Η Αργεντινή, παρά τη σχετικά εξελιγμένη πυρηνική της οικονομία, ποτέ δεν προχώρησε, με τη βραζιλιανή συνέπεια, σε έρευνες που θα στόχευαν στην πιθανή κατασκευή της πυρηνικής βόμβας
Τον Αύγουστο του 1986, μια είδηση που δημοσίευσε η βραζιλιανή εφημερίδα "Φόλια ντε Σάο Πάολο" προκάλεσε σάλο: Στη Σέρα ντο Σασίμπο στην περιοχή του Αμαζονίου, δημοσιογράφοι είχαν ανακαλύψει σε ένα φρουρούμενο χώρο μία τρύπα στο έδαφος περίπου 300 μέτρων βάθους και 1,20 μέτρων διαμέτρου, που γύρω γύρω είχε κλειστεί με συρματόπλεγμα και που, σύμφωνα με ειδικούς, εξυπηρετούσε έναν και μόνο σκοπό: Την υπόγεια έκρηξη μιας ατομικής βόμβας.Εκπληξη δεν προκαλούσε πλέον το γεγονός ότι εκείνη την εποχή οι στρατιωτικοί της Βραζιλίας στόχευαν στην κατοχή πυρηνικών όπλων, αλλά το ότι οι έρευνες είχαν φτάσει σε τέτοιο σημείο, ώστε να σκέφτονται την πρακτική δοκιμή. Το Σεπτέμβρη του 1987, ο Πρόεδρος Ζοσέ Σάρνεϊ ανακοίνωνε ότι η χώρα του κατείχε πλέον ολόκληρο τον τεχνολογικό κύκλο του εμπλουτισμού του ουρανίου. Ο Σάρνεϊ τόνιζε μεν τον ειρηνικό χαρακτήρα της βραζιλιανής πυρηνικής έρευνας, επικριτές, ωστόσο, επισήμαναν το γεγονός ότι η χώρα χρειάζεται το πολύ μία πενταετία μέχρι την ανάφλεξη της πρώτης της πυρηνικής βόμβας.
Το "παράλληλο" πυρηνικό πρόγραμμα της Βραζιλίας ξεκίνησε στην αρχή της δεκαετίας του '80, όταν έγινε καθαρό ότι η συμφωνία για την παράδοση οχτώ πυρηνικών εργοστασίων και μιας συνδεδεμένης με αυτά ολοκληρωμένης μεταφοράς τεχνολογίας, που είχε κλείσει με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας το 1975, δε θα εφαρμοζόταν, όπως είχε αρχικά συμφωνηθεί: Οι ΗΠΑ είχαν μπλοκάρει την παράδοση της όλης διαδικασίας στη Βραζιλία με τη δικαιολογία ότι, με αυτήν την τεχνολογία, θα ήταν δυνατός ένας εμπλουτισμός του σχασίμου ουρανίου U-235 μέχρι τον κατάλληλο για την παραγωγή πυρηνικών όπλων βαθμό του 90%. Η Βραζιλία, ωστόσο, δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει διεθνή έλεγχο.
Στο Ιπερο, μία βάση του πολεμικού ναυτικού κοντά στο Σάο Πάολο, ξεκίνησαν οι Βραζιλιανοί από μόνοι τους την ανάπτυξη μιας διαδικασίας για τον εμπλουτισμό ουρανίου με την οποία, επίσημα, στόχευαν στην παραγωγή καυσίμου για τον καυστήρα ενός βραζιλιανού πυρηνικού υποβρυχίου. Ο σχεδιασμός και η κατασκευή του καυστήρα ανατέθηκε σε ένα εργαστήριο του ναυτικού στη Σοροκάμπα. Το γεγονός ότι, κατά τη λειτουργία ενός τέτοιου καυστήρα, θα προέκυπτε πλουτώνιο ως επιθυμητό "απόρριμμα" δεν το αμφισβήτησε κανείς.
