«Τα λέμε» τιτλοφορείται το νέο έργο του Λάκη Λαζόπουλου που θα ανέβει μετά τις γιορτές στο θέατρο «ΗΒΗ». Ο Λάκης Λαζόπουλος μαζί με τον Γιώργο Κωνσταντίνου ξετυλίγουν το νήμα της ζωής σε μια ιστορία κωμικής και συγκινητικής ακροβασίας. Οι δύο ήρωες του έργου (και βασικοί πρωταγωνιστές), ισορροπούν σε ένα τεντωμένο σκοινί, όπου κάποια στιγμή έρχεται να τους τυλίξει, να τους κάνει δέσμιους μια ιδιαίτερη ψυχολογική κατάσταση.
Τους συναντάμε στο χώρο αναμονής ενός ψυχαναλυτή. Καθώς ο γιατρός καθυστερεί να φτάσει, οι δύο αρχίζουν σιγά - σιγά να ανοίγουν την καρδιά τους ο ένας στον άλλο σε μια συζήτηση που βαθαίνει καθώς περνάνε μέσα από κωμικές ανατρεπτικές και συγκινητικές καταστάσεις, μέσα από γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή τους. Ολα αυτά ζωντανεύουν στη σκηνή, για να ανακαλύψουμε στο τέλος το μυστικό αυτής της τυχαίας συνάντησης. Μια ιστορία ψυχανάλυσης, μια ιστορία σημερινή και ανθρώπινη, ένα τρελό ταξίδι στα «ιδιαίτερα διαμερίσματα» του ανθρώπινου νου.
«Ο επιστάτης» |
Κλασικό έργο της πιντερικής δραματουργίας «Ο επιστάτης» (1959), αποτελεί χαρακτηριστική αντανάκλαση της «εισβολής» του εξωτερικού χώρου στον εσωτερικό, μέσω ενός κοινωνικού προβλήματος. Γιατί κοινωνικό πρόβλημα είναι η «εισβολή» του άστεγου, άνεργου, χωρίς επίσημα χαρτιά και όνομα γέρου, για μια-δυο βραδιές ύπνο κάτω από στέγη, σ' ένα σχεδόν ερειπωμένο σπίτι - τρώγλη. Κάτοικος του σπιτιού είναι ένας άλλος άμοιρος άνθρωπος. Ο επίσης μοναχικός, ψυχικά τραυματικός, λοβοτομημένος, άνεργος Αστον. Το σπίτι ανήκει στον αδελφό του Αστον, τον Μικ, έναν λιγότερο φουκαρά, υποτίθεται «επιχειρηματία». Ο γεροφτωχοδιάβολος δεν αρκείται με την προσωρινή φιλοξενία. Οδηγούμενος από το ένστικτο της επιβίωσης μετέρχεται όλα τα μέσα για να εξασφαλίσει τη μόνιμη εγκατάστασή του στο σπίτι, ως «επιστάτης» του. Δουλοπρεπής απέναντι στον δυνατότερο, τον Μικ, αντιμάχεται και υπονομεύει τον πιο αδύνατο, τον Αστον. Αλλά ξεχνώντας ότι εκείνος βρίσκεται στη χειρότερη θέση, θα ξαναπεταχτεί στο δρόμο, από τον ιδιοκτήτη του σπιτιού.
«Προδοσία» |
Βιωματικής αφετηρίας η «Προδοσία» του Πίντερ, γραμμένη τη χρονιά του χωρισμού του από την πρώτη γυναίκα του, θέτει υπό κρίση το θεσμό του γάμου στην αστική κοινωνία. Ξετινάζει την αλήθεια και τα ψεύδη, τα ταξικά χαρακτηριστικά, τις οικονομικές εξαρτήσεις, την υποκρισία, την έλλειψη επικοινωνίας, τις ανομολόγητες απιστίες μεταξύ συζυγικών ζευγών και ερωτικών τριγώνων. Το ερωτικό τρίγωνο, στο έργο του κινείται στην αστική διανόηση. Εκδότες οι δυο άντρες, γκαλερίστα η γυναίκα, η Εμμα. Ο σύζυγός της Ρόμπερτ είναι ο «καλύτερος» φίλος και συνεταίρος του επίσης παντρεμένου εραστή της Τζέρι. Η γυναίκα του Τζέρι (ένα τέταρτο, αλλά αφανές επί σκηνής πρόσωπο) πιθανότατα να είναι ερωμένη του Ρόμπερτ, αλλά αυτό, ίσως, δε θα το μάθουν ποτέ τα τρία πρόσωπα του έργου. Μπορεί η Εμμα να ομολόγησε στον άντρα της τη σχέση της με τον Τζέρι, μπορεί να τέλειωσε και ο γάμος της και η παράνομη σχέση της, αλλά το γεγονός της προδοσίας, της διάτρητων γάμων και ερώτων παραμένει βασικό γνώρισμα, τρόπος ζωής, της καθώς πρέπει αστικής κοινωνίας, μοιάζει να λέει ο Πίντερ, μέσα από όσα λένε, κυρίως από όσα μισολένε ή δε λένε, από όσα λένε οι αλλεπάλληλες σιωπές των προσώπων, από όσα μένουν «θολά» σε μια από τις αλλεπάλληλες φλας-μπακ σκηνές, για να «φωτιστούν» ίσως σε μια άλλη, ή και ποτέ. Εξάλλου, όσα και να ειπωθούν πάντα απομένει μια σκοτεινή «γωνιά» στις σκέψεις, στα συναισθήματα του ανθρώπου.
Με «ευεργέτη» κυριολεκτικά το υπέροχο αισθητικά, ιδιοφυές λειτουργικά (για τις γρήγορες αλλαγές των σκηνών) περιστρεφόμενο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, το οποίο μετατρέπεται σε γλυπτική χώρου χάρη στους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, ο Σταμάτης Φασουλής έστησε μια γοητευτική, αισθαντική, μουσικά ρέουσα παράσταση, καθιστώντας το έργο «ευανάγνωστο» και για τον απλοϊκό θεατή. Η ευγλωττία αυτή οφείλεται και στη μετάφρασή του, η οποία παρεμβαίνει σε αρκετό βαθμό, υπερβαίνοντας την υπονοηματική, αφαιρετική γλώσσα του Πίντερ, αλλά και στο γεγονός ότι ζήτησε από τους ηθοποιούς πιο ανάγλυφες, πιο εύγλωττες, πιο ευκρινείς ερμηνείες του λόγου, των σιωπών, των βλεμμάτων, των κινήσεων. Είναι και αυτή μια άποψη, που στηρίχτηκε και σκηνοθετικά και υποκριτικά από τις πολύ ενδιαφέρουσες, με λεπτομέρεια, πνευματικότητα και αγγλική φλεγματικότητα δουλεμένες ερμηνείες της Κάτιας Δανδουλάκη και του Κωνσταντίνου Κωνσταντόπουλου. Αξιόλογη και η ερμηνεία του Σταύρου Ζαλμά.