Ράπισμα στην προκλητική προπαγάνδα της κυβέρνησης για το δημόσιο σύστημα Υγείας αποτελούν τα στοιχεία για την αθλιότητα που έχει διαμορφώσει η πολιτική της εμπορευματοποίησης. Συγκεκριμένα, το 58% των ερωτηθέντων σε έρευνα της Ενωσης Ασθενών θεωρεί ότι η απόσταση και ο χρόνος που απαιτούνται για την πρόσβαση σε δομές Υγείας αποτελούν δύο σημαντικούς παράγοντες που τη δυσχεραίνουν. Κρίνουν ως «πολύ δύσκολο» το κλείσιμο ραντεβού με κάποιον γιατρό σε μονάδα Υγείας, λόγω της υποστελέχωσης, ενώ ο προγραμματισμός ακόμη και για τις πιο απλές εξετάσεις (π.χ. αιματολογικές), όσο και για νοσηλεία, είναι ιδιαίτερα χρονοβόρος.
Οι σοβαρές αυτές δυσκολίες οδηγούν τους ασθενείς σε ιδιωτικές δομές, επιβαρύνοντας σημαντικά το έτσι κι αλλιώς λεηλατημένο εισόδημά τους. Η κατάσταση επιβαρύνει συντριπτικά τα εργατικά - λαϊκά στρώματα, καθώς οι «μη ικανοποιούμενες υγειονομικές ανάγκες» των νοικοκυριών με χαμηλό εισόδημα είναι υπερτριπλάσιες σε σύγκριση με εκείνες των υψηλότερων εισοδηματικών ομάδων. Τα φτωχά λαϊκά στρώματα άλλωστε εμφανίζουν συνολικά χειρότερους δείκτες υγείας, υψηλότερη θνησιμότητα και νοσηρότητα - ιδιαίτερα στα χρόνια νοσήματα. Παράλληλα, αντιμετωπίζουν μεγαλύτερες δυσκολίες στην πρόσβαση σε υπηρεσίες Υγείας, προληπτικές εξετάσεις και φάρμακα.
Σοβαρή επιβάρυνση προκαλούν και οι μεγάλες ελλείψεις, που αναγκάζουν τους ασθενείς να μετακινούνται για την παρακολούθησή τους και τις θεραπείες τους στα μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα κ.λπ.), τα οποία με τη σειρά τους αδυνατούν να καλύψουν με το υφιστάμενο προσωπικό τις αυξημένες ανάγκες. Είναι χαρακτηριστικό ότι για μία από τις πιο ευαίσθητες ομάδες, δηλαδή τους παιδιατρικούς ασθενείς, σχεδόν όλα τα εξειδικευμένα παιδιατρικά κέντρα βρίσκονται μόνο σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη. Ταυτόχρονα, από τα συνολικά 37 κέντρα εμπειρογνωμοσύνης σπάνιων παθήσεων, τα 33 βρίσκονται στην Αθήνα, τα 2 στη Θεσσαλονίκη, ενώ από ένα έχουν η Πάτρα και η Λάρισα.
Οι δε ανασφάλιστοι χρόνιοι ασθενείς δεν έχουν δυνατότητα παρακολούθησης στον τόπο διαμονής τους λόγω έλλειψης της κατάλληλης ειδικότητας σε δημόσιες δομές. Στην περιφέρεια επίσης εντοπίζονται ιδιαίτερα προβλήματα στην πρόσβαση σε σύγχρονα διαγνωστικά και θεραπευτικά μηχανήματα (μαγνητικοί και αξονικοί τομογράφοι, συστήματα ακτινοθεραπείας κ.α.), με αποτέλεσμα τεράστιες αναμονές, καθυστερήσεις στη διάγνωση και θεραπεία ή τελικά προσφυγή στον ιδιωτικό τομέα.
Σε μια ακόμα ένδειξη για τη χειροτέρευση της πρόσβασης σε σύγχρονη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, είναι ενδεικτικό ότι μία στις δύο νέες θεραπείες που εγκρίθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) μεταξύ 2019 και 2022 δεν έχει φτάσει στους ασθενείς στη χώρα μας. Ακόμη και από τα φάρμακα που τελικά διατέθηκαν, μόνο το 52% ήταν πλήρως προσβάσιμα. Εκεί οδηγούν οι ανταγωνισμοί των ομίλων γύρω από το «φάρμακο - εμπόρευμα», όσο και τα τερτίπια φαρμακοβιομηχάνων - φαρμακαποθηκών και κράτους, που παζαρεύουν υψηλότερες τιμές.