Ακόμα και σε ερευνητικά κέντρα των υπόλοιπων κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, προχώρησαν σε εργασίες που αφορούσαν το "παράλληλο" πυρηνικό πρόγραμμα. Ετσι, για παράδειγμα, ιδρύθηκε στο Τεχνολογικό Κέντρο της Αεροπορίας (CTA) στο Σάο Ζοσέ ντος Κάμπος ένα ειδικό ινστιτούτο για προχωρημένες σπουδές(IEA), το οποίο αφιερώθηκε, μεταξύ των άλλων, και στη βασική έρευνα στον τομέα του εμπλουτισμού του ουρανίου με ακτίνες Λέιζερ. Κατά καιρούς, πάνω από 4.000 άτομα ασχολήθηκαν σε 24 ιδρύματα με θέματα που αφορούσαν το"παράλληλο" πρόγραμμα.
Τα έξοδα, πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια το χρόνο, σύμφωνα, μάλιστα, με άλλες πηγές μέχρι και 3.000.000.000 το χρόνο, βρέθηκαν μέσω μυστικών λογαριασμών της κυβέρνησης, προσπερνώντας τον επίσημο κρατικό προϋπολογισμό. Τελικά, αυτά ακριβώς τα τεράστια έξοδα ήταν που οδήγησαν το "παράλληλο" πυρηνικό πρόγραμμα σε αδιέξοδο και, επομένως, στη λήξη του.
Στο μεταξύ, ολόκληρο το επίσημο πυρηνικό πρόγραμμα έχει σχεδόν σταματήσει. Ενώ αρχικά σχεδίαζαν οχτώ πυρηνικά εργοστάσια, τώρα γίνεται λόγος μόνο για δύο, το Ανγκρα -ΙΙ και το Ανγκρα -ΙΙΙ. Ομως, ακόμα και γι' αυτά και μετά από 15ετή χρόνο κατασκευής, η ημερομηνία παράδοσης φαίνεται πολύ μακρινή.
Το 1988, η Βραζιλία προχώρησε ακόμα περισσότερο, όταν με το νέο Σύνταγμα απαγόρευε, με μια διάταξη μοναδική στον κόσμο, στον εαυτό της, την ανάπτυξη, παραγωγή και κατοχή πυρηνικών όπλων.
Η νέα "καλή γειτονία" στο νότο
Αποφασιστικός παράγων γι' αυτήν την εξέλιξη ήταν και μια πολιτική και οικονομική προσέγγιση, που ξεκίνησε στη μέση της δεκαετίας του '80, με τον νότιο γείτονα και παραδοσιακό ανταγωνιστή, την Αργεντινή, προσέγγιση που οδήγησε πολύ γρήγορα ακόμα και στον ιδιαίτερα ευαίσθητο τομέα της πυρηνικής τεχνολογίας σε αισθητή πρόοδο. Ολόκληρες δεκαετίες, η υποτιθεμένη ή και πραγματική απειλή από την Αργεντινή χρησίμευε ως πρόφαση για πολλαπλά μέτρα εξοπλισμού, αν και η Αργεντινή, παρά τη σχετικά εξελιγμένη πυρηνική της οικονομία, ποτέ δεν προχώρησε, με τη βραζιλιανή συνέπεια, σε έρευνες που στόχευαν στην πιθανή κατασκευή της πυρηνικής βόμβας.
Το 1987, έγινε μια ιστορική "πρώτη": Για πρώτη φορά, ένας Βραζιλιανός Πρόεδρος επισκέφθηκε, στα πλαίσια, προφανώς, της νεοκαθιερωμένης αμοιβαίας εμπιστοσύνης, τις μέχρι τότε άκρως μυστικές πυρηνικές εγκαταστάσεις στο Πιλκανιέου, όπου η Αργεντινή έχει ένα εργοστάσιο εμπλουτισμού ουρανίου, το οποίο υποβαλλόταν τότε μόνο εν μέρει σε διεθνή έλεγχο.
