ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 10 Μάη 2025 - Κυριακή 11 Μάη 2025
Σελ. /40
ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ
120 χρόνια από τη γέννηση του «Αγιου Μάγκα»

«Τράβηξε η καρδιά μου να γράψω την ιστορία μου. Θέλω να την ιδώ γραμμένη και να τη διαβάσω απ' την αρχή ως το τέλος σα να ήταν κάποιου άλλου. Πιστεύω πως έτσι θα ξεθυμάνει το φούσκωμα της καρδιάς που μου σταλάξανε τόσα πολλά και διάφορα, τέτοια που ο καθένας δεν θα ήθελε να τα 'χει στη δική του την ιστορία. Εχω σκοπό να τη δημοσιέψω κιόλας την ιστορία μου.

Η χριστιανή που μου κάνει το γραμματικό λέει πως οι πρώτοι χριστιανοί ξεμολογιόντουσαν δυνατά, μπρος σε όλο τον κόσμο, κι όλος ο λαός τους συγχωρούσε και ξαλάφρωναν για καλά. Ομως τώρα ο κόσμος είναι χαλασμένος και ξέρω πως σήμερα θα βρεθούνε πολλοί που θα σκεφτούνε πως έπρεπε να ντραπώ να ομολογήσω πολλά πράματα. Εγώ θα πάρω το θάρρος, τους τέτοιους να μη τους λογαριάσω. Ο άνθρωπος για να λέγεται αληθινός άνθρωπος, πρέπει να μπορεί να 'ρθει και στη θέση του άλλου, του ομοίου του. Γιατί απ' όσα θα σας πω και τα παθήματα και τα φταιξίματα ίδια είναι. Και τα φταιξίματα είναι κι αυτά παθήματα.

Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε σκέφτηκα ποτές μου να φχαριστηθώ άμα λυπηθεί ο άλλος. Δεν εγεννήθηκα κακός, ούτε για να ζήσω τη ζωή μου όπως την έζησα. Και γι' αυτό παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σε έναν κόσμο που εγώ πρώτος του τραγούδησα τις χαρές και τις λύπες του, τα πλούτη και τη φτώχεια του, την ορφάνια του και την ξενιτιά του.

Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγνώμη και η συγχώρεση. (...)»

Λόγια του μεγάλου Μάρκου Βαμβακάρη στην αυτοβιογραφία του. Συμπληρώνονται σήμερα 120 χρόνια από τη γέννησή του στη Σύρο. Ο ίδιος περιγράφει το ξεκίνημα της περιπετειώδους και πολυτάραχης ζωής του κάπως έτσι: «Εγεννήθηκα στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων, στην ωραία Σύρα και συγκεκριμένα σε μια φτωχική συνοικία της Ανω Χώρας ονομαζόμενη Σκαλί το έτος 1905 στις 10 Μαΐου ημέραν Τετάρτη και ώρα τρίτη πρωινή, από γονείς πάμπτωχους. Ονομα πατρός Δομένικος, όνομα μητρός Ελπίδα το γένος Προβελεγγίου. Αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν δυο φτωχοί».

Αυτός που «γέννησε» το ρεμπέτικο


Δεν πρόλαβα - δυστυχώς - να γνωρίσω τον Μάρκο, τον «Πατριάρχη» του ρεμπέτικου, αυτού που δεν κοίταζε ποτέ το κοινό του όταν έπαιζε και πέθανε το 1972 στη Νίκαια. Γνώρισα όμως καλά την υπόλοιπη οικογένεια και με τον γιο του Στέλιο μας ένωσε μια βαθιά φιλία πολλών χρόνων. Δεν υπήρξε ούτε μία φορά στις αμέτρητες συναντήσεις μας, στις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές μας, στις συνεντεύξεις και στα γλέντια μας, που να μην αναφέρθηκε στον πατέρα του που λάτρευε.

Περιέγραφε με γλαφυρές λεπτομέρειες τα βασανιστικά παιδικά του χρόνια, την πρώτη του επαφή με τους μουσικούς και τους μάγκες της εποχής, που τροφοδότησε το πάθος και την αφοσίωσή του στο ρεμπέτικο, αλλά και το πώς έλειψε ακόμα και το ψωμί σ' εκείνον και τον αδελφό του.

Μου έλεγε ιστορίες για τον Φραγκοσυριανό, δηλαδή τον καθολικό μπαμπά του, για τον προπάππο του που έγραφε τραγούδια, για την καλλίφωνη γιαγιά του και τον παππού του που έπαιζε γκάιντα και τον οποίο ο πιτσιρικάς Μάρκος συνόδευε με τούμπανο στα γλέντια και στα πανηγύρια.

Αυτός που «γέννησε» το ρεμπέτικο, στα 12 του, φεύγει από τη Σύρα και φτάνει στον Πειραιά, όπου δουλεύει για να επιβιώσει ως αχθοφόρος στο λιμάνι, ως λιμενεργάτης και ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιά και Αθήνας. Είχε ήδη την εμπειρία του λούστρου, του εργάτη σε κλωστήρια, του εφημεριδοπώλη και του βοηθού σε μπακάλικο.


