Στην έναρξη της τελετής η πλειοψηφία των σκηνοθετών ανέβηκε στη σκηνή πραγματοποιώντας μια συμβολική διαμαρτυρία για τη γενοκτονία στην Παλαιστίνη, με το σύνθημα «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» να αντηχεί στην αίθουσα... Ομως, η Παλαιστίνη ήταν παρούσα σχεδόν σε κάθε ευχαριστήριο λόγο των σκηνοθετών που βραβεύτηκαν. Κατά τη διάρκεια της τελετής ο πρόεδρος της Επιτροπής του διεθνούς διαγωνιστικού Παναγιώτης Ευαγγελίδης διάβασε την παγκόσμια διακήρυξη των σκηνοθετών για τη γενοκτονία στη Γάζα, ενώ βραβεύτηκαν και παλαιστινιακές ταινίες ή ταινίες που μιλούν για την Παλαιστίνη. Τόσο το Βραβείο Ανθρωπίνων Αξιών της Βουλής των Ελλήνων απονεμήθηκε στην ταινία «I'm Glad You're Dead Now» του Παλαιστίνιου σκηνοθέτη Tawfeek Barhom, όσο και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) απονεμήθηκε σε μια ταινία που μιλά για την Παλαιστίνη, «When You Were Young Were You Afraid of the Moon?» της Phoebe Cottam.
Ο λόγος του καλλιτεχνικού διευθυντή του φεστιβάλ, Γιώργου Αγγελόπουλου, ήταν και πάλι σαν το κλείσιμο του σεναρίου μιας μικρού μήκους ταινίας. Στάθηκε ιδιαίτερα συγκινητικός και ενθαρρυντικός για τους νέους σκηνοθέτες και κλείνοντας τον λόγο του τους ευχαρίστησε για τις ταινίες που προβλήθηκαν στο φεστιβάλ.
Σε ό,τι αφορά τα σχέδια για το γνωστό πλέον στρατόπεδο Ανδρικάκη, αλλά και για την ανακαίνιση του Ωδείου και του κινηματογράφου «Ολύμπια», θα αναφερθούμε αναλυτικότερα στον απολογισμό του φεστιβάλ. Ακούστηκαν μεγάλα ποσά και πολλές υποσχέσεις, που όμως ακούγονται εδώ και χρόνια σε κάθε τελετή λήξης και μένει να πραγματοποιηθούν. Γιατί το ζήτημα της έδρας του φεστιβάλ είναι μια διαχρονική πληγή που μετράει πολλές κυβερνήσεις, πολλές υποσχέσεις και κανένα αποτέλεσμα μέχρι σήμερα.
Ομως εκτός από την Παλαιστίνη, διαμαρτυρία ξεσηκώθηκε τόσο κατά τη διάρκεια της ομιλίας του υφυπουργού Πολιτισμού Ιάσωνα Φωτήλα, όσο και κατά τη συνέχεια, καθώς τα λεγόμενά του πυροδότησαν πολλαπλές αντιδράσεις τόσο από τις επιτροπές όσο και από τους παρευρισκόμενους σκηνοθέτες. Φαίνεται πως οι κινηματογραφιστές δεν «αρκούνται» στην αναπτυξιακή πολιτική του υπουργείου Πολιτισμού, αφού αρκετοί δήλωσαν ότι έκαναν τις ταινίες τους με ελάχιστη χρηματοδότηση και πολλή απλήρωτη δουλειά από φίλους και συνεργάτες. Τη στιγμή που ο υφυπουργός μοίραζε εκατομμύρια, οι σκηνοθέτες φαίνεται κρατούσαν ομπρέλα! Σε κάποια στιγμή, δε, μπέρδεψε τη χρηματοδότηση που δίνει η πολιτεία για την πραγματοποίηση του φεστιβάλ με τη χρηματοδότηση που δίνει στους ίδιους τους δημιουργούς για την πραγματοποίηση των ταινιών τους.
