Η αντιλαϊκή πολιτική αναμένεται να συνεχιστεί
Associated Press |
Το πανό ζητάει «την Κυριακή αλλαγή πρωθυπουργού». Αλλά αυτό που χρειάζεται και στη Σουηδία είναι αλλαγή πολιτικής, που θα επιβάλει μια συνειδητοποιημένη εργατική τάξη |
Στις κάλπες των βουλευτικών εκλογών και αυτών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προσέρχονται σήμερα οι Σουηδοί ψηφοφόροι. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η Σουηδία κυβερνάται από μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μειοψηφίας, που στηρίζεται από το «Αριστερό κόμμα» και τους «Πράσινους». Πρόκειται, δηλαδή, για μια τυπική «κεντροαριστερή κυβέρνηση», η οποία διαχειρίζεται μια πολιτική που δίνει προνόμια στο κεφάλαιο και επιτίθεται στα δικαιώματα των εργαζομένων, σε συνεννόηση με τους λεγόμενους «κοινωνικούς εταίρους».
Τα τελευταία χρόνια, έχει ενταθεί το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, της ελαστικοποίησης του ωραρίου, ενώ αυξάνονται ο αυταρχισμός, οι επιθέσεις στα ασφαλιστικά και άλλα εργατικά δικαιώματα, συνεχίζοντας έτσι την πολιτική των λεγόμενων αστικών κομμάτων («Μετριοπαθείς», «Φιλελεύθεροι», «Κόμμα του Κέντρου» και «Χριστιανοδημοκράτες»), που ίσως αυτήν τη φορά βρίσκονται στο κατώφλι της κυβερνητικής εξουσίας.
Σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, τα δύο μπλοκ είναι σχεδόν ισοδύναμα. Ενα ακόμα στοιχείο είναι ότι ένα ακροδεξιό κόμμα, οι «Σουηδοί Δημοκράτες», αξιοποιώντας την πολιτική των λεγόμενων αριστερών κομμάτων, πιθανόν να περάσει το εκλογικό όριο του 4% και να εκπροσωπηθεί στο Κοινοβούλιο.
Λίγο πριν από τις εκλογές και ενώ η πλειοψηφία του λαού έχει δυσκολίες να δει τη διαφορά μεταξύ των λεγόμενων «αριστερών» και «δεξιών» κομμάτων, οι «Σοσιαλδημοκράτες» μαζί με το «Αριστερό Κόμμα» και τους «Πράσινους» υπόσχονται υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων, παρότι το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων συνεχίστηκε στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, μεταφορών, ενέργειας και αλλού. Παράλληλα, θα πρέπει να τονίσουμε ότι η κυβερνητική πολιτική προσαρμόστηκε επίσης απόλυτα στους δήμους και στις νομαρχίες. Ταυτόχρονα, ανασύρονται γνωστά σε μας επιχειρήματα, του στιλ «ψηφίστε εμάς για να μην έρθει η δεξιά». Πολλοί Ελληνες, ακόμα και ανήλικοι, πήραν ακόμα και επιστολή από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, που τους παροτρύνει να ψηφίσουν τους «Σοσιαλδημοκράτες».
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Σουηδίας παρουσιάζει τη δική του εναλλακτική λύση και ελπίζει σε αύξηση της εκλογικής του δύναμης, αλλά έχει περιορισμένες δυνατότητες, ενώ ταυτόχρονα έχει αποκλειστεί από τα ΜΜΕ, ενώ το εκλογικό του υλικό σαμποτάρεται συστηματικά και τα ψηφοδέλτια του ΚΚ Σουηδίας δεν υπάρχουν στα εκλογικά τμήματα. Παρ' όλα αυτά, είναι αισιόδοξο ότι θα εκπροσωπηθεί εκλογικά σε κάποιους δήμους, κυρίως στη βόρεια Σουηδία.
Το σίγουρο είναι ότι, άσχετα με το εκλογικό αποτέλεσμα, η ίδια πολιτική, που θα ενισχύει ακόμα περισσότερο το καπιταλιστικό σύστημα στη Σουηδία, θα συνεχιστεί.
Τα τρία τέταρτα των Ανατολικογερμανών θεωρούν το σοσιαλισμό - που έζησαν και στη χώρα τους - «καλή ιδέα που δεν εφαρμόστηκε σωστά». Επίσης, η νέα γενιά, από 18 έως 34 χρόνων, σε ποσοστό 64% έχει την ίδια γνώμη. Το αντίστοιχο ποσοστό στη Δυτική Γερμανία είναι 46%. Τα παραπάνω στοιχεία εμπεριέχονται στην «Εκθεση Δεδομένων του 2006» που παρουσιάστηκε στις 13/9 στο Βερολίνο από την Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία και το Επιστημονικό Κέντρο Κοινωνικής Ερευνας του Βερολίνου.
Ο πρόεδρος της Κεντρικής Υπηρεσίας Πολιτικής Μόρφωσης Τόμας Κρούγκερ, απέδωσε τη διαφορά στην εκτίμηση του συστήματος μεταξύ ανατολής και δύσης και στο γεγονός ότι στην Ανατολική Γερμανία η κατάσταση είναι «περισσότερο τεταμένη» και η ανεργία μεγαλύτερη. Ενα στέλεχος του Κέντρου Κοινωνικής Ερευνας δήλωσε, εκφράζοντας προφανώς και τη... δυσαρέσκειά του για τα ευρήματα της έρευνας, ότι «θα περίμενε κανείς από τη νέα γενιά στα ανατολικά γερμανικά κρατίδια μια μεγαλύτερη έγκριση της δημοκρατίας». Η «Μπερλίνγκερ Τσάιτουνγκ» προλογίζει τη σχετική ειδησεογραφία με την εκτίμηση «η δημοκρατία σαν κρατική μορφή γίνεται όλο και λιγότερο αποδεκτή στη Γερμανία, κυρίως στην Ανατολή».
Η «Νόιες Ντόιτσλαντ» αναφέρεται και σε άλλα στοιχεία της ίδιας έκθεσης, όπως ότι το ποσοστό φτώχειας στην πρώην σοσιαλιστική Γερμανία ανέρχεται στο 18,4% ενώ στη Δυτική Γερμανία ανάλογα με το κρατίδιο κυμαίνεται μεταξύ 10,5% έως 11,2%. Μόνο το 24% των Γερμανών πιστεύουν ότι η κατάστασή τους σε πέντε χρόνια θα βελτιωθεί και μόνο 3% θεωρούν την κατάσταση στην αγορά εργασίας σαν «καλή» ή «πολύ καλή».