Οι ίδιες οι συνθήκες, το γεγονός ότι μέσα από αυτόν τον ανηλεή πόλεμο της πλουτοκρατίας σε βάρος των εργαζομένων αναδεικνύονται τα ίδια τα όρια του καπιταλισμού που σαπίζει, ανεβάζουν τον πήχη των απαιτήσεων από το εργατικό και λαϊκό κίνημα |
Για να νομιμοποιήσει τη βάρβαρη επίθεση, η κυβέρνηση τρομοκρατεί με τα ελλείμματα και τη χρεοκοπία. Τα μέτρα που προωθεί, όμως, σε Εργασιακά και Ασφαλιστικό δεν έχουν στόχο να περιορίσουν τα ελλείμματα και τα χρέη, για τα οποία, άλλωστε, οι εργαζόμενοι είναι οι μόνοι που δε φταίνε. Η επίθεση αυτή αποτελεί στρατηγική επιλογή από μέρους του καπιταλισμού που σαπίζει, για να εξασφαλίσει η πλουτοκρατία καλύτερους όρους για την αναπαραγωγή των κεφαλαίων της στην περίοδο της (αναιμικής, όπως όλα μαρτυρούν) ανάκαμψης. Αλλος τρόπος για να το κάνει αυτό δεν υπάρχει, πέρα από το να ρίξει δραματικά την τιμή της εργατικής δύναμης, να καταστρέψει παραγωγικές δυνάμεις.
Ολοι εκείνοι οι εργατοϋπάλληλοι που σήμερα βράζουν από αγανάκτηση, αλλά δείχνουν ανοχή, αύριο θα βρεθούν αντιμέτωποι με την αδυναμία να αντεπεξέλθουν σε στοιχειώδεις ανάγκες, που ξεκινάνε από την αποπληρωμή λογαριασμών και δανείων και φτάνουν ακόμα και στην εξασφάλιση των προς το ζην. Είναι κομβικό σημείο για την ανάπτυξη του κινήματος να γίνει κατανοητό ότι ο αντίπαλος δεν εξαιρεί κανέναν από την επίθεση και πως αυτή εκδηλώνεται ενιαία, παρά τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μερίδες της ντόπιας πλουτοκρατίας, ή μεταξύ της αστικής τάξης, στο εσωτερικό της ΕΕ και παγκόσμια.
Αρκεί, όμως, σήμερα ένας αμυντικός αγώνας, πολύ περισσότερο με τα χαρακτηριστικά της κατακερματισμένης πάλης ανά κλάδο ή τόπο δουλειάς, για το ένα ή το άλλο επιμέρους ζήτημα; Η απάντηση είναι πως όχι. Ενας αγώνας με αυτά μόνο τα χαρακτηριστικά δεν είναι ικανός σήμερα να ανακόψει την επιθετικότητα του κεφαλαίου, να καθυστερήσει τα μέτρα και να οδηγήσει στην απόσπαση κατακτήσεων. Η πλουτοκρατία και τα κόμματά της έχουν την ικανότητα και την πείρα να ενσωματώνουν εύκολα τους αγώνες με τέτοιο περιεχόμενο, με ελιγμούς και τερτίπια, ακόμα και καταστολή.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι συνδικαλιστικές δυνάμεις σύμμαχες με το κεφάλαιο, όπως οι πλειοψηφίες σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, προσπαθούν να περιορίσουν τη λαϊκή πάλη σε επιμέρους διαχειριστικά αιτήματα και το κίνημα κατακερματισμένο και φοβισμένο απέναντι στην εξουσία των μονοπωλίων, την οποία σε καμιά περίπτωση δεν αμφισβητούν. Καθόλου τυχαία επίσης, τέτοιοι αγώνες φαίνεται να κερδίζουν τη συμπάθεια, ακόμα και τη συμπαράσταση πολιτικών δυνάμεων που είναι παραδοσιακοί πυλώνες της αστικής τάξης και επιδιώκουν την ανώδυνη για το σύστημα εκτόνωση της δεδομένης λαϊκής αγανάκτησης.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα με τη νέα Συλλογική Σύμβαση. Τη μια μέρα η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ σηκώνει απεργιακή παντιέρα, προτείνοντας διαχειριστικές μικροαλλαγές στο Ασφαλιστικό και την άλλη συναλλάσσεται με την κυβέρνηση για να υπογράψει μηδενικές αυξήσεις που ρίχνουν τους μισθούς στα Τάρταρα. Η κυβέρνηση, το κεφάλαιο και τα άλλα κόμματά του κανένα φόβο δεν έχουν για τις κινητοποιήσεις της ΓΣΕΕ.
