Δυναμώνει η συγκέντρωση και αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων
Copyright 2017 The Associated |
Από ασκήσεις με αληθινά πυρά ΗΠΑ - Ν. Κορέας στη μεθόριο με τη ΛΔ Κορέας, την περασμένη Τετάρτη |
Ενώ το αμερικανικό αεροπλανοφόρο «USS Carl Vinson» προσέγγιζε διαρκώς τη Χερσόνησο, το πρωί της Πέμπτης οι ΗΠΑ προχώρησαν σε εκτόξευση διηπειρωτικού πυραύλου τύπου «Minuteman III», χωρίς οπλισμό. Η εκτόξευση έγινε από την Καλιφόρνια (αεροπορική βάση Βάντενμπεργκ) μέχρι μια ατόλη (μικρή νησίδα) στο μέσο του Ειρηνικού Ωκεανού. Σύμφωνα με το αμερικανικό Πολεμικό Ναυτικό, στόχος ήταν «να επαληθευθεί το αξιόμαχο των αμερικανικών πυρηνικών δυνάμεων και να επιδειχθούν οι πυρηνικές δυνατότητες των ΗΠΑ».
Είχε προηγηθεί η άφιξη στο λιμάνι Μπουσάν της Νότιας Κορέας του αμερικανικού πυρηνοκίνητου υποβρυχίου «USS Michigan», με περίπου 150 πυραύλους «Τόμαχοκ».
Επιπλέον, χαράματα Τετάρτης, ξεκίνησε η μεταφορά των τμημάτων που εντός των επόμενων ημερών θα απαρτίζουν το υπερσύγχρονο αντιπυραυλικό σύστημα THAAD, που θα «εγκατασταθεί» στην περιοχή Σεοντζού στα βορειοανατολικά της Νότιας Κορέας.
Ολα τα παραπάνω προχωρούν στο όνομα της «αντιμετώπισης της βορειοκορεατικής απειλής» που αξιοποιείται ως μοχλός ευρύτερων εξελίξεων, ενώ αυξάνονται οι αντιδράσεις για τις βαλλιστικές δοκιμές της ΛΔ Κορέας, τροφοδοτώντας διαρκείς «ζυμώσεις» και σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ούτε οι ΗΠΑ ούτε τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα που διαφωνούν με το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγιάνγκ αγωνιούν για το λαό της Χερσονήσου. Η περιφέρεια της Ασίας και του Ειρηνικού συγκεντρώνει όλο και περισσότερο το ενδιαφέρον ισχυρών ιμπεριαλιστικών και μονοπωλιακών συμφερόντων, γι' αυτό και βρίσκεται στο επίκεντρο σοβαρών στρατιωτικών, οικονομικών και γενικότερων γεωπολιτικών σχεδιασμών. Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να αξιολογούνται και εξελίξεις όπως η καθέλκυση του δεύτερου, νέου αεροπλανοφόρου της Κίνας, με το Πεκίνο να συνδέει την εξέλιξη με την ενίσχυση της «δυνατότητάς μας να προστατεύουμε την εθνική κυριαρχία, την εδαφική ακεραιότητα καθώς και τα σημαντικά και βασικά μας συμφέροντα».
Την ίδια στιγμή, η αμερικανική κυβέρνηση διαμήνυε ότι παραμένει έτοιμη «να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας και τους συμμάχους μας», με κοινή ανακοίνωση των υπουργών Αμυνας και Εξωτερικών, Τζέιμς Μάτις και Ρεξ Τίλερσον, αντίστοιχα, αλλά και του διευθυντή των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών (DNI), Νταν Κόουτς. Η ανακοίνωση εκδόθηκε μετά την ενημέρωση που είχε ο Πρόεδρος, Ντόναλντ Τραμπ, στον Λευκό Οίκο με όλα τα μέλη του Κογκρέσου, όπου κατά τα άλλα διατυπώθηκε δέσμευση ώστε «μαζί με υπεύθυνα μέλη της διεθνούς κοινότητας να αυξήσουμε την πίεση στη Βόρεια Κορέα για να πείσουμε το καθεστώς (για την ανάγκη) να υπάρξει αποκλιμάκωση και να επιστρέψει στο δρόμο του διαλόγου».
Τις κινήσεις των ΗΠΑ παρακολουθούν πρώτα από όλα η Ρωσία και η Κίνα που, από την πρώτη στιγμή, είχαν ανακοινώσει έντονες διαφωνίες καταρχήν για την ανάπτυξη του THAAD.
Από το Πεκίνο, μεσοβδόμαδα, ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών, Γκενγκ Σουάνγκ, είπε πως το THAAD θα καταστρέψει τη «στρατηγική ισορροπία στην περιοχή» και «θα απειλήσει την περιφερειακή ειρήνη και σταθερότητα». Πρόσθεσε ότι το νέο σύστημα σαμποτάρει σοβαρά τα στρατηγικά συμφέροντα και την ασφάλεια της Κίνας, αλλά και ότι «η Κίνα θα λάβει αποφασιστικά όλα τα απαραίτητα μέτρα για να διαφυλάξει τα συμφέροντά της».