Η Αργεντινή ήθελε με αυτήν τη χειρονομία να τονίσει τον αποκλειστικά ειρηνικό χαρακτήρα της πυρηνικής της έρευνας. Γεγονός είναι ότι, μέχρι σήμερα, δεν υπάρχουν πραγματικές ενδείξεις ότι η Αργεντινή, σε αντίθεση με τη Βραζιλία, εργάστηκε ποτέ συστηματικά για την ανάπτυξη στρατιωτικής πυρηνικής τεχνολογίας. Το Νοέμβρη του 1990, η Αργεντινή και η Βραζιλία έκλεισαν μία συμφωνία, με την οποία δεσμεύονταν να παραιτηθούν για πάντα από τα πυρηνικά όπλα και να επιτρέψουν την επιθεώρηση των πυρηνικών τους εγκαταστάσεων από ειδικούς της γείτονος χώρας ή της Διεθνούς Οργάνωσης Ατομικής Ενέργειας με έδρα στη Βιέννη. Ο πυρηνικός ανταγωνισμός μεταξύ Βραζιλίας και Αργεντινής, αν ποτέ έγινε, το αργότερο εκείνη την εποχή έληξε οριστικά.
Γ. Καρ.
Ενας κόσμος απαλλαγμένος από ατομικά όπλα, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, δεν αποτελεί για τη Βρετανία καμιά πρακτική ή ρεαλιστική δυνατότητα, ενώ ένας ολοκληρωτικός πυρηνικός αφοπλισμός ισχύει μόνο σαν μακροχρόνιος στόχος
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα περιφρόνησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παραπάνω Συμφωνία εκ μέρους της χώρας αυτής είναι η εισαγωγή πυρηνικών οπλικών συστημάτων λίγο πριν ή μετά τις Συνδιασκέψεις που ακολούθησαν μετά την υπογραφή της ΝΡΤ. Ετσι, το 1968 η Μεγάλη Βρετανία, πριν ακόμα δηλώσει τη συγκατάθεσή της στο τελικό κείμενο της Συμφωνίας, έστειλε το πρώτο της υποβρύχιο τύπου "Πολάρις" για περιπολίες. Και τον Ιούλη του 1980, λίγες βδομάδες πριν τη δεύτερη Συνδιάσκεψη του ΝΡΤ, η Μεγάλη Βρετανία είχε ανακοινώσει ότι θα αγοράσει το βαλλιστικό πυραυλικό σύστημα για τα υποβρύχια "Τράιντεντ". Ταυτόχρονα, άρχιζαν οι εργασίες ανάπτυξης σχετικά με τις αντίστοιχες πυρηνικές μαχητικές κεφαλές.
Για τη σημερινή βρετανική κυβέρνηση, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζουν πολιτικοί παρατηρητές, ένας κόσμος απαλλαγμένος από ατομικά όπλα, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, δεν αποτελεί καμιά πρακτική ή ρεαλιστική δυνατότητα, ενώ ένας ολοκληρωτικός πυρηνικός αφοπλισμός ισχύει μόνο σαν μακροχρόνιος στόχος. Ετσι, λοιπόν, το υπουργείο Αμυνας της χώρας αιτιολογεί τα νέα προγράμματα ανάπτυξης με την υπόθεση που κάνει η Μεγάλη Βρετανία ότι μέσα σε δέκα χρόνια περίπου θα ήταν δυνατόν ν' απειληθεί με πυραύλους εκ μέρους του Τρίτου Κόσμου. Στα πλαίσια μιας μελέτης που έγινε, αναφορικά με τα αμυντικά πυραυλικά συστήματα, το υπουργείο δήλωνε, τον Αύγουστο του 1994, ότι "εκδοχές, έξοδα, τεχνικοί κίνδυνοι και χρονικές δυνατότητες πραγματοποίησης εξετάζονται, πριν απ' όλα, με το βλέμμα στραμμένο προς τη δημιουργούμενη απειλή εκ μέρους του Τρίτου Κόσμου".
Σαν αντίδραση απέναντι στις σοβιετοαμερικανικές πρωτοβουλίες για τον αφοπλισμό στην αρχή της δεκαετίας του '90, η Μεγάλη Βρετανία είχε θέσει εκτός υπηρεσίας μερικά όπλα του Πολεμικού Ναυτικού, καθώς και βόμβες της Πολεμικής Αεροπορίας. Προκειμένου δε να μην γεννηθούν οποιεσδήποτε αυταπάτες, το Λονδίνο έσπευδε να κάνει ξεκάθαρο ότι αυτό συμβαίνει λόγω της απαρχαίωσης των όπλων αυτών. Ετσι, η Μεγάλη Βρετανία αποστασιοποιήθηκε με σαφήνεια ενόψει των πρωτοβουλιών για βήματα πυρηνικού αφοπλισμού των δυο μεγάλων δυνάμεων.