Η καθυστέρηση στην πρόσβαση των Ελλήνων ασθενών στις νέες και καινοτόμες θεραπείες έχει φτάσει κατά μέσο όρο στις 654 ημέρες, δύο μήνες παραπάνω σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά. Από τα 173 φάρμακα που έχουν λάβει έγκριση από την ΕΜΑ, μόλις τα 75 είναι διαθέσιμα στους Ελληνες ασθενείς (μελέτη της EFPIA 2020-2023). Μειωμένη είναι η πρόσβαση των ασθενών με σπάνιες νόσους σε νέες καινοτόμες θεραπείες μέσω του ΙΦΕΤ, όπως και η συμμετοχή σε κλινικές μελέτες.
Η οικονομική επιβάρυνση των ασθενών για φάρμακα και ιατροτεχνολογικά προϊόντα αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στη θεραπεία, με τα στοιχεία να είναι κι εδώ αμείλικτα: Το ποσοστό άμεσης ιδιωτικής δαπάνης για τα φάρμακα φτάνει το 40% της συνολικής άμεσης ιδιωτικής δαπάνης Υγείας στην Ελλάδα. Το 76% των ασθενών κρίνουν «καθόλου» ή «λίγο ικανοποιητική» τη συμμετοχή του κράτους στα φάρμακα και στις εξετάσεις, λόγω του υψηλού κόστους, σε συνδυασμό με τα σοβαρά πλήγματα στο εισόδημα. Οι συχνές ελλείψεις φαρμάκων οδηγούν σε καθυστέρηση θεραπειών, ενώ παρατηρείται έλλειψη και σε νέα καινοτόμα ογκολογικά, ή φάρμακα που προορίζονται για θεραπεία αυτοάνοσων και άλλων νοσημάτων. Σε καθυστέρηση θεραπειών οδηγεί και ο μικρός αριθμός φαρμακείων ΕΟΠΥΥ, ιδιαίτερα στην περιφέρεια.
Παρόμοια είναι η εικόνα που παρουσιάστηκε σε πρόσφατο συνέδριο (1st Patient Think Tank Summit), με το 39,5% των ΑμεΑ να δηλώνει ότι στερήθηκε αναγκαία θεραπεία τουλάχιστον μια φορά, ενώ το 40% δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει αναγκαίες διαγνωστικές εξετάσεις. Επίσης, το 34% στερήθηκε τουλάχιστον μια φορά τα φάρμακά του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία, με χρόνιες και σπάνιες παθήσεις, είναι η υψηλή οικονομική επιβάρυνση, η μεγάλη αναμονή για εξετάσεις, αλλά και η έλλειψη διαθεσιμότητας σε φάρμακα. Μάλιστα, τα τελευταία δύο χρόνια, το 80% των ΑμεΑ έχει μειώσει δαπάνες για τρόφιμα και ρούχα ώστε να αντεπεξέλθουν σε έξοδα Υγείας.
Τα παραπάνω περιγράφουν το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις σύγχρονες δυνατότητες για θεραπείες και φαρμακευτική περίθαλψη για ασθενείς, χρόνια πάσχοντες και ΑμεΑ και στη βαρβαρότητα που ζουν στην πραγματική τους ζωή. Ενα χάσμα που διαρκώς μεγαλώνει, αφού η Υγεία αποτελεί πανάκριβο εμπόρευμα για μια χούφτα μονοπωλιακούς ομίλους που ελέγχουν την έρευνα, την παραγωγή, τη διακίνηση του φαρμακευτικού και άλλου υλικού. Διευρύνεται γιατί την ίδια στιγμή το κράτος του κεφαλαίου αντιμετωπίζει τις παροχές Υγείας ως «κόστος» που πρέπει να περιοριστεί και ως πεδίο δράσης για τα κέρδη των επιχειρηματικών ομίλων.
Πρόκειται για τα πιο τρανταχτά «συμπτώματα» του πραγματικού «ιού», του καπιταλισμού, αποδεικνύοντας ότι το μόνο που επιφυλάσσει είναι στερήσεις και πόνο για τη μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία. Γι' αυτό η διέξοδος βρίσκεται στον αγώνα που συγκρούεται παντού με την πολιτική του καπιταλιστικού κέρδους και τα κόμματά του, με προμετωπίδα τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, στον δρόμο της ανατροπής του κεφαλαίου και της εξουσίας του. Ο σοσιαλισμός - κομμουνισμός, όπου η Υγεία θα είναι κοινωνικό δικαίωμα και όχι εμπόρευμα, θα καταργήσει το «χάσμα», προσφέροντας στον λαό πλήρη και ισότιμη πρόσβαση στην ολόπλευρη προστασία της υγείας του.