Στη Μόσχα, από τις εργασίες της 6ης Διάσκεψης της Μόσχας για τη Διεθνή Ασφάλεια, ο γραμματέας του Ρωσικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Νικολάι Πατρούσεφ, υπογράμμισε ότι δεν πρέπει να υποτιμηθεί το ζήτημα της Βόρειας Κορέας, «καθώς εξωτερικές προβοκατόρικες ενέργειες έχουν θέσει τις διαφορετικές πλευρές στα πρόθυρα του πολέμου», ενώ ο ΥΠΕΞ της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, εκτίμησε πως «η ανάπτυξη της αμερικανικής αντιπυραυλικής ασπίδας (ΤHAAD) στη Νότια Κορέα μπορεί να αποσταθεροποιήσει περαιτέρω την περιοχή».
Επίσης, η κατάσταση στη Χερσόνησο και γενικά το θέμα της ασφάλειας στην περιφέρεια απασχόλησε και τη συνάντηση που είχαν στο Σότσι ο Πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν, και ο Ιάπωνας πρωθυπουργός, Σίνζο Αμπε, με τον πρώτο να δηλώνει ότι οι δύο πλευρές «επιδιώκουμε την όσο το δυνατόν ταχύτερη επανέναρξη των εξαμερών διαπραγματεύσεων (σ.σ. συμμετείχαν ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ιαπωνία, Ν. Κορέα και ΛΔ Κορέας αλλά το 2009 αναστάλησαν) ως κοινή αποστολή».
Πάντως, ενδεικτική των διεργασιών που περιπλέκονται είναι ανάλυση στην κινεζική (κρατική) εφημερίδα «Τσάινα Ντέιλι» που εκτιμούσε ότι «σε αντίθεση με την πολεμική ρητορική της Πιονγιάνγκ, η Ουάσιγκτον εμφανίζεται περισσότερο σύμφωνη με το Πεκίνο για την προώθηση μιας ειρηνικής λύσης, τουλάχιστον προς το παρόν». Αναφέροντας ότι στη ΛΔ Κορέας «διαστρεβλώθηκε ο ρόλος του Πεκίνου, αγνοώντας την ανησυχία του για την ειρήνη» και «υποτιμήθηκε η πολιτική βούληση της διεθνούς κοινότητας για την αποπυρηνικοποίηση της Χερσονήσου», επισημάνθηκε ότι η Πιονγιάνγκ «υπερτιμά επικίνδυνα τη δύναμή της και υποτιμά τους κινδύνους που διαμορφώνουν για την ίδια» αλλά και ότι «Πιονγιάνγκ και Ουάσιγκτον να οπισθοχωρήσουν από την προηγούμενη ρητορική τους και να υψώσουν φωνές λογικής για την ειρηνική αποπυρηνικοποίηση της Χερσονήσου».
Η πραγματικότητα στη Βενεζουέλα είναι αρκετά πιο σύνθετη. Καταρχάς στη χώρα βρίσκεται σε εξέλιξη καπιταλιστική οικονομική κρίση, που δεν κατορθώθηκε να αντιμετωπιστεί από τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση των κυβερνήσεων του Ούγκο Τσάβες από το 1998 και στη συνέχεια του Νικολάς Μαδούρο, ενώ εντάθηκε και η τάση συμβιβασμού με τμήματα του κεφαλαίου, όπως και μέτρα ιδιωτικοποιήσεων και περιορισμού των συνδικαλιστικών ελευθεριών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κατέρρευσαν δίκτυα προστασίας από τη φτώχεια που είχαν δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια και αφορούσαν σημαντικά τμήματα του πληθυσμού (σημειώνουμε ότι σε αυτό συνέβαλαν τα προηγούμενα χρόνια τα υψηλά έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου, που πλέον δεν υπάρχουν). Το γεγονός αυτό δημιουργεί δυσαρέσκεια σε ευρύτερα εργατικά - λαϊκά στρώματα, η κατάσταση των οποίων επιδεινώνεται και από κινήσεις τμημάτων του κεφαλαίου που δραστηριοποιούνται στον τομέα των τροφίμων και του εμπορίου, είτε για να κερδοσκοπήσουν είτε για να πλήξουν πολιτικά την κυβέρνηση με κινήσεις σαμποτάζ. Επιβεβαιώνεται ότι στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης, ακόμα και ορισμένα θετικά μέτρα που μπορούν να παρθούν προς όφελος εργατικών - λαϊκών στρωμάτων δεν είναι εξασφαλισμένα, στο βαθμό που δεν συνδέονται με την ανατροπή της ίδιας της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και εξουσίας. Αποδεικνύεται επίσης ότι ο κύκλος της καπιταλιστικής οικονομίας, που είναι αντικειμενική διαδικασία, φορτώνει τα βάρη στην εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα, ανεξάρτητα από τη διαχείριση που ακολουθείται.
Επίσης καταγγέλλει την παρέμβαση των ΗΠΑ στην εσωτερική κατάσταση της χώρας, ενώ καλεί σε ένα «πατριωτικό, αντιιμπεριαλιστικό σχέδιο» για να «νικηθούν οι δυνάμεις της αντίδρασης». Ταυτόχρονα, ασκεί κριτική στα μικροαστικά στοιχεία, που από «κυβερνητικές θέσεις προωθούν τον συμβιβασμό με την αστική τάξη».