό τραπέζι για το Κυπριακό επικεντρώθηκε στην προσδοκία να στηριχτεί η λύση του προβλήματος, από αυτούς οι οποίοι, όχι απλώς ανέχτηκαν την εισβολή του Αττίλα, αλλά στην ουσία την προετοίμασαν και τη βοήθησαν παρασκηνιακά.

Ηρθε, λοιπόν, η ώρα για να πληρωθεί ο λογαριασμός. Οπως είναι γνωστό, οι ψευδαισθήσεις στην εξωτερική πολιτική, αυθεντικές ή κατασκευασμένες δεν έχει σημασία, κοστίζουν ακριβά. Το κόστος μάλιστα πολλαπλασιάζεται, όταν για τη συντήρησή τους, επί είκοσι πέντε χρόνια, επιχειρούνται αλλεπάλληλες δανειοληψίες με τεράστια πολιτικά επιτόκια, όπως για παράδειγμα η συμφωνία της Ελλάδας για αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, δίχως το παραμικρό αντάλλαγμα στο Κυπριακό. Για την ακρίβεια, το αντάλλαγμα, ήταν απλώς μια ακόμη εξαγορά χρόνου, μερικά χρόνια - από το Μάρτη του '95 που η Αθήνα συμφώνησε με την τελωνειακή σύνδεση της Τουρκίας με την ΕΕ - παράτασης των ψευδαισθήσεων. Ετσι ακυρώνονταν στην πράξη ένας από τους παράγοντες που οι ελληνικές κυβερνήσεις μπορούσαν να ασκούν διπλωματικές πιέσεις προς το τουρκικό κράτος. Αλλά είπαμε, πίσω απ' αυτή την ταχτική βρισκόταν και η στήριξη σ' αυτούς που δημιούργησαν το πρόβλημα.

Η πορεία προς τη διχοτόμηση


Οι ψευδαισθήσεις τέλειωσαν. Από το 1992, όταν οι «ισχυροί» αποφάσισαν τη ρυμούλκηση της Τουρκίας προς την ΕΕ και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δέχτηκε την αναβάθμιση των ευρωτουρκικών σχέσεων, το Κυπριακό άρχισε να εμφανίζεται σαν μια ενοχλητική εκκρεμότητα η οποία έπρεπε να διευθετηθεί. Η διαδικασία για τη διευθέτησή του ξεκίνησε από τότε και οι κυβερνήσεις σε Ελλάδα και Κύπρο ακολούθησαν κατά γράμμα τις «οδηγίες» που οδήγησαν το Κυπριακό στο σημερινό σημείο, που οδηγούν στη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της τουρκικής εισβολής του 1974. Γιατί η τελική διευθέτηση του Κυπριακού δε θα είναι άλλη από τη νομιμοποίηση της πραγματικότητας που δημιουργήθηκε στο πεδίο της μάχης. Δεν πρέπει δε, να ξεχνάμε ότι αυτή η τροπή γίνεται φανερή πλέον μετά την ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων και της ΕΣΣΔ, που άλλαξαν αρνητικά το διεθνή συσχετισμό.

Οι «σταθμοί»

Το Κυπριακό, συνήθισαν να λένε σε Αθήνα και Λευκωσία -προβάλλοντας ευσεβείς πόθους - είναι «το πρόβλημα που δημιούργησε η εισβολή των τουρκικών δυνάμεων και η κατοχή που επέβαλαν αυτές οι δυνάμεις σε τμήμα ενός ανεξάρτητου κράτους». Αυτή είναι η μισή αλήθεια. Δυστυχώς, αυτή η οπτική δεν παίρνει υπόψη της πως το κυπριακό πρόβλημα, ξεκινά πολύ πριν την τουρκική εισβολή, έχει ρίζες που χάνονται στους δύο περασμένους αιώνες και αιτίες που έχουν να κάνουν περισσότερο με το Διεθνή Ανταγωνισμό και των αγώνα των ισχυρών δυνάμεων για κυριαρχία, παρά με την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση.