Μιλούσε πάντα με υπερηφάνεια για τον χαρακτήρα του Μάρκου, για την απλότητα, τη γενναιοδωρία και την απίστευτη αντοχή του στις κακουχίες. Μου είχε πει μάλιστα και μια ιστορία που συνέβη στη φυλακή Λαζαρέτα, που ο πατέρας του βοηθούσε τους κρατούμενους εκεί και τους φρόντιζε με τρυφερότητα και ανιδιοτέλεια, αλλά και το πόσο τον σέβονταν εκείνοι.

Τον Φλεβάρη του 1972, ο Βαμβακάρης δηλώνει σε συνέντευξή του στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ»: «Το 1917 ήλθα στον Πειραιά κι έγινα χαμάλης στο λιμάνι. Εγώ και κάτι Μυκονιάτες και Αούτηδες φοράγαμε χαμαλίκια στην πλάτη και φορτωνόμαστε πάνω από 140 οκάδες (σ.σ. 179 κιλά) ο καθένας. Λυγίζανε τα πόδια μου από το βάρος και σαν τελείωνε η δουλειά αποτραβιόμουν πίσω από τα τσουβάλια με τη ζάχαρη κι έκλαιγα. Μετά απ' αυτή τη δουλειά έγινα μανάβης στην αγορά του Πειραιά και ξανά πάλι ρίχτηκα στο χαμαλίκι. Δεν μ' έφτανε η κούραση, είχα παντρευτή τότε μια γυναίκα που ήταν "τζούρας μαχαλάς κι αέρας πελεκούδια", που σημαίνει ο Θεός να σε φυλάη!».

Αλλά και στο «ΒΗΜΑ», ο Βαμβακάρης είχε αφηγηθεί τον Δεκέμβρη του 1966: «Στα 1925 ήμουνα εκδορεύς στα Σφαγεία του Πειραιώς. Τότε ήλθε στο σπίτι μας ένας Αϊβαλιώτης, φίλος του πατέρα μου, που πρωτοέφερε μπουζούκι στον Πειραιά. Τρελλάθηκα. Μου άρεσε τόσο πολύ, ώστε ωρκίσθηκα να κόψω το χέρι μου αν δεν το μάθαινα. Μετά από έξη μήνες είχα μάθει, έκανα το πρώτο μου συγκρότημα και άρχισα να παίζω».

Το 1934 συμβαίνει το θαύμα της ίδρυσης της κομπανίας «Τετράς, η ξακουστή του Πειραιώς», ένα μουσικό σχήμα, πρωτοποριακό για την εποχή του, στο μαγαζί του Σαραντόπουλου, στον Πειραιά. Μαζί του είναι οι θρυλικοί Μπάτης, Δελιάς και Παγιουμτζής. Και κάνουν θραύση! Υπήρξε άλλωστε - εκτός των άλλων - κι ένας από τους καλύτερους αυτοδίδακτους μπουζουξήδες, που όμως στην πορεία έγινε αλκοολικός και χασικλής.

Εγραψε τη «Βίβλο» του λαϊκού τραγουδιού

Τα ηχογραφημένα τραγούδια του Βαμβακάρη υπερβαίνουν τα 200. Ο εμβληματικός Συριανός μουσικός ήθελε να φύγει «με το μπουζούκι στο χέρι και το τραγούδι στα χείλη».

Οπως έχει γράψει ο Μάνος Τσιλιμίδης στο βιβλίο του «Αγιος Μάγκας», «ο Μάρκος ήταν ποιητής, μπουζουξής, τραγουδιστής, χορευτής, χαμάλης, αριστοκράτης». Αυτό το βιβλίο βασίστηκε σε διηγήσεις του Στέλιου, ο οποίος μιλώντας για τον γενάρχη του μπουζουκιού του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού, τόνιζε: «Ενα μικρό παιδί ήταν ο πατέρας μου και περνούσε κάθε μέρα μέσα από όλα τα στάδια της ζωής, μπάνιζε και την ομορφιά και τη βρωμερή ασχήμια της, σπούδαζε την κοινωνία από μέσα και έτσι έμαθε να το προσέχει το τομάρι του. Καλλιέργησε το νταηλίκι του και ακόνισε καλά τη μαγκιά του, διότι αλλιώς δεν θα μπορούσε να επιβιώσει και θα τον τρώγανε λάχανο.

Οταν ρωτάγανε τον Μάρκο πώς έμαθε αυτά που ξέρει, αφού η φτώχεια τον έδιωξε από τα σχολικά θρανία, εκείνος απαντούσε ότι τον στιβαρό λόγο του τον χρωστούσε στις εποχές που πούλαγε εφημερίδες. Παινευόταν πως οι εφημερίδες τον μορφώσανε - διότι πάντοτε, όπως έλεγε, πριν τις πουλήσει, τις μάσαγε όλες και τις διάβαζε μέχρι την τελευταία αράδα. Για μένα πραγματικός αριστοκράτης είναι αυτός που κουβαλάει χωρίς ντροπή της φτώχειας του το μεγαλείο».

