«Ροζ» του Αλέξανδρου Βούλγαρη |
Στην πρώτη ταινία έχουμε την ιστορία δύο γυναικών, άγνωστων μεταξύ τους, οι οποίες συναντιούνται, επειδή η μία, η Ρέα, θέλει να τηλεφωνήσει για έναν κλειδαρά. Θα αναπτυχθεί μια φιλία, που θα κλονιστεί από έναν καυγά μεταξύ της Ρέας και ενός φίλου της. Η Ελένη θα δει, πλέον, με άλλο μάτι τη Ρέα, σαν άτομο. Σε μια κλασική σκηνοθεσία, ο Καρτίκκης προσπαθεί να κάνει μια ταινία ηθογραφική, αλλά το πολύ αδύναμο μοντάζ δεν αρθρώνει καθόλου την ταινία και η αφήγηση φαίνεται πολύ απλοϊκή.
Ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, γιος του Παντελή Βούλγαρη, δεν ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του. Με το «Καλή τάπα καρφίτσα» (μικρού μήκους, 2000) έκανε μια προσπάθεια να ηθογραφήσει με αδρές γραμμές αφήγησης. Δεν μπόρεσε να το καταφέρει. Στο «Κλαις» (2004) έκανε ακόμα μια προσπάθεια για μια μινιμαλιστική αφήγηση, ενώ η ηθογραφία κρύβεται σε δεύτερο επίπεδο. Πιστεύω ότι και αυτή η ταινία δεν κατάφερε το στόχο της. Στην ταινία «Ροζ», που παρουσιάστηκε στο φετινό Φεστιβάλ, κάνει ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός.
«Μέλι και κρασί» του Μαρίνου Καρτίκκη |
«The point» |
-- «Εγώ είμαι αναρχικός»! απάντησε, δήθεν σουρεαλιστικά εκείνος, και έκλεισε εκεί το θέμα.
Αναφέραμε την παραπάνω περίπτωση για να σας μεταφέρουμε το πολιτικό κλίμα - σκηνικό, που επικρατεί στο Φεστιβάλ. Χωρίς να ισχυριζόμαστε πως πρόκειται για οργανωμένη επίθεση, διάχυτος, πάντως, είναι ο αντικομμουνισμός. Ως ένα σημείο, μπορεί να εξηγηθεί με τη γενική διαπίστωση πως οι καλλιτέχνες, η μεγαλύτερη μερίδα των καλλιτεχνών σωστότερα, λόγω της μικροαστικής τους ψυχολογίας είναι ευάλωτοι στις απογοητεύσεις, αλλά και στις πολιτικές μετακινήσεις. Ομως, δεν μπορούμε να μη σχολιάσουμε και τις επιλογές των υπευθύνων του Φεστιβάλ. Εκείνοι διάλεξαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα και φέρνουν γι' αυτό την ευθύνη. Αν είχαν κάνει άλλες επιλογές, θα επικρατούσε, σίγουρα, άλλη ατμόσφαιρα.
Το ίδιο ισχύει και για τις ταινίες. Οι συγκεκριμένες επιλογές έφεραν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα. Με εξαίρεση την ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Η ψυχή στο στόμα», η οποία προκάλεσε κάποια ανησυχία, και την ισλανδική «Δεσμοί αγάπης», του Αρνι Ολαφούρ Ασγκέιρσον, που ήταν πολύ καλά σκηνοθετημένη, στις υπόλοιπες του διαγωνιστικού τμήματος που είδαμε μέχρι τώρα, δύσκολα μπορείς να αναγνωρίσεις ότι μέσα σε αυτές αντανακλάται η σημερινή παγκόσμια και εθνική πραγματικότητα. Ή να τις περιγράψεις σαν ταινίες που προσφέρουν κάτι νέο στον κινηματογράφο. Μικρομεσαία νοοτροπία, μικρομεσαία τέχνη. Συντήρηση, με άλλα λόγια!