Η τουρκική εισβολή το καλοκαίρι του 1974 υπήρξε αναμφίβολα ένας μεγάλος, ίσως ο μεγαλύτερος «σταθμός» στην εξέλιξη του Κυπριακού. Σταθμός επώδυνος για την ελληνική πλευρά, καθώς κατέγραψε μια ήττα στο πεδίο της μάχης. Η διχοτόμηση, ωστόσο, της Κύπρου είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα εξαιτίας των πολιτικών της ένωσης με την Ελλάδα, οι οποίες πολλές φορές προωθήθηκαν με την άσκηση τρομοκρατίας κατά των Τουρκοκυπρίων. Ηδη από τη δεκαετία του '60 έχουμε το σχηματισμό «τουρκοκυπριακών θυλάκων» και από 1963 την ανάπτυξη των κυανοκράνων του ΟΗΕ.

Μια ανάπτυξη που σε γενικές γραμμές από το 1963 χώρισε την Κύπρο στα δύο, ή στα τρία αν συμπεριληφθεί και το έδαφος των βρετανικών στρατιωτικών βάσεων. Από το 1974 και έπειτα, μετά την εισβολή (με αφορμή την «πολιτική» των αμερικανικών μαριονετών της ελληνικής χούντας), άνοιξε ο δρόμος της επιβολής των τετελεσμένων που θα οριστικοποιούσε τη διχοτόμηση και ΝΑΤΟποίηση του νησιού.

Εγινε φανερό πλέον ότι η διπλωματική οδός των ελληνικών κυβερνήσεων, ήταν μια μάχη εντυπώσεων στην εγχώρια πολιτική αγορά, καθώς δεν υπάρχει, ειδικά σήμερα, καμία προϋπόθεση για να επιτευχθεί ο στόχος που, υποτίθεται ότι είναι μια λύση δίκαιη και βιώσιμη και η δημιουργία ενός κράτος στην Κύπρο με ΜΙΑ διεθνή ταυτότητα και εκπροσώπηση. Μετά την ανατροπή του σοσιαλισμού και την απουσία της Σοβιετικής Ενωσης από τη διεθνή σκακιέρα, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για μια διευθέτηση του Κυπριακού με τους όρους των νικητών. Και νικητές, προφανώς, είναι οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές, αλλά και οι Τούρκοι, με τις αμερικάνικες πλάτες, που προβάλλουν ως περιφερειακή δύναμη, κρατώντας μάλιστα την υποθήκη της στρατιωτικής τους νίκης το 1974 στην Κύπρο. Οι Τούρκοι, ως νικητές στο πεδίο της μάχης, προχώρησαν άμεσα στη δημιουργία μιας νέας κατάστασης στην Κύπρο.

Ο εποικισμός και η δημιουργία της Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου έχουν από το 1983, ντε φάκτο, δημιουργήσει νέα δεδομένα στο Νησί. Η μη αναγνώριση του «ψευδοκράτους» έχει να κάνει περισσότερο με το παγκόσμιο γεωπολιτικό παιχνίδι των ισχυρών παρά με την προσήλωσή τους στις αρχές του δικαίου και της νομιμότητας. Η ύπαρξη της Σοβιετικής Ενωσης πρόσφερε μια σημαντική βοήθεια στα ελληνικά και ελληνοκυπριακά συμφέροντα. Σήμερα, η Ρωσία, όπως όλοι μπορούν να δουν, δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί τα συμφέροντά της σε παγκόσμιο επίπεδο και ως εκ τούτου δεν έχει τη δυνατότητα να αποτρέψει την προωθούμενη από τους Αμερικανούς διευθέτηση στο Κυπριακό.

Η Αθήνα, συνδεδεμένη απόλυτα με το άρμα της αμερικανικής πολιτικής, από το 1990 χειρίζεται το Κυπριακό σύμφωνα με τις υποδείξεις της Ουάσιγκτον. Η πρώτη υπόδειξη που δέχτηκαν και ακολούθησαν με ακρίβεια οι ελληνικές κυβερνήσεις (Μητσοτάκη, Παπανδρέου, Σημίτη) ήταν η αποσύνδεση του Κυπριακού από το πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Μέχρι τότε, το Κυπριακό αποτελούσε το ανάχωμα όπου εκτονώνονταν κάθε προσπάθεια διευθέτησης των ελληνοτουρκικών και ομαλοποίησης της κατάστασης στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Το καλοκαίρι του 1992, ο τότε πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης, στο Γκιμαράες της Πορτογαλίας, «ξεχνώντας» το Κυπριακό, δέχεται να ξεκινήσει η συζήτηση στο πλαίσιο της ΕΕ για την προώθηση των ευρωτουρκικών σχέσεων.