Οπως κι αν το περιγράψουμε, όσα κούφια λόγια κι αν ακούσουμε, το επίδικο παραμένει ένα: Ο ελληνικός κινηματογράφος χρειάζεται χρηματοδότηση και όχι αναπτυξιακά σχέδια για τους μεγαλοκαρχαρίες του οπτικοακουστικού και τα σέρβις των ξένων παραγωγών.
Κλείνοντας να υπογραμμίσουμε ότι και η έναρξη αλλά και η λήξη του φεστιβάλ ήταν από τις πιο πολιτικές που έχουμε ζήσει τα τελευταία χρόνια.
Αναμένοντας να έρθουν οι βραβευμένες ταινίες του φεστιβάλ στην Αθήνα, θα αναφέρουμε ενδεικτικά κάποια από τα βραβεία:
Βραβείο Καλύτερης Ταινίας - Χρυσός Διόνυσος «Noi», Νεριτάν Ζιντζιρία, Βραβείο Σκηνοθεσίας «Τώνια Μαρκετάκη» «Αυτός που κάποτε υπήρχε», Κωστής Θεοδοσόπουλος, Βραβείο Ντοκιμαντέρ «Requiem in Salt», Σύλβια Νικολαΐδη - Νικόλας Ιορδάνου, Ειδικό Βραβείο Κριτικής Επιτροπής «Χους ει καί εις χουν απελεύσει», Δημήτρης Παπαθανάσης, Βραβείο Σεναρίου Γιάννης Συμβώνης και Γιώργος Αγγέλκος («Μικρό Σώμα» του Γιάννη Συμβώνη), Βραβείο Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (ΠΕΚΚ) «Οι λύκοι επιστρέφουν» Στέλιος Μωραϊτίδης, Βραβείο της Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας (ΟΚΛΕ) «Χους ει καί εις χουν απελεύσει» Δημήτρης Παπαθανάσης, Βραβείο Κοινού «Βόλτα» Σωκράτης Μουσμουλίδης.
Ο Τσαρλς Ρόμπερτ Ρέντφορντ γεννήθηκε το 1936 και μεγάλωσε στο Λος Αντζελες, σε οικογένεια της εργατικής τάξης. Ως καλός αθλητής εξασφάλισε υποτροφία για το μπέιζμπολ στο κολέγιο, αλλά την έχασε λόγω «διαγωγής». Αφού αποβλήθηκε από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο, μετακόμισε στην Ιταλία και στη συνέχεια στη Νέα Υόρκη, για να σπουδάσει ζωγραφική. Τελικά τον κέρδισε η υποκριτική, σπουδάζοντας στην Αμερικανική Ακαδημία Δραματικών Τεχνών.
Στις αρχές της δεκαετίας του '60 άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός, με τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στο θεατρικό έργο του Νιλ Σάιμον «Ξυπόλυτοι στο Πάρκο» στο Μπρόντγουεϊ.
Η κινηματογραφική επιτυχία του Ρέντφορντ ήρθε το 1969, όταν ανέλαβε τον ρόλο του παράνομου Sundance Kid στην ταινία «Οι δύο ληστές», δίπλα στον Πολ Νιούμαν. Μερικές από τις πιο σημαντικές ταινίες του ήταν: «Τα καλύτερα μας χρόνια» (1973), «Το Κεντρί» (1973), «Ο μεγάλος Γκάτσμπυ» (1974), «Ολοι οι άνθρωποι του Προέδρου» (1976), «Μπρου Μπέικερ» (1980), «Πέρα από την Αφρική» (1985), «Ο γητευτής των αλόγων» (1998), «Παιχνίδι κατασκόπων» (2001). Επίσης σκηνοθέτησε αρκετές ταινίες.