Κατά τα άλλα, το συνολικό πυρηνικό οπλοστάσιο της χώρας μειώθηκε από 300 - 350 σε 200 εκσφεδονιστικές κεφαλές. Αν, πάντως, το πρόγραμμα υποβρυχίων "Τράιντεντ" ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του αιώνα μας, το βρετανικό πυρηνικό οπλοστάσιο θα μεγαλώσει σημαντικά.
Στη διάρκεια των τελευταίων 15 χρόνων, όπως χαρακτηριστικά τονίζουν σχετικά δημοσιεύματα, η Μεγάλη Βρετανία έχει παραπέρα αναπτύξει το στρατηγικό ατομικό της δυναμικό, κάτι που θέλει να το κάνει επίσης και στο μέλλον... Ετσι, τα εναπομείναντα τρία υποβρύχια "Πολάρις", που κατασκευάστηκαν το 1982, θα πρέπει ν' αντικατασταθούν από τέσσερα υποβρύχια "Τράιντεντ", τα οποία θα μπορούν να φέρουν μέχρι και 96 μαχητικές κεφαλές ισχύος 100 χιλιοτόννων η κάθε μια.
Βρετανικές αεροπορικές μονάδες εξοπλίζονται πάρα πέρα, ώστε να είναι κατάλληλες να φέρουν πυρηνικά όπλα. Η Μεγάλη Βρετανία έχει σταθμεύσει τέσσερις κλίμακες "Τορνέιντο" στη στρατιωτική βάση του Μπρίγκεν της Γερμανίας και άλλες τέσσερες στη Μεγάλη Βρετανία. Ολες είναι εφοδιασμένες με την πυρηνική βόμβα WE - 177A/B.
Το 1993, το Βασιλικό Ναυτικό πραγματοποίησε μυστική δοκιμήαμερικανικού πυραύλου "Κρουζ - Τόμαχοκ" πάνω σε ένα από τα πυρηνικά υποβρύχιά του. Και το βρετανικό ενδιαφέρον για τους "Τόμαχοκ" επιβεβαιώθηκε από τον υπουργό Αμυνας Μάλκολμ Ρίφκιντ τον Ιούλη του 1994, με τη δήλωση ότι "η Μεγάλη Βρετανία θα εξετάσει τη δυνατότητα εξασφάλισης "Κρουζ - Τόμαχοκ" και την ένταξή τους στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ".
Η βρετανική βιομηχανία πυρηνικών εξοπλισμών (AWE) είναι αρμόδια για έρευνα και σχεδιασμό, για ανάπτυξη και κατασκευή, καθώς και για αποσυναρμολόγηση πυρηνικών κεφαλών. To AWEαπασχολεί στο Αλντερμαστον περίπου 5.000 άτομα. Και είναι ξεκάθαρο πλέον το γεγονός ότι η Μεγάλη Βρετανία είναι σταθερά προσανατολισμένη, ώστε και στο μέλλον να διαθέτει τις δυνατότητες για σχεδιασμό, ανάπτυξη και κατασκευή νέων τέτοιων όπλων. Ετσι, κατά τον υπουργό Ρίφκιντ, υπάρχει όλο και περισσότερο η αναγκαιότητα "ενός προγράμματος, έτσι ώστε να διαφυλάξουμε την ικανότητά μας για την ασφάλεια και να εγγυηθούμε την αξιοπιστία των σταθμευμένων μας μαχητικών κεφαλών".
