Η ταινία μοιάζει με «ανοιχτό παράθυρο στο χρόνο» από όπου μπορεί κανείς να «δει» μέσα από ακριβείς λεπτομέρειες που καταγράφουν την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων ... μπορεί να «καταλάβει» τον τρόπο που τα ιστορικά γεγονότα διαπλέκονται με τις απλές ζωές... και μπορεί να φανταστεί, να αναπλάσει και να στοχαστεί πάνω στο βαθύτερο νόημα αλληγοριών, εμβλημάτων και συμβόλων. Σημαντικό στοιχείο ο βράχος και ο Μύλος που στέκεται πάνω του και δεσπόζει σαν σύμβολο επιβίωσης πάνω απ' όλα αυτή!
Υπό την καθοδήγηση του ίδιου του Μπρύγκελ παρακολουθούμε τον πίνακα την ώρα της δημιουργίας του που συνδέεται με τραγικά γεγονότα της εποχής, καθώς οι Ισπανοί κατακτητές καταπνίγουν αιματηρά την άνοδο του προτεσταντισμού στις Κάτω Χώρες. Ο Μαγέβσκι, ζωγράφος ο ίδιος και ποιητής, με κοντινά, αναγεννησιακής οπτικής, πλάνα σμιλεύει με τη σειρά του έναν κινηματογραφικό πίνακα, υψηλότατης αισθητικής. Τρία χρόνια χρειάστηκαν για την ύφανση του ψηφιακού καμβά της ταινίας που συνίσταται σε συνεχείς επιστρώσεις προοπτικής, γεγονότων και ανθρώπων διανθισμένες από μυριάδες στοιχεία - ένα σημαντικότατο, οργανικό στοιχείο είναι οι ήχοι - που προάγουν την πλοκή και σπρώχνουν προς την κορύφωση της βασικής σκηνής με το αμέτρητο πλήθος που «παγώνει» μέσα στον πίνακα του Μπρύγκελ, αυτόν, που ο Μαγέβσκι αναπαράγει...
Σπάνιου κάλλους, ψυχαγωγεί, διαπαιδαγωγεί και διδάσκει. Βαθιά και ουσιαστικά. Μην την χάσετε!
Παίζουν: Ρούτγκερ Χάουερ, Σαρλότ Ράμπλινγκ, Μάικλ Γιορκ, κ.ά.
Παραγωγή: Πολωνία, Σουηδία (2010).
Ο κοσμικός δημοσιογράφος χειραγωγεί τη συνέντευξη, διαμορφώνει την κοινή γνώμη. Με τη σειρά τους, οι επιστήμονες - με την ορθολογιστική τους μέθοδο - περιγράφουν, καταμετρούν, κατατάσσουν και εντάσσουν ολόκληρους λαούς σε «αφηγήσεις». Οι αφηγήσεις των αποικιοκρατών εμπεριέχουν το σπόρο της εξουσίας, της υποταγής, της εκμετάλλευσης και της δουλείας. Οι αφηγήσεις αυτές δεν αποτελούν απλά πολιτισμικά κείμενα, αλλά εγκαθιδρύουν και νομιμοποιούν μια συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων. Χρησιμεύουν ως εργαλεία βαρβαρότητας. Η τοποθέτηση μιας ιστορίας στον ιστορικό της χωρόχρονο, σημαίνει αυτόματα ένταξή της σε μια αφήγηση.
Ο ανατόμος Κουβιέ «αγοράζει» την Μπάρτμαν με όρους αντικειμένου, για ιδιοτελή πρωτιά, εντός του περιφραγμένου χώρου της θεσμοποιημένης αλήθειας. Δεν καταφέρνει όμως να μελετήσει το σώμα της παρά μόνο άψυχο, μετά το θάνατό της το 1816, αφού η «Μαύρη Αφροδίτη» πέρασε και από οίκο ανοχής και πέθανε στο δρόμο αλκοολική και άρρωστη. Ο φημισμένος ανατόμος θα κατασκευάσει γύψινο ομοίωμα της Μπάρτμαν που εκτίθεται στο Μουσείο του Ανθρώπου στο Παρίσι, μαζί με τα γεννητικά της όργανα και τον εγκέφαλό της σε γυάλινα δοχεία με φορμόλη. Ο Κουβιέ κατέληξε επίσης στο συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλος της γυναίκας μοιάζει πολύ με εκείνον του ουραγκοτάγκου, ενώ η ίδια συνιστά «σκαλοπάτι», μεταξύ ανθρώπου και ζώου.