Το κυριότερο όμως έργο του ήταν η ίδρυση, στις αρχές της δεκαετίας του '80, του Ινστιτούτου και του Φεστιβάλ Sundance, με όνομα δανεισμένο από τον ρόλο του στους «Δύο Ληστές», με στόχο την προώθηση της ανεξάρτητης κινηματογραφικής παραγωγής. Μέσα από αυτό βοηθήθηκαν πολλοί νέοι σκηνοθέτες για να βρουν φεστιβάλ, προβολή και διανομή για το έργο τους. Τα ονόματα είναι αμέτρητα... Σε συνέντευξή του στο BBC το 2014 είχε πει: «Ξεκινήσαμε το Sundance ως ένα μέρος για να βρουν χώρο έκφρασης και να αναπτυχθούν νέοι καλλιτέχνες, με τη φιλοδοξία να δημιουργήσουμε μια κοινότητα και να τους δώσουμε μια πλατφόρμα για το έργο τους. Δεν νομίζω ότι η αποστολή μας έχει αλλάξει καθόλου. Δεν ήθελα να το κάνω στη Νέα Υόρκη ή στο Λος Αντζελες... Σκέφτηκα, ας το κάνουμε στη Γιούτα, ας το κάνουμε δύσκολο να το φτάσουμε εκεί... Πριν από τριάντα χρόνια αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν πουθενά να πάνε, τώρα είναι αναγνωρισμένοι σκηνοθέτες».
Δεν κέρδισε ποτέ το Οσκαρ καλύτερου ηθοποιού, αλλά στην πρώτη του εμφάνιση ως σκηνοθέτης, το 1980 με την ταινία «Ordinary People», κέρδισε Οσκαρ καλύτερης ταινίας και καλύτερου σκηνοθέτη. Επίσης τιμήθηκε με τιμητικό Οσκαρ το 2002, με τον Χρυσό Λέοντα για το σύνολο του έργου του από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας το 2017 και με τιμητικό Σεζάρ το 2019.
Την τρίτη ατομική της έκθεση με τίτλο «Ανάδρομο ευχολόγιο. Wish no more» παρουσιάζει η Χρύσα Κοφίνα, στο Εικαστικό Εργαστήριο «Ηλιος», από τις 23 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 8 Οκτωβρίου. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα γίνουν την Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου, στις 7 μ.μ.
Πρόκειται για μια εικαστική διαδρομή που καλύπτει 25 χρόνια δημιουργίας, από το 2000 έως σήμερα. Χαρτογραφεί την πορεία της καλλιτέχνιδας από την εσωστρεφή παρατήρηση και τον στοχασμό έως την πολιτικά αιχμηρή εικόνα, από την καταγραφή στην παρέμβαση και από την ατομική θέαση στη συλλογική διεκδίκηση.
Η παρουσίαση αναπτύσσεται σε δύο αλληλένδετους άξονες: Την εικόνα της γυναίκας ως φορέα κληρονομιάς, μνήμης και αντοχής και τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου και των κοινωνικών συγκρούσεων. Οι άξονες αυτοί τέμνονται σε έργα που συνδυάζουν την προσωπική αφήγηση με τη συλλογική εμπειρία, μετατρέποντας την τέχνη σε ζωντανό αρχείο.
Με υλικά όπως παλαιωμένο ξύλο, καραβόπανο, τσιμέντο, γυαλί, ακρυλικά, ήχο και κινούμενη εικόνα, η καλλιτέχνιδα δημιουργεί πολυεπίπεδες εγκαταστάσεις και video art που γεφυρώνουν το παρελθόν με το παρόν. Ενότητες όπως οι «Γυναίκες λουλούδια», «Το παρελθόν, κλειδί για το μέλλον», «Στον αγώνα», «Νύφες και γαμπροί της εργατικής τάξης», «Πόλεμος» και το κεντρικό έργο «Τέρμα οι ευχές» συνθέτουν μια εικαστική αφήγηση για τη μνήμη, την αντίσταση και τη συλλογική δράση.
Το «Ανάδρομο ευχολόγιο» δεν είναι κατάλογος ευχών για ένα καλύτερο μέλλον, είναι διακήρυξη ότι η μνήμη πρέπει να μετατρέπεται σε πράξη. Μια έκθεση που υπενθυμίζει πως η τέχνη οφείλει να κινητοποιεί, να ταράζει και να εμπνέει, δίνοντας στον θεατή τον ρόλο του ενεργού συμμέτοχου στην ιστορία.
Ωρες λειτουργίας της έκθεσης: Καθημερινές 14.30 - 20.30