Ποια στρατηγική μπορεί σήμερα να ατσαλώσει το κίνημα, να δώσει ώθηση στη συσπείρωση και την κοινή δράση νέων δυνάμεων, να χτίσει ισχυρά αναχώματα και τις βάσεις μιας αποτελεσματικής λαϊκής αντεπίθεσης; Μπορεί σήμερα ένα κίνημα, που προβάλλει επιμέρους στόχους πάλης, ή υπερθεματίζει υπέρ της μιας ή της άλλης μορφής καπιταλιστικής διαχείρισης, να βοηθήσει στην πολιτική ωρίμανση, στην κατά μέτωπον αντεπίθεση; Και, μάλιστα, απέναντι σ' έναν αντίπαλο, ο οποίος, σε κάθε μέτρο που προωθεί, ενσωματώνει τη δίψα του κεφαλαίου να ρίξει ακόμα πιο κάτω την τιμή της εργατικής δύναμης;
Η απάντηση από τη σκοπιά των πραγματικών λαϊκών συμφερόντων είναι και εδώ αρνητική. Το παράδειγμα μάλιστα του «αργεντινάσο», του κινήματος, δηλαδή, που αναπτύχθηκε στην Αργεντινή στα τέλη του 2001 και τις αρχές του 2002, είναι διδακτικό. Παρόλο που ο λαός ξεσηκώθηκε, ασφυκτιώντας από τις συνέπειες μιας τετραετούς ύφεσης και σκληρών αντιλαϊκών μέτρων που τον έφεραν στα όρια της εξαθλίωσης, παρά την καθολική οργή και αγανάκτηση απέναντι σε όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις της χώρας, παρά τις μάχες στα οδοφράγματα και τους δεκάδες νεκρούς από τις συμπλοκές με τις δυνάμεις καταστολής, η Αργεντινή της επόμενης μέρας είναι μια καπιταλιστική Αργεντινή, στην οποία αναπαράγονται οι ίδιες αντιθέσεις, που πριν από σχεδόν μια δεκαετία οδήγησαν στο ξέσπασμα της βαθιάς κρίσης και στην έκρηξη της λαϊκής δυσαρέσκειας.
Ελλείψει μιας ισχυρής ριζοσπαστικής πολιτικής πρωτοπορίας, η λαϊκή πάλη δε βρήκε διέξοδο ικανή να οδηγήσει σε βαθιές αλλαγές στο επίπεδο της οικονομίας και της πολιτικής, γι' αυτό και τελικά ηττήθηκε. Ακριβώς αυτή η έλλειψη πολιτικού προγράμματος καθόρισε την εξέλιξη ενός αγώνα με διάρκεια και επιμονή, που συσπείρωσε χιλιάδες λαού, ενός κινήματος που έδειξε τη δύναμη του λαού, αλλά είχε συγκεκριμένα όρια.
Ομως, η κλιμάκωση της ενιαίας, ταξικής λαϊκής αντεπίθεσης σήμερα μετριέται πριν απ' όλα στην πολιτικοποίηση της πάλης. Με την οργάνωση στους χώρους και στους τόπους δουλειάς. Το κίνημα, δηλαδή, πρέπει να έχει και κεφάλι, και μέση, και πόδια. Χρειάζεται ένας σχεδιασμένος αγώνας. Σχεδιασμένος δε σημαίνει καθόλου παραγνώριση της μαχητικότητας, των ανεβασμένων μορφών πάλης, ούτε υποτίμηση του αυθόρμητου, γιατί και το αυθόρμητο επίσης καλλιεργείται για να εκδηλωθεί.
Μέτρο για την κλιμάκωση και την αποτελεσματικότητα των αγώνων είναι, σε τελική ανάλυση, το κέρδισμα όλο και περισσότερων λαϊκών συνειδήσεων με το δρόμο της ρήξης με τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό. Σήμερα υπάρχουν όλες οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για να ζήσει ο λαός πολύ καλύτερα, με μειωμένα τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, ικανοποιητικούς μισθούς και συντάξεις, πλήρη δικαιώματα και ελευθερίες, καθολική και δωρεάν πρόσβαση στην Υγεία, στην Πρόνοια, στην Παιδεία, στο φάρμακο. Τι είναι αυτό που εμποδίζει μια τέτοια προοπτική: Το γεγονός ότι τα μέσα παραγωγής και η εξουσία ανήκουν στους αστούς.
Αν για το κεφάλαιο η κρίση λογαριάζεται σαν ευκαιρία να ξεμπερδεύουν με τα εργασιακά και άλλα δικαιώματα, για το λαό πρέπει να λογαριάζεται σαν ευκαιρία να μεγαλώσει τα ρήγματα στο αστικό πολιτικό σύστημα. Να του δημιουργήσει ισχυρούς κραδασμούς και προοπτικά να ανατρέψει την αστική τάξη, να της πάρει την εξουσία και να θέσει τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής υπό εργατικό - κοινωνικό έλεγχο.