Αποικιοκράτες έφεραν την Μπάρτμαν στην Ευρώπη αναφέρουν οι τίτλοι του τέλους μετά από μια άκρως παρατεταμένη διαδρομή 160 λεπτών, δομημένη σε σπιράλ, με επαναληπτική εμμονή, σε κύκλους και σε κοντινά πλάνα που ψυχογραφούν τον ανθρώπινο πόνο, ακριβώς για να εξαντλήσει τα μάτια, το συναίσθημα και τα νεύρα του θεατή σε βηματισμό ευθέως ανάλογο του κρεσέντο του εξευτελισμού της Μπάρτμαν. Ο Κεσίς αντιμετωπίζει την ιστορία της «Αφροδίτης των Οτεντότων» με σεβασμό και συμπάθεια, την βλέπει σαν έμβλημα ενός - παλιού αλλά και σύγχρονου - αξιοκαταφρόνητου ρατσισμού. Καταγράφει με χρώματα ρεαλιστικά και πλήθος λεπτομερειών την ταπείνωσή της, υιοθετώντας ένα στιλ που δομείται και διαμορφώνεται πάνω στη βάση της οδύσσειάς της. Ο σκηνοθέτης στιγματίζει ανελέητα τις ευρω-κεντρικές αντιλήψεις της εποχής και την «οικουμενικότητα», υπέρμαχοι της οποίας εμφανίζονται τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος ιδιοκτήτης της Μπάρτμαν. Ενός συστήματος που, ενώ στη θεωρία διακηρύσσει την ισότητα και την ελευθερία, η πρακτική του προϋποθέτει το αντίθετο. Με λίγες κινήσεις της μηχανής ο Κεσίς δεν χαρίζεται σε κανέναν, ξεσκεπάζει τις ευθύνες και την έλλειψη ευαισθησίας που αγγίζει όλο το φάσμα και όλα τα επίπεδα των θεσμών της ευρωπαϊκής κοινωνίας της εποχής, δίνοντας έμφαση στο σεξιστικό στοιχείο της ιστορίας αλλά και στην ωμή φύση της ανθρώπινης ψυχής. Προσεγγίζει το θέμα του ιδεολογικά και παρουσιάζει ενδιαφέρον η ανάπτυξη της διαλεκτικής σχέσης θεάματος/ πραγματικότητας, σκλάβου/ αφέντη - επί σκηνής κι εκτός σκηνής καθώς και Ιστορίας και προσωπικότητας.
Παίζουν: Γιαχίμα Τορές, Φρανσουά Μαρτουρέ, Ολιβιέ Γκουρμέ, Αντρέ Ζακόμπς, κ.α.
Παραγωγή: Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο (2010).
Η επικών διαστάσεων ταινία αποκαλύπτει κατηγορηματικά το αναπόσπαστο της σχέσης μορφής/περιεχομένου. Εκεί που άλλοι γυρίζοντας μια μουσική ταινία καταγράφουν στολίδια και πλουμίδια και την κάλπικη δεξιότητα των πρωταγωνιστών, ο Βέντερς δημιουργεί με μια ώριμη σκηνοθεσία με αφετηρία την χορογραφία της Μπάους. Με μουσικότητα και ποιητικότητα, με κατάτμηση του χώρου, με χρήση διαφανών υφασμάτων εν κινήσει που μεγεθύνουν την αίσθηση του ανάγλυφου, με έμφαση στην αλήθεια της τεχνικής του χορού και του κινηματογράφου, με εκπληκτική φωτογραφία και χρώματα, με περάσματα και παιχνίδια με τα στοιχεία του βράχου και του νερού, με τα σώματα που γίνονται ένα με αυτά, ο Βέντερς βγάζει τους χορευτές στο δρόμο, στην καρδιά, της σύγχρονης πόλης, σε εναέριο τρένο, σε νταμάρια και δίπλα στο νερό ... Εικόνες υψηλής ομορφιάς και χάρης, ουσιαστικές και λιπόσαρκες, βαλμένες σε σειρά με αλάνθαστο μοντάζ!
Το φάντασμα της Μπάους που απλώνεται πάνω από την ταινία εκπέμποντας συνεχείς συγκινησιακούς κραδασμούς, ενώ το εισαγωγικό κομμάτι και εκείνο του επιλόγου (το πρώτο και το τελευταίο τέταρτο) εκτινάσσονται ψηλά σε πόστο ιδιαίτερο. Και δεν παραλείπει ο Βέντερς να μας θυμίσει, μέσα από την χαρούμενα μελαγχολική παρέλαση του θιάσου, που παραπέμπει στο κλείσιμο του «8 ½» του Φελίνι - ότι η Πίνα υποδύθηκε ένα ρόλο στο «E la nave va» του μεγάλου Ιταλού. Και η Πίνα σε ασπρόμαυρο αρχειακό φιλμ, μας χαιρετά και φεύγει κι αυτή από την οθόνη...
Παίζουν: το Ανσάμπλ του Χοροθεάτρου «Πίνα Μπάους» της πόλης Βούπερταλ.
Παραγωγή: Γερμανία, Γαλλία, Βρετανία (2011).