Το Μάρτη του 1995, η κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου προχωρά σε ένα ουσιαστικό βήμα στην πορεία που χάραξε ο Μητσοτάκης: Δέχεται την τελωνειακή σύνδεση της Τουρκίας με την ΕΕ, αίροντας το ελληνικό βέτο που ήταν συνδεδεμένο με την αλλαγή στάσης της Τουρκίας στο Κυπριακό. Το Δεκέμβρη του 1999 η κυβέρνηση Σημίτη «ολοκλήρωσε» αυτήν τη στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία και το Κυπριακό, αποδεχόμενος να αποδοθεί στην Τουρκία το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη στην ΕΕ χώρας. Δικαιολογώντας αυτές τις υπαναχωρήσεις από «πάγιες θέσεις» της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, ξεκινώντας από τον Α. Παπανδρέου, ισχυρίζονται πως, ως αντάλλαγμα για τη συμφωνία τους με την προώθηση των ευρωτουρκικών σχέσεων, εξασφάλισαν την ευρωπαϊκή προοπτική της Κύπρου.

Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, εξάντλησε φέτος τα όριά του και όσο περνά ο καιρός, γίνεται φανερό πως το περισσότερο που «εξασφάλισε» η Αθήνα είναι η ένταξη της Νότιας Κύπρου στην ΕΕ. Με άλλα λόγια, συνέργησε, στην πραγματοποίηση του πρώτου βήματος για τη νομιμοποίηση των τετελεσμένων της εισβολής του 1974. Ο τελευταίος κύκλος των συνομιλιών που ξεκίνησε από τον περασμένο Δεκέμβρη και συνεχίζεται σήμερα στη Ν. Υόρκη, με τον τέταρτο γύρο εκ του σύνεγγυς συνομιλιών, απέδειξε ότι η όλη διαπραγμάτευση στοχεύει ευθέως στην αναγνώριση της πολιτικής «οντότητας» της ΤΔΒΚ.

Σήμερα στη Ν. Υόρκη

Η γραπτή ανακοίνωση του ΓΓ του ΟΗΕ, ο οποίος με την έναρξη του τέταρτου γύρου των συνομιλιών στη Ν. Υόρκη, «ξεκαθάρισε» ότι «οι Γλ. Κληρίδης και Ρ. Ντενκτάς, διαπραγματεύονται ισότιμα, εκπροσωπώντας ο καθένας τον εαυτό του και μόνο», περιγράφει ακριβώς το σημείο στο οποίο βρίσκεται το Κυπριακό σήμερα. Ο Γλ. Κληρίδης, για τον ΓΓ του ΟΗΕ, δεν είναι πια Πρόεδρος της Κύπρου, αλλά εκπρόσωπος της ελληνοκυπριακής κοινότητας.

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κυπριακό κράτος, αλλά δύο οντότητες οι οποίες διαπραγματεύονται για να ορίσουν τη νέα μορφή «συνεταιρισμού» τους. Με αυτή τη λογική, είναι φανερό, δεν μπορεί κανείς να αναζητά πια τη «βάση» επίλυσης του Κυπριακού στα μέχρι τώρα ψηφίσματα και αποφάσεις του ΣΑ του ΟΗΕ. Είναι φανερό, ότι σιγά σιγά, είκοσι πέντε χρόνια τώρα, το Κυπριακό εξέρχεται από το νεφέλωμα των ψευδαισθήσεων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και εμφανίζεται στη «βάση» που στεκόταν ανέκαθεν: Η ουσία του προβλήματος πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο του άγριου ανταγωνισμού για κυριαρχία και έλεγχο των «δρόμων» στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Σ' αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε ότι το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα που σ' όλες τις κρίσιμες καμπές αυτής της πορείας, σε αντίθεση με τ' άλλα κόμματα, προειδοποιούσε για το πού θα οδηγήσει η «στήριξη» για λύση του Κυπριακού στους Αμερικάνους και δυτικοευρωπαίους «συμμάχους». Προειδοποίησε ιδιαίτερα έντονα μετά το 1995 ότι η διχοτόμηση γίνεται οριστική λύση. Οπως επίσης, ότι η απόφαση των 15 στο Ελσίνκι, τόσο για το Κυπριακό, όσο και για την Τουρκία ως υπό ένταξη χώρα, οδηγεί στην ίδια κατεύθυνση το Κυπριακό.

