ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 2 Μάη 2009
Σελ. /40

«Ποιος είπε πως δεν αγαπούσαμε τη ζωή /

Ποιος είπε πως δε λογαριάζαμε το θάνατο;/

Εμείς δε θέλαμε ποτέ να πεθάνουμε /

εμείς μπορούσαμε να πεθάνουμε μονάχα για τη ζωή».

Ο Παυλίδης τους και ο Μανούσης τους. Οι «Πανάγοι» τους και οι «κουμπάροι» τους. Ο Αρσένιος και ο Εφραίμ τους. Οι ανταλλαγές, οι λαμογιές και τα συμβολαιογραφικά. Ο Σίκατσεκ και ο Τσουκάτος τους. Ο ετήσιος τζίρος της «Ζήμενς» και τα ποσοστά της μίζας. Οι «φούσκες» και τα δομημένα ομόλογα, τα «κότερα» και «οι σύντροφοι που πλουτίσανε».

Ο κόσμος τους...

*

Στον κόσμο τους κάθε τρία δευτερόλεπτα κι ένα ακόμα παιδί πεθαίνει από την πείνα. Κάθε τρεις μέρες κι ένας ακόμα εργάτης χάνει τη ζωή του στα λεγόμενα εργατικά ατυχήματα.

Στον κόσμο τους οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες, οι μεγαλοεργολάβοι, οι εφοπλιστές, κερδίζουν κατά μέσο όρο 40 εκατομμύρια ευρώ τη μέρα. Κάθε μέρα.

Στον κόσμο τους ο εργαζόμενος πρέπει να ζήσει με 700 ευρώ βασικό, ο συνταξιούχος με «αύξηση» ένα ευρώ.

Στον κόσμο τους το 30% των νέων βουλιάζει στην ανεργία και οι γυναίκες «εξισώνονται» με τους άντρες δουλεύοντας μέχρι τα 65.

Στον κόσμο τους, όταν λένε «ανάπτυξη» εννοούν χλιδή και ξιπασιά για τους λίγους. «Κρίση» στον κόσμο τους σημαίνει νέα βάρη, νέες θυσίες για τους πολλούς.

*

Ο κόσμος τους δεν είναι αιώνιος. Δεν είναι ο μοναδικός που υπάρχει. Υπάρχει κι άλλος δρόμος. «Ο δρόμος ο πιο μακρινός» που, όπως έλεγε ο Ρίτσος, «είναι ο πιο κοντινός».

Σε αυτόν τον άλλο δρόμο οι άνθρωποι δε σμίγουν τα χέρια τους για να ανταλλάξουν μετοχές, για να μοιράσουν μίζες, για να σφετεριστούν ό,τι δημιούργησαν οι άλλοι.

Σε αυτόν τον άλλο δρόμο το μέλλον γράφει «από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του». Σε αυτό το δρόμο, οι άνθρωποι «Οταν σφίγγουν το χέρι» τότε, ναι, «ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο» που θα 'ρθει.

100 χρόνια Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ (4)

«Γιε μου, είχε συναχτεί προψές το βράδι

όλ' η φτωχολογιά μας, η αργατειά μας

οι ματιές τους αστράφταν στο σκοτάδι

σαν κάρβουνα πυρά και τρομερά

κι ανάμεσά τους χτύπαγε η καρδιά μας

γιομάτη εμπιστοσύνη και χαρά

*

Ετσι, καθώς με κλείναν γύρα - γύρα

μορφές που ιδρώσαν, κλάψαν και πασκίσαν,

ψημένες απ' του πέλαου την αρμύρα,

σκαμμένες απ' το κρύο κι απ' το χιονιά,

ένιωσα, τάχα, αδέλφια μου πως είσαν

κ' ήβρα στη σκιά τους ήλιο, απανεμιά

*

Στη μέση της πλατείας κάποιος μιλούσε

δεν ξέρω ποιος, μα ξέρω ότι η λαλιά του

την ίδια την καρδιά μου αντιλαλούσε:

"Μας κλέβουν τον ιδρώ μας, το ψωμί,

για να φτιάξουνε σύνεργα θανάτου,

και βόλια μας πετούν για πλερωμή".

*

Και τότε οι γαλονάδες πέσαν, γιε μου,

κ' είδα να δέρνουν, να τσαλαπατάνε

κ' είδα τη φρίκη ακέρια του πολέμου.

Μας λένε: "οι Τούρκοι, οι Βούλγαροι είναι οχτροί"

μα τους Ρωμιούς, Ρωμιοί να τους χτυπάνε;

Γιε μου, έχεις δίκιο, εχτροί μας είναι Αυτοί».

*

(Από την συλλογή «Πυραμίδες»)

«Αγαπημένε μου Ζολιό, σου γράφω από τον Αη Στράτη.

Βρισκόμαστε δω πέρα, κάπου τρεις χιλιάδες

άνθρωποι απλοί, δουλευτάδες, γραμματιζούμενοι

με μια τρύπια κουβέρτα στον ώμο μας

μ' ένα κρεμμύδι, πέντε ελιές κι ένα ξεροκόμματο φως στο

ταγάρι μας

άνθρωποι απλοί σαν τα δέντρα μπροστά στον ήλιο

οι άνθρωποι που δεν έχουμε άλλο κρίμα στο λαιμό μας

εξόν μονάχα που αγαπάμε όπως και συ

τη λεφτεριά και την ειρήνη

*

Μάθαμε τώρα κάτι πράγματα απλά, πολύ απλά, πολύ σίγουρα

πως ο ουρανός αρχίζει από το ψωμί

πως δεν είναι δίκιο άλλοι να βγάζουν το ψωμί κι άλλοι να

τρώνε το ψωμί

πως δεν είναι δίκιο να φτιάχνουν κανόνια και να λείπουν

τα αλέτρια - απλά πράματα

- δεν είμαστε σοφοί, Ζολιό,

απλά πράματα λέμε, πολύ απλά τα λέμε

πως αξίζει κανένας να ζει και να πεθαίνει

για τη λεφτεριά και την ειρήνη».

