Associated Press |
Αμερικανικό κατασκοπευτικό ανεφοδιάζεται κοντά στον εναέριο χώρο της Κίνας (φωτό αρχείου) |
Το «χάσμα» δε γεφυρώθηκε κατά την ευρωπαϊκή περιοδεία του Μπους, ο οποίος εξέφρασε «πιο έντονα από ποτέ άλλοτε», σύμφωνα με το ρεπορτάζ των «New York Times» - μεταξύ άλλων - την «ανησυχία» του για «την αλλαγή της ισορροπίας μεταξύ Κίνας και Ταϊβάν» που θα συνεπιφέρει, κατά την εκτίμησή του, η άρση του εμπάργκο. Οι Βρυξέλλες κώφευσαν. Νωρίτερα, η ΥπΕξ των ΗΠΑ, Κοντολίζα Ράις, υπέστη κάτι σαν σκοτσέζικο ντους όσον αφορά το θέμα από τον κάθε άλλο παρά... αντιαμερικανό Πορτογάλο πρόεδρο της Κομισιόν Ζοζέ Μπαρόζο. Στην κοινή συνέντευξη Τύπου, η Ράις είχε καλέσει την ΕΕ να «λάβει υπόψη» της τις αμερικανικές ανησυχίες. Πριν καλά καλά ολοκληρώσει τη φράση της, ο Μπαρόζο δήλωσε εμφατικά και κατηγορηματικά ότι η ΕΕ «θα άρει το εμπάργκο», τελεία και παύλα.
Στις 2 Φλεβάρη, ας σημειωθεί, πέρασε στο Κογκρέσο των ΗΠΑ ένα κείμενο απόφασης που «καταδικάζει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης» να άρει το εμπάργκο, που είχε επιβληθεί σε βάρος της Κίνας, με άλλοθι τα γεγονότα της πλατείας Τιενανμέν το 1989. Με περιτύλιγμα τις «ανησυχίες» των ΗΠΑ για τα «ανθρώπινα δικαιώματα», η απόφαση αυτή, που περιέχει βαριές κουβέντες για την «άσοφη» πορεία που ακολουθούν οι Βρυξέλλες, επισημαίνει τα «πολλαπλά συμφέροντα των ΗΠΑ» στην Ασία, σε περιοχές όπως «η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και άλλες περιοχές» και τονίζει ότι η στρατιωτική υπεροχή των ΗΠΑ μπορεί να τεθεί εν κινδύνω, καθώς η Κίνα είναι «όλο και περισσότερο καλά οπλισμένη και μπορεί να επιζητήσει να λύσει μακροχρόνιες εδαφικές διαφορές της στην περιφέρεια, με την απειλή ή και τη χρήση βίας».
Βέβαια, αντιτείνουν αναλυτές όπως ο Τζον Τσαν του «World Socialist» για παράδειγμα, ο κύριος εκτοξευτής απειλών περί χρήσης βίας στην Ασία δεν είναι η Κίνα, αλλά η κυβέρνηση των ΗΠΑ: Ειδικά στο θέμα της ΛΔ Κορέας, η αμερικανική ρητορική είναι ιδιαίτερα εμπρηστική, ενώ είναι πασίγνωστο ότι οι αποσχιστικές τάσεις στην Ταϊβάν τροφοδοτούνται από κύκλους των ΗΠΑ, που διατηρούν το ζήτημα ανοιχτό ως ένα σημαντικό μοχλό στις σχέσεις ακραίας υποκρισίας που διατηρούν με το Πεκίνο.
Αδιάφορο. Η απόφαση πέρασε με συντριπτική πλειοψηφία (411 υπέρ - 3 κατά). Οι δε τοποθετήσεις στη διάρκεια της συζήτησης ήταν βιτριολικές εναντίον των Ευρωπαίων: ο ρεπουμπλικανός εισηγητής της Μαρκ Κερκ επιτέθηκε στον Σιράκ, δηλώνοντας ότι «η απόφαση (άρσης του εμπάργκο) θα δημιουργήσει μεγαλύτερη ανασφάλεια στην Ασία, θα σπείρει συγκρούσεις και ίσως θα προκαλέσει το θάνατο Αμερικανών λόγω των γαλλικών όπλων που θα πουληθούν για βραχυπρόθεσμα κέρδη». Ο δημοκρατικός συνεισηγητής της απόφασης Τομ Λάντος υπερθεμάτισε: «Η απόφαση είναι εξοργιστική... η οδηγούμενη από την απληστία πολιτική της Ευρώπης και ο βαθμός του κυνισμού και της απληστίας, που επιδεικνύουν ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες, μπορούν να ανακατέψουν το στομάχι κάποιου». Η αφ' υψηλού ηθική αυτή κριτική αγνοήθηκε άνετα στην Ευρώπη, που χρησιμοποιεί το πιο πιεστικό ζήτημα του Ιράκ για να κατευνάσει την Ουάσιγκτον.