Οι «νικητές» λοιπόν, αυτής της μάχης, θα είναι αυτοί που θα καθορίσουν - ήδη καθορίζουν - τους όρους της διευθέτησης. Η ελληνική κυβέρνηση το γνωρίζει αυτό και όχι μόνο σιωπά, αλλά πιέζει με κάθε δυνατό τρόπο τη Λευκωσία να συμμορφωθεί με την ανακοίνωση του ΓΓ του ΟΗΕ και να μην αποχωρήσει από τις συνομιλίες. Με άλλα λόγια, να αποδεχτεί την έμμεση αναγνώριση της «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».

Για να δικαιολογηθεί αυτή η επιλογή, είναι ήδη έτοιμο ένα ακόμη «παραμύθι», μια ακόμη ουτοπία: Η ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην ΕΕ και ο «έλεγχος» της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας, μέσα από τη στάση της Αγκυρας στο Κυπριακό! Μέσα στο επόμενο δίμηνο, αναμένεται μια ακόμη απομυθοποίηση: Οτι δηλαδή, οι Ευρωπαίοι, στα κείμενα που θα καθορίσουν την εταιρική σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ, θα επωμιστούν το κυπριακό πρόβλημα, καταγράφοντας ευθύνες στην Τουρκία και ζητώντας από αυτή να αλλάξει στάση. Οι Ευρωπαίοι μπορεί να μην αντιτάσσονται στο γεγονός ότι η Ουάσιγκτον έχει το πάνω χέρι στην προώθηση της λύσης στο συγκεκριμένο ζήτημα. Και γιατί άλλωστε; Οι ιμπεριαλιστές φαίνεται ότι πέρα από τις αντιθέσεις τους, έχουν και κοινούς στόχους. Και η λύση του Κυπριακού φαίνεται ότι είναι τέτοιος. Οι «Ευρωπαίοι», σίγουρα δεν είναι αφελείς.


Δημήτρης ΜΗΛΑΚΑΣ


ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Στο τραπέζι οι τουρκικές απαιτήσεις

Το ερώτημα που μένει αναπάντητο σε ό,τι αφορά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι ένα και μόνο: Πόσο γρήγορα θα ικανοποιηθούν οι τουρκικές απαιτήσεις; Η πορεία που ακολουθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, εξαιτίας των επιλογών της πολιτικής της ελληνικής κυβέρνησης, δε δημιουργεί καμία αμφιβολία ότι η Αθήνα οδηγείται σε έναν εφ' όλης της ύλης διμερή διάλογο, για μια συνολική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών «διαφορών». Οι ελληνικοί ισχυρισμοί για την «ύπαρξη μιας και μόνης ελληνοτουρκικής διαφοράς, που είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας» έχουν πρακτικά καταρριφθεί. Αυτό έγινε γιατί:

Πρώτον, η Αθήνα «συνδιαλέγεται» με την Αγκυρα, έστω κι αν παραμένει στο τραπέζι, από το Γενάρη του 1996 με το επεισόδιο των Ιμίων, η τουρκική απαίτηση για διευκρίνιση του καθεστώτος βράχων και νησίδων στο Αιγαίο. Η προσπάθεια «συνδιαλλαγής» γίνεται, μάλιστα, τη στιγμή που παραμένει σε ισχύ η τουρκική «απειλή πολέμου», αν η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά της και επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια.