*

(από το «Γράμμα στο Ζολιό Κιουρί»)

«Ετσι μικρό είταν τ' όνειρό μας

Μα τούτο το όνειρο είταν τ' όνειρο

όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.

κι οι πεινασμένοι είταν πολλοί

κι οι αδικημένοι είταν πολλοί

Και τ' όνειρο μεγάλωνε - σιγά - σιγά μεγάλωνε -

- πάντοτε το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί

και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο

και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη

και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα,

ετούτο τ' όνειρο των πεινασμένων,

τ' όνειρο των αδικημένων

όλου του κόσμου.

*

Ερχόταν η Ανοιξη

καθόταν στο σκουριασμένο ντεπόζιτο της αυλής μας

και κουνούσε τα πόδια της.

Κι είταν ένα χαμόγελο στον αέρα,

ένα μεγάλο παράνομο χαμόγελο,

αντιφεγγίζοντας από μάτια σε μάτια,

αντιφεγγίζοντας από στόμα σε στόμα -

Ετούτο το χαμόγελο του κομμουνιστή.

Ενα παράνομο χαμόγελο

αντιφεγγίζοντας από μάτια σε μάτια,

από στόμα σε στόμα, από όνειρο σε όνειρο -

ένα παράνομο χαμόγελο, σιωπηλό,

πιο σιωπηλό απ' το σπίρτο που αγγίζει το φυτίλι.

Ετούτο το χαμόγελο του κόσμου

(...)

Τότε ο Πέτρος πήρε το λόγο

κι είπε με τη βαθειά του τη φωνή: "Να λείπεις -

δεν είναι τίποτα να λείπεις

αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,

θάσαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα

που γι' αυτά έχεις λείψει,

θάσαι για πάντα

μέσα σ' όλο τον κόσμο».

*

(Αποσπάσματα από τις «Γειτονιές του κόσμου»)

«(...)

Τα μάτια τους είναι κόκκινα απ' την αγρύπνια,

μία βαθιά χαρακιά σφηνωμένη ανάμεσα στα φρύδια τους

σαν ένα κυπαρίσσι ανάμεσα σε δυο βουνά το λιόγερμα.

Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι

το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους

το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -

έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό

κ' έχουνε τον καημό βαθιά βαθιά στα μάτια τους

σαν ένα αστέρι σε μία γούβα αλάτι.

Οταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο

όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια γένια τους

όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους

όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.

(...)

Δέντρο το δέντρο, πέτρα πέτρα πέρασαν τον κόσμο,

μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.

Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.

Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μία οργιά ουρανό - για να τον δώσουν.

Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,

κι όταν χορεύαν στην πλατεία,

μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια και κουδούνιζαν τα γυαλικά στα ράφια.

(...)

Το χώμα τούτο που μοσκοβολούσε τα χαράματα

το χώμα που ήτανε δικό τους και δικό μας - αίμα τους - πώς μύριζε το χώμα -

και τώρα πώς κλειδώσανε την πόρτα τους τ' αμπέλια μας

πώς λίγνεψε το φως στις στέγες και στα δέντρα

ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ' το χώμα

κ' οι άλλοι μισοί στα σίδερα;

Με τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα

με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός

και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.

Σώπα, όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.

Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.

Κάτου απ' το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους

κρατάνε της καμπάνας το σκοινί - περμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται,

περμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Τούτο το χώμα

είναι δικό τους και δικό μας - δε μπορεί κανείς να μας το πάρει».

*

(από τη «Ρωμιοσύνη»)

1919 Αρχίζει σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο η Μικρασιατική Εκστρατεία.

1935 Υπογράφεται σύμφωνο αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ της Σοβιετικής Ενωσης και της Γαλλίας.

1943 Ιδρύεται το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ.

1960 Νέες συγκρούσεις στην Κωνσταντινούπολη, υπό το βλέμμα των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ, οι οποίοι συνεδριάζουν για να συντονίσουν τις απόψεις τους, ενόψει της Διάσκεψης Κορυφής για τον αφοπλισμό στο Παρίσι.

1969 Παρανάλωμα του πυρός γίνεται το κέντρο της Ξάνθης, όπου δύο άτομα χάνουν τη ζωή τους στις φλόγες του ξενοδοχείου «Αθήναι», ενώ πολλά καταστήματα καταστρέφονται ολοσχερώς. Η τραγωδία προκλήθηκε από έναν έμπορο, ο οποίος πυρπόλησε το κατάστημά του με σκοπό να εισπράξει τα ασφάλιστρα.

1971 Ξυπνά το ηφαίστειο «Στρόμπολι» στη θαλάσσια περιοχή βόρεια της Σικελίας, επηρεασμένο από την έντονη και επί βδομάδες δραστηριότητα της Αίτνας.

1984 Η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να αναστείλει την απόφασή της για καταστροφή των φακέλων, που επί δεκαετίες καταδυνάστευαν τη ζωή των «μη εθνικοφρόνων» πολιτών.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