Και κάτι ενδιαφέρον αλλά και αστείο.

Ο Μάρκος Βαμβακάρης λένε πως είχε μια δική του διάλεκτο και ένα μεγάλο ταλέντο στο ...βρίσιμο. Ελεγε ο Στέλιος: «Διέθετε τρομερό... συγχρονιζέ με τη διάλεκτο του κουρμπετιού, του χασισιού, των τεκέδων, των λιμανιών και της χυδαιολογίας. Ο τρόπος όμως που χρησιμοποιούσε αυτή τη γλώσσα ήταν ποιητικός. Ελεγε λέξεις που σε βαράγανε στο μελίγγι. Τον βοήθαγε και η φωνή του. Οταν έπιανε τα καντήλια και το ιερατείο και βλαστήμαγε, ήτανε να τρέχεις - δεν σε έπαιρνε να τα βάλεις μαζί του, καλύτερα να μην άκουγες το ξέσπασμα».

Κάποιος θα μπορούσε να πει πως τα τραγούδια του ήταν σκληρά, άβολα όπως ακριβώς κι η πραγματικότητα, ήταν όμως τα αυθεντικά τραγούδια της φτωχογειτονιάς, του έρωτα, της φυλακής, της εκμετάλλευσης, των ουσιών, της αστυνομικής βίας, της προδοσίας και των ματαιώσεων.

Το ραπ της εποχής; Ισως.

Οπως και να 'χει κατάφερε το αδύνατο. Εβαλε τις σωστές μελωδίες σε όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα, «γέννησε» ένα από τα πιο σπουδαία μουσικά είδη του 20ού αιώνα, που παραμένει ολοζώντανο και ολόφρεσκο και μέσα από τις αμέτρητες διασκευές του.

Τεράστια μουσική προσωπικότητα με ανεπανάληπτα τραγούδια

Ο Στέλιος μου διηγιόταν σε εκπομπές τη μεγάλη πίκρα του πατέρα του από τον παραγκωνισμό του από τις δισκογραφικές εταιρείες και τον εξευτελιστικό τρόπο με τον οποίο σχεδόν ζητιάνευαν το μεροκάματο σε διάφορα μουσικά στέκια. Βασανιζόταν τότε πολύ - εκτός από τη φτώχεια και την εξαθλίωση - και με το άσθμα του και με την παραμορφωτική αρθρίτιδα.

Ελεγε ο Μάρκος:

«Με το μπουζούκι τα έχασα όλα, λέρωσα τ' όνομά μου και τα κέρδισα όλα! Το χρήμα όμως δεν τ' αγαπάω δηλαδή. Ομως το έχω παράπονο. Ολοι αυτοί οι μεγαλομπουζουξήδες είναι αχάριστοι. Επρεπε αυτοί κάθε μέρα, να 'χουνε ένα καντήλι κάτω απ' τον Αγιο Μάρκο. Μπορεί να 'χουνε αξία. Αλλά ήμουνα εγώ πρώτος που έστρωσα το τραπέζι και τους είπε ορίστε καθήστε να φάμε. Εγώ με τόσα λεφτά θα πήγαινα να 'κανα ένα γηροκομείο, να 'βαζα μέσα τους φτωχούς και τους φουκαράδες που δεν έχουν πού την κεφαλή κλίναι».

Οταν τον είχα ρωτήσει, αν υπήρξε κάποιος που βοήθησε ουσιαστικά τον πατέρα του εκείνη τη δύσκολη περίοδο, είπε μόνο ένα όνομα: Ακης Πάνου.

Οταν ο Μάρκος Βαμβακάρης πέθανε (κι όπως ο άλλος γιος του, ο Δομένικος, είχε αποκαλύψει, «για την κηδεία του, κατέφυγαν σε δάνειο») ο Βασίλης Τσιτσάνης είπε:

«Ο ξαφνικός του θάνατος μάς λύπησε αφάνταστα. Ηταν ο πρωτοπόρος του λαϊκού μας τραγουδιού. Ο γνήσιος και αυθεντικός Μάρκος. Μόνος του έγραφε τους στίχους, μόνος του τη μουσική, μόνος του έπαιζε το απλό και γλυκό μπουζούκι του και ο ίδιος τραγουδούσε με την ωραία και βροντώδη φωνή του. Η μουσική των απλών και πηγαίων τραγουδιών του διακρίνεται για το ελληνικότατο χρώμα. Με τον θάνατό του εξέλιπε μια μεγάλη μορφή του λαϊκού μας τραγουδιού. Ομως ποτέ δεν θα φύγει από την καρδιά μας και ποτέ τα τραγούδια του δεν θα πάψουν να παίζονται, να τραγουδιούνται και να χορεύονται. Οσο "βαριά" ήταν τα τραγούδια του και οι σκοποί του, τόσο ελαφρό ας είναι το χώμα που θα τον σκεπάζει».


Της
Σεμίνας Διγενή



Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τη συμπλήρωση 80 χρόνων από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και την Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