Νίκος ΗΛΙΑΔΗΣ - ΗΛΙΟΥΔΗΣ
Από τότε, που ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, στη διάρκεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, διέταξε την παραμονή στις Ηνωμένες Πολιτείες των επιστημόνων της χώρας του, συμπεριλαμβανομένων και του Δανού Νιλς Μπορ, του Γερμανού Κλάους Φουκς και άλλων, υπάρχει μια εξαιρετικά στενή πυρηνική συνεργασία μεταξύ Ουάσιγκτον και Λονδίνου. Και, όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζουν οι ειδικοί, χωρίς τη συνεργασία αυτή δε θα ήταν δυνατόν να υπάρξει μια "ανεξάρτητη" βρετανική ατομική δύναμη. Και η έναρξη γίνεται με τις πυρηνικές δοκιμές. Από τότε, που η αυστραλιανή έρημος έγινε "πάρα πολύ στενή", δηλαδή, από το 1962, όλες οι βρετανικές δοκιμές πραγματοποιούνταν στο χώρο της Νεβάδας και η τελευταία έγινε το 1991. Σχετικά, το Ινστιτούτο Ειρηνικών Ερευνών της Στοκχόλμης (SIPRI) έχει καταγράψει συνολικά 45 τέτοιες δοκιμές. Η διμερής Αμυντική Συμφωνία που υπογράφτηκε το 1958 και παρατάθηκε το 1994 δίνει τη δυνατότητα ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με όλες τις πλευρές της ανάπτυξης και παραγωγής πυρηνικών όπλων, καθώς και την αμοιβαία παροχή ουρανίου, πλουτωνίου και τριτίου. Κάτω από τη στέγη της Συμφωνίας αυτής, αναπτύχθηκαν από κοινού πολυάριθμα πυρηνικά οπλικά συστήματα. Πέντε πυρηνικά οπλικά συστήματα των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων έχουν χορηγηθεί άμεσα από τις ΗΠΑ. Επίσης, οι εξοπλιστικές αλλαγές του υποβρυχιακού πυρηνικού στόλου γίνονται με τη βοήθεια των ΗΠΑ. Τα πεπαλαιωμένα "Πολάρις" αντικαθίστανται με τα υποβρύχια "Τράιντεντ" με μέχρι και 16 πυραύλους "Τράιντεντ - ΙΙ" των ΗΠΑ που θα φέρουν αντίστοιχα από έξι κεφαλές. Η μακρόχρονη αυτή σχέση θεωρείται η μεγαλύτερη δοσοληψία σχετικά με τα πυρηνικά όπλα, που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.
Η αντιπαράθεση Καναδά - Ισπανίας έχει φθάσει ως τις διαδηλώσεις έξω από το καναδικό προξενείο της Μαδρίτης
Με τη Συμφωνία του Τλατελόλκο το 1967, η Λατινική Αμερική γίνεται μία de jure αποπυρηνικοποιημένη ζώνη, αν και δεν την υπέγραψαν όλες οι λατινοαμερικανικές χώρες και ακόμα και αν χώρες που σαν πρώτες την υπέγραψαν δεν την έχουν επικυρώσει μέχρι σήμερα. Η Αργεντινή και η Βραζιλία είναι από τις αργοπορημένες χώρες και, μέχρι το 1990, δεν είχαν θέσει σε ισχύ τη Συμφωνία του Τλατελόλκο, επειδή, σύμφωνα με τη δικαιολογία που προέβαλαν, δεν την είχαν υπογράψει όλες οι λατινοαμερικάνικες χώρες. Πράγματι, λείπει ακόμα η υπογραφή της Κούβας.
Ωστόσο, οι πραγματικές αιτίες είναι άλλες: Χώρες όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, αλλά και η Χιλή, θεωρούν τέτοιες συμφωνίες ως μέσα διάκρισης, καθώς μόνο σε μία μικρή ομάδα χωρών που κατέχουν πυρηνικά όπλα παρέχεται ένα αποκλειστικό δικαίωμα: όχι μόνο να κατέχουν πυρηνικά όπλα, αλλά και να αναπτύσσουν πυρηνική τεχνολογία και να τη ρίχνουν στη διεθνή αγορά. Τελικά, λένε, αυτές οι συμφωνίες δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να ορίζουν το διαχωρισμό του κόσμου σε χώρες που θα έχουν πρόσβαση στη μοντέρνα τεχνολογία και χώρες που δε θα έχουν αυτό το δικαίωμα, γεγονός που δεν είναι παρά μία ειδική μορφή διάκρισης εις βάρος του Τρίτου Κόσμου.