Ολη αυτή η χαριτωμένη χορογραφία δηλώσεων και κορυφώσεων ηθικής και ανθρωπιστικής οργής εκ μέρους των Αμερικανών, μέρος της οποίας καλεί για εμπορικά, οικονομικά και άλλα «αντίποινα» σε βάρος της ΕΕ, απλώς ξύνουν την επιφάνεια. Το πράγμα είναι πολύ πιο σοβαρό για μια σειρά λόγους.
Η άρση του εμπάργκο πώλησης όπλων από την ΕΕ στην Κίνα αποτελεί ένα μέσο διασφάλισης ευρωπαϊκών οικονομικών συμφερόντων και αντιμετώπισης της αμερικανικής στρατιωτικής κυριαρχίας. Το θέμα δεν αφορά απλώς τα όπλα. Οι ευρωπαϊκές χώρες θέλουν να μετριάσουν το τεράστιο εμπορικό τους έλλειμμα με την Κίνα (που, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η δεξιά εφημερίδα «Washington Times», έφθασε τα 73 δισ. δολάρια τους πρώτους 10 μήνες του 2004!) πουλώντας της όπλα. Η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, καθώς και η Βρετανία - που, ακολουθώντας, αλλά μόνο εν μέρει, τη «γραμμή» των ΗΠΑ, προσπαθεί να καθυστερήσει την άρση του εμπάργκο: έχει και αυτή σαφές εμπορικό συμφέρον στην άρση του - παρά το εμπάργκο, αύξησαν τις πωλήσεις όπλων στην Κίνα αθροιστικά από τα 54 εκατ. ευρώ το 2001 στα 416 εκατ. ευρώ το 2004.
Αλλωστε, οι κυβερνήσεις της ΕΕ δεν ανταγωνίζονται σε αυτή την περίπτωση τις ΗΠΑ, αλλά τη Ρωσία: από αυτή τη χώρα, καθώς και από πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες, προέρχεται το 90% των όπλων που αγοράζει η Κίνα.
Η Ρωσία βρίσκεται ήδη σε μια «στρατηγική συμμαχία» με την Κίνα και οι δυο τους έχουν κάθε λόγο να προσπαθούν να μετριάσουν την αμερικανική επιρροή στην Κεντρική Ασία. Σύμφωνα με τους «Financial Times», πρόσφατη έκθεση της CIA ήγειρε ζήτημα λόγω μιας ενδεχόμενης αλλαγής «στρατηγικής κατεύθυνσης» της ΕΕ προς την Κίνα - σε βάρος του ΝΑΤΟ και της συμμαχίας με τις ΗΠΑ: «Αν και απίθανη, η συμμαχία ΕΕ - Κίνας δεν είναι πλέον αδιανόητη», σημείωνε, κατά τους «Financial Times», η έκθεση.
Πρόσθετος λόγος αμερικανικής ανησυχίας είναι το εμπορικό έλλειμμα των ίδιων των ΗΠΑ προς την Κίνα, που σύμφωνα με το φορέα των Αμερικανών βιομηχάνων (National Association of Manufacturers - NAM) έφθασε τα 160 δισ. δολάρια το 2004. Επιπλέον, η εξάρτηση των ΗΠΑ από ξένες κεντρικές τράπεζες (μεταξύ αυτών της Κίνας, της Νότιας Κορέας, της Ιαπωνίας, της Ταϊβάν) για τη χρηματοδότηση του όλο και μεγαλύτερου εμπορικού τους ελλείμματος και ο «κίνδυνος» περαιτέρω υποβάθμισης του δολαρίου (πρόσφατα, η ΛΔ Κορέας ανακοίνωσε ότι θα συνδιαλλάσσεται, πλέον, σε ευρώ...).
Η ραγδαία «ανάπτυξη», σε καπιταλιστικούς όρους, της Κίνας αποτυπώνεται μεταξύ άλλων και στο ότι το 2004 είχε εισαγωγές 500 δισ. δολαρίων (βρίσκεται στην τρίτη θέση παγκοσμίως, μετά τις ΗΠΑ και τη Γερμανία): αλλά αυτή η «ανάπτυξη» γίνεται σχεδόν ερήμην των ΗΠΑ, το ποσοστό τους στις κινεζικές εισαγωγές ήταν 8%, από 9% το 2002.
Με δεδομένα όλα αυτά, η αμερικανική αντίδραση στην αναμενόμενη άρση του εμπάργκο είναι απρόβλεπτη, σημειώνει ο Τσεν, σημειώνοντας ότι δεν είναι καθόλου απίθανο το να προκαλέσει η Ουάσιγκτον μια περιφερειακή κρίση. Ούτως ή άλλως, σημειώνει ο Κον Χάλιναν του Foreign Policy In Focus, έχουν ήδη «επιστρέψει» δριμύτεροι οι οπαδοί της πολιτικής «στρατηγικής ανάσχεσης» της Κίνας - άνθρωποι, όπως ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, που βλέπουν στο Πεκίνο την ενσάρκωση ενός νέου, «ψυχροπολεμικού» εχθρού.