Δεύτερον , η ελληνική κυβέρνηση με τη συμφωνία της Μαδρίτης, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ, το καλοκαίρι του 1996 αποδέχτηκε την ύπαρξη «ζωτικών τουρκικών συμφερόντων» στο Αιγαίο.

Τρίτον, γιατί με τα Συμπεράσματα του Συμβουλίου κορυφής της ΕΕ στο Ελσίνκι, η ελληνική κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να ακολουθήσει τη διαδικασία ειρηνικής επίλυσης διαφορών που περιγράφει ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ, με την υποψήφια προς ένταξη στην Κοινότητα χώρα, την Τουρκία, η οποία καλείται από τα συμπεράσματα να ρυθμίσει τις συνοριακές της εκκρεμότητες.

Με πιο απλά, λόγια, η ελληνική κυβέρνηση έχει βρεθεί στην εξής δυσάρεστη θέση: Δέχεται πιέσεις και από τους Ευρωπαίους Εταίρους, να ξεκινήσει διμερή διάλογο με την Τουρκία, μέσα στο πλαίσιο των όσων προβλέπονται για την ειρηνική επίλυση των διαφορών», προκειμένου να ρυθμιστούν οι συνοριακές εκκρεμότητες στο Αιγαίο. Εκκρεμότητες που εμμέσως πλην σαφώς, έχει αναγνωρίσει η ελληνική κυβέρνηση με τη συμφωνία της Μαδρίτης.

Ηαναγνώριση αυτών των εκκρεμοτήτων, τεκμηριώνεται και με έναν ακόμη έμμεσο αλλά σαφέστατο τρόπο. Η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο συζητά και συμφωνεί για ζητήματα «χαμηλής πολιτικής» με μια χώρα που αμφισβητεί κυριαρχία επί ελληνικών εδαφών και την απειλεί με πόλεμο, αλλά ταυτόχρονα, προσφέρει σε αυτή τη χώρα «έξωθεν καλή μαρτυρία» αίροντας, χωρίς κανένα αντάλλαγμα, τις επιφυλάξεις της για την προώθηση και εμβάθυνση των ευρωτουρκικών σχέσεων. Λογικότατο, λοιπόν, το ευρωπαϊκό και αμερικανικό στην Αθήνα, για να συνομιλήσει, διμερώς, με την Τουρκία. «Λογική» από την άλλη πλευρά και η αμηχανία της ελληνικής κυβέρνησης, που ενώ «διακηρύττει» για «μια και μόνη ελληνοτουρκική διαφορά» η πολιτική που έχει ακολουθήσει την υποχρεώνει να συζητήσει τις τουρκικές απαιτήσεις στο Αιγαίο και τη Θράκη.

Η συζήτηση, έχει ήδη ξεκινήσει, έστω κι αν η Αθήνα δυσκολεύεται να το παραδεχτεί προσπαθώντας να ελέγξει τις όποιες αντιδράσεις εγερθούν στο εσωτερικό. Ο «μανδύας» ο οποίος καλύπτει τον εφ' όλης της ύλης ελληνοτουρκικό διάλογο για το Αιγαίο, ονομάζεται συζήτηση για εγκατάσταση Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης.

Πρόκειται για ένα διάλογο, που ανεξάρτητα από τη διαδικασία και το πλαίσιο στο οποίο θα πραγματοποιηθεί θα θίξει, δε γίνεται διαφορετικά, μεταξύ άλλων τα εξής θέματα: Το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων και του εναέριου χώρου. Το θέμα του εξοπλισμού των ελληνικών νησιών στο Βόρειο Αιγαίο και τα Δωδεκάνησα. Ο τρόπος με τον οποίο θα μεθοδευτεί αυτή η συζήτηση, αποτελεί αυτόν τον καιρό το αντικείμενο των διαβουλεύσεων. Αυτό το νόημα είχε η συνάντηση στη Ν. Υόρκη των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας. Το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης, που πραγματοποιήθηκε ξημερώματα Κυριακής, δεν είχε γίνει γνωστό όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές. Ωστόσο, τίποτε δε φαίνεται ικανό να διαταράξει την προδιαγεγραμμένη πορεία Αθήνας και Αγκυρας, προς το τραπέζι του διμερούς και εφ' όλης της ύλης διαλόγου. Και μαζί μ' όλ' αυτά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις αμερικανικές παρεμβάσεις για την επίλυση των διαφορών σύμφωνα με τα δικά τους πλαίσια και για τα δικά τους συμφέροντα, αλλά και τα ΝΑΤΟικά, γεγονός που ουσιαστικά δρομολογεί τη ΝΑΤΟποίηση του Αιγαίου, με ό,τι αυτή συνεπάγεται για τα κυριαρχικά δικαιώματα του ελληνικού λαού.