Η χτεσινή ταινία του Αμερικανού σκηνοθέτη - καθηγητή φιλοσοφίας και «ακτιβιστή» Τζόσουα Ντόρσι, «The point», δεν ξέφυγε από τον κανόνα. Η ταινία, υπό ομαλές συνθήκες, δε θα έβρισκε ποτέ θέση σε κάποιο σοβαρό φεστιβάλ. Θα μπορούσε, ίσως, να συμμετάσχει σε ειδικό για παιδιά φεστιβάλ. Αυτό της Ηλείας, για παράδειγμα, αν βέβαια εκείνο ήθελε να ρίξει λίγο νερό στο κρασί του. Πρόκειται για «παιδική» ταινία, πέρα για πέρα. Ο δημιουργός της πήρε μια μηχανή στο χέρι και άρχισε να παίζει. Ομως, σύμφωνα και με τη δήλωσή του, έπαιζε χωρίς σενάριο, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς κεντρικό στόχο. Με αποτέλεσμα στην οθόνη να φτάσει ένα βαρετό και αδιάφορο «παιχνίδι».
Και, σκεφτείτε, η ταινία αφορά σε εφήβους. Παραβατικούς εφήβους, οι οποίοι ζούνε σε μια υπό διάλυση γειτονιά, σε μια υπό διάλυση κοινωνία. Επειδή, όμως, ο δημιουργός της δε γνωρίζει τη γλώσσα του κινηματογράφου, παρακολουθήσαμε κάποιες ερασιτεχνικές λήψεις, που δεν μπόρεσαν να γίνουν ταινία. Εικόνες δραματικές που θα περιέγραφαν, θα ερευνούσαν και θα πρότειναν. Εικόνες που θα βοηθούσαν το θεατή να κατανοήσει, μέσα από την τέχνη, την πραγματικότητα, για «να την αλλάξει σύμφωνα με τις ανάγκες του και τα γούστα του».
Δε φτάνουν τα νιάτα από μόνα τους για να γίνει ένα έργο τέχνης. Θέλει μυαλό και, προπαντός, στόχους! Δε φτάνει, έστω και αν οι πρωταγωνιστές στην ταινία είναι οι ίδιοι με αυτούς της ζωής (οι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες και «παίζουν τη ζωή τους)... Και κάποιος στόχος, κάποιος σκοπός, δεν έσκασαν μύτη στο «The point».
Του συνεργάτη μας ΚΩΣΤΑ ΣΤΑΜΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Ο αξέχαστος Λάμπρος Λιαρόπουλος |
Η ταινία αναφέρεται σε μια μεταναστευτική αποστολή Ελλήνων εργατών στα ανθρακωρυχεία του Βελγίου, τα προβλήματα αλλά και τις αντιξοότητες αυτών των εργατών - μεταναστών, οι οποίοι αναζητούσαν το καθημερινό και ήλπιζαν έναν πιθανό γυρισμό στην Ελλάδα.
Το φεστιβάλ ήταν το λιγότερο που όφειλε να κάνει για τον πολυαγαπημένο από όλους τους κινηματογραφιστές, εξαιρετικό δημιουργό, αταλάντευτο κομμουνιστή Λάμπρο Λιαρόπουλο, ο οποίος, στη διάρκεια της δικτατορίας, σκηνοθετώντας για τη γαλλική τηλεόραση, ακολούθησε και γύρισε ταινίες σχετικές με τις συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη στη Λατινική Αμερική.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα μοίρασε απλόχερα τη ζωή του στην τέχνη του και στα κοινά. Υπήρξε πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Σκηνοθετών, γενικός γραμματέας της Ευρωπαϊκής Ενωσης Σκηνοθετών (FERA) και, βέβαια, πιστό μέλος του ΚΚΕ, μέχρι το θάνατό του.
Ο Λάμπρος Λιαρόπουλος διέθετε μια μοναδική κουλτούρα, αφού είχε πλατιά μόρφωση και ισχυρή ιδεολογική κατάρτιση. Ηταν ένας διανοούμενος, από όλους αποδεκτός. Είχε φίλους απ' όλο το πολιτικό και αισθητικό φάσμα της χώρας, αλλά και της Γαλλίας, όπου έζησε πολλά χρόνια.
Η ταινία του, αλλά και η ζωή του Λάμπρου Λιαρόπουλου, μας θυμίζουν πάντα γιατί πρέπει να μισούμε τον καπιταλισμό, που είτε αναγκάζει ανθρώπους στη μετανάστευση είτε τους περιθωριοποιεί και τους απελπίζει.