Δ.Μ.


ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΕΑΜ

(Η μάχη της επιβίωσης)

ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΜΕΝΗ, βέβαια, η αναφορά, αλλά δεν παύει να έχει επικαιρότητα. Ο λόγος σήμερα για τα «καζάνια», αυτά που είδαμε ν' ανάβουν για τους ανέργους στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, που έγιναν πρόσφατα στη συμπρωτεύουσα, στα εγκαίνια της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης.

ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ, δίχως άλλο, η ενέργεια να μπούνε μπροστά στα καζάνια για να ετοιμαστεί η φασολάδα και η κουταλιά της για τους άνεργους του 2000. Εκεί, στις παρυφές που γλεντοκοπούσαν στη μεγάλη δεξίωση οι τρανοί της εξουσίας και του πλούτου, προστατευμένοι πίσω από σύρματα, με τους ροπαλοφόρους πανέτοιμους ολόγυρά τους.

ΠΑΡΟΛΟ, όμως, το συμβολικό προσδιορισμό, τα καζάνια αυτά φέρνουν κι άλλα ξυπνήματα και μνήμες. Μας φέρνουν εικόνες από μακρινές εποχές, όταν το καζάνι πάνω στη φωτιά βαστούσε την ελπίδα, την ανάσα μας. Κι αυτό που μετρούσε πάνω απ' όλα ήταν πως πάνω στην πυροστιά και καθώς η φωτιά πύρωνε το σπίτι κόχλαζε το καζάνι και σε λίγο σ' άχνιζαν, μεσημέρι και βράδυ αραδιαστά τα βαθιά πιάτα. Φαΐ ζεστό, που ζέσταινε το σπίτι.

ΞΕΧΝΙΕΤΑΙ, μήπως, τέτοιο καιρό εκείνο το καζάνι, που έκανε αυλές και σπίτια να μοσχοβολάνε, καθώς μερόνυχτα έβραζε το μούστο, για να μας ετοιμάζει το πετιμέζι (εμείς το λέγαμε κότο) και που το είχαμε για χίλιες δυο ανάγκες του σπιτιού στα χρόνια που η ζάχαρη ήταν απλησίαστη;..

ΑΛΛΑ το καζάνι, τα χιλιάδες καζάνια - τα μοναδικά και τ' αξέχαστα - που μπήκαν πάνω στις φωτιές για να μας δώσουν μια κουταλιά μπλουγούρι, μια κουταλιά φασολάδα στα μαύρα χρόνια της χιτλεροφασιστικής Κατοχής θα γίνονταν το σωτήριο στήριγμα της ζωής μας σ' εκείνη τη φοβερή δοκιμασία.

Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ του λαού πρόβαλε από την αρχή της Κατοχής σαν υπόθεση δική του, που θα 'πρεπε ν' αγωνιστεί και να παλέψει. Ετσι ήταν ως το τέλος ζήτημα ασταμάτητου καθημερινού αγώνα, που, ξεκινώντας από τις πιο απλές μορφές κι αγκαλιάζοντας όλο και περισσότερο κόσμο, εξελίχτηκε σ' ανοιχτή και σκληρότατη μάχη, που σ' αυτήν πήραν μέρος χιλιάδες και χιλιάδες πατριώτες με την καθοδήγηση του ΕΑΜ.

ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ κείμενο του μεγάλου δάσκαλου Δημήτρη Γληνού «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», που κυκλοφόρησε στα τέλη του 1942, μας δίνει τη δραματική αυτή ώρα της πείνας και του θανάτου, ένας μοναδικός πίνακας, ζωγραφιά απαράμιλλη για εκείνη την εποχή.

«...ΟΛΑ τα προϊόντα της γης - γράφει ο Δ. Γληνός - ακόμα και κείνα που μας περίσσευαν και τα πουλούσαμε στο εξωτερικό έγιναν, με μιας, για μας αόρατα... Οχι πια το σιτάρι, το κριθάρι, το καλαμπόκι, παρά το λάδι μας, οι ελιές μας, τα τυριά μας, οι σταφίδες μας, τα σύκα μας, τα κρασιά μας, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα ψάρια, τα καπνά μας, τα χάσαμε από τα μάτια μας...». Κι ο Δ. Γληνός προσθέτει: «...Στη χώρα της ελιάς και του λαδιού, πεθαίνουν οι άνθρωποι από πρηξίματα, γιατί δεν έχουν σταγόνα λάδι να προσθέσουνε στα νερόβραστα χόρτα τους...».

ΕΙΝΑΙ ένα μεγάλο κεφάλαιο όλος αυτός ο αγώνας της επιβίωσης, που έγινε για να στηθούν και, κυρίως, για να λειτουργήσουν τα καζάνια, τα συσσίτια. Αλλοι κρατούσαν τα κλειδιά στις αποθήκες με τα τρόφιμα. Οι Γερμανοί και οι συνεργάτες τους και χρειάζονταν καθημερινοί αγώνες, κινητοποιήσεις για να τα αποσπούν.

ΜΑΧΗ ζωής σε βάση καθημερινή. Οι Επιτροπές, που πάνω τους είχαν πάρει αυτό το χρέος, το έκαναν έργο ζωής για να μην σβήσουν τα καζάνια, για να υπάρχει αυτή η ζεστή κουταλιά, που, όσο κι αν ήταν πενιχρή και φτωχή, ήταν αποκούμπι πολύτιμο. Εκατοντάδες στελέχη και μέλη της Αντίστασης, του ΕΑΜ και τ' αετόπουλα ακόμη βρέθηκαν και πάλεψαν στην έπαλξη των συσσιτίων, γύρω από το καζάνι. Μάχη, που απαιτούσε καθημερινή αγωνιστική εγρήγορση.

ΣΗΜΕΡΑ μ' αυτήν τη μικρή αναφορά στο νου και το δικό μας καζάνι. Στο φοιτητικό μας συσσίτιο, εκεί στα πευκάκια, στην πανεπιστημιακή λέσχη, στο Χημείο. Ενα καζάνι, που τροφοδοτούσε πάνω από οχτώ χιλιάδες φοιτητές στα Ανώτατα Ιδρύματα.

ΚΙ ΕΚΕΙ παρούσα, άγρυπνη κι άτρομη, η Επιτροπή, αυτή που έδινε καθημερινή μάχη για να εξασφαλιστούν τα τρόφιμα για τη λειτουργία του. Είναι αυτοί, που αψήφησαν το κίνδυνο και που έπεσαν στα χέρια των Γερμανοτσολιάδων, που τουφεκίστηκαν. Ο Γιάννης, ο Αριστείδης, ο Κωστάκης, ο Νίκος, κι άλλοι, κι άλλοι...

ΦΟΡΤΩΜΕΝΑ, λοιπόν, μήνες, ιστορίες, θυσίες και διδαχές τα καζάνια, που συμβολικά άναψαν για το συσσίτιο των ανέργων στη Θεσσαλονίκη. Η μάχη της επιβίωσης, της ζωής δεν είναι υλικό για μουσειακές προθήκες. Είναι πλούσια, χρήσιμα διδάγματα για το σήμερα. Ολα αυτά τρέχουν, βγαίνουν από την πλούσια, αστείρευτη βρυσομάνα, την Εθνική ΕΑΜική Αντίσταση. Το ΕΑΜ μάς έσωσε από την πείνα. Η μεγάλη αλήθεια.


Του
Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