Οι βουλευτικές εκλογές του 1961 πέρασαν στην Ιστορία ως εκλογές βίας και νοθείας. (Φωτ: Από τη μεγάλη συγκέντρωση του Πανδημοκρατικού Αγροτικού Μετώπου Ελλάδας στο κέντρο της Αθήνας) |
Το πρώτο χαρακτηριστικό αυτής της στρατηγικής ήταν ότι εξέφραζε την επιλογή ενσωμάτωσης του ελληνικού καπιταλισμού στις δομές του δυτικοευρωπαϊκού, στο πλαίσιο της ευρύτερης αντίθεσης του τελευταίου με τα δύο άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία, βασικά με την πρώτη. Οι αντιθέσεις των ΗΠΑ και ισχυρών δυτικοευρωπαϊκών κρατών είχαν εκδηλωθεί και είχαν εκφραστεί πρώτα από όλα μεταξύ των ΗΠΑ και της Γαλλίας του Ντε Γκωλ. Δίχως να έρχεται σε αντίθεση με το ΝΑΤΟ, ο προσανατολισμός του Καραμανλή κυρίως στη συμμαχία της Ελλάδας με τη Γαλλία, ήταν καταφανής.
Η σύνδεση με την ΕΟΚ περιέκλειε ακόμα και το εξής στοιχείο, το οποίο υπογράμμισε στην αφήγησή του ο Π. Μολυβιάτης (με τα δικά του λόγια βεβαίως) και που είναι αντικειμενικός: Οτι δηλαδή από εκείνα τα χρόνια, του 1958 - 1959, αν όχι και νωρίτερα, η ελληνική αστική τάξη προσπαθούσε να αναβαθμίσει τη θέση της στην περιοχή της νοτιοανατολικής Μεσογείου, καθώς και στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Αυτό σήμαινε μεταξύ των άλλων και ότι επιδίωκε να «απεξαρτηθεί» από το σφικτό εναγκαλισμό των ΗΠΑ, στον οποίο είχε εξ ανάγκης συναινέσει, όπως είχε κάνει και προηγουμένως με τον εγγλέζικο παράγοντα. Η τέτοια ανάγκη της αστικής τάξης είχε προκύψει ως ζήτημα ζωής ή θανάτου γι' αυτήν κατά τη δεκαετία του 1940, οπότε η εξουσία της απειλήθηκε από το λαϊκό κίνημα. Τότε δε μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
Ομως, στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι αξιώσεις της ελληνικής αστικής τάξης μεγάλωσαν, αφού το αστικό κράτος είχε πια ανασυγκροτηθεί για τα καλά. Και επιπλέον, ο ανταγωνισμός της με την τουρκική αστική τάξη άρχισε να αποκτά και αιματηρές διαστάσεις, όπως αποδείχτηκε με τα δραματικά γεγονότα του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, αλλά και με τα ακόμα πιο δραματικά στην Κύπρο.
Ολα τα παραπάνω συνδέονταν άμεσα με τη βασική προϋπόθεση: Να θωρακιστεί παραπέρα η αστική εξουσία στην Ελλάδα. Αυτό ακριβώς εξέφραζε εκείνο που έντονα υπογράμμιζε τότε και αργότερα ο Καραμανλής, ότι δηλαδή η σύνδεση και η ένταξη στην ΕΟΚ αποτελούσε ασφαλιστική δικλείδα για τη δημοκρατία. Την αστική δημοκρατία φυσικά, η οποία βεβαίως χρησιμοποιούσε το μαστίγιο μαζί με το καρότο, σε εναλλασσόμενες δόσεις.
Ταυτόχρονα για την ελληνική αστική τάξη η ΕΟΚ ανοιγόταν ως μια τεράστια αγορά, σε αντιπαράθεση με τις χώρες του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Την αστική τάξη βοηθούσε να ισχυροποιηθεί «η μεγάλη αγορά των 300 εκατομμυρίων» και όχι την εργατική τάξη και τη μικρομεσαία αγροτιά, όπως παραπλανητικά υποστήριξε η ηγεσία της ΕΡΕ και στη συνέχεια όλα τα αστικά κόμματα - και όχι μόνο αυτά.
Το ΚΚΕ - και η ΕΔΑ - αντιτάχθηκε από την πρώτη στιγμή στη σύνδεση της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Η στάση του ΚΚΕ παρέμεινε σταθερή και συνεπής και στις δεκαετίες που ακολούθησαν.
Το αποτέλεσμα των εκλογών του 1958, που η ΕΔΑ είχε αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση, παρότι ήταν συγκυριακό, είχε δημιουργήσει ανησυχία και στη βασική μερίδα του αστικού πολιτικού κόσμου και στις υπηρεσίες των ΗΠΑ. Το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα διέθετε εκείνη την εποχή μόνο ένα μεγάλο κόμμα, την ΕΡΕ, γεγονός που καθιστούσε αδύνατη τη δικομματική εναλλαγή, αφού το λεγόμενο Κέντρο ήταν κατακερματισμένο, ένα τμήμα του μάλιστα συνεργαζόταν με την ΕΔΑ. Δε γινόταν να εμπιστευθούν τότε την ΕΔΑ, από τη στιγμή που εντός της δρούσαν οι κομμουνιστές. Επιβάλλονταν μέτρα εναντίον της ΕΔΑ και του λαϊκού κινήματος. Και τα μέτρα αυτά πάρθηκαν. Λίγο πριν από τις εκλογές του 1961, τα κόμματα του Κέντρου ενοποιήθηκαν, δημιουργώντας την Ενωση Κέντρου, ενώ την ίδια στιγμή μπήκε σε ενέργεια σχέδιο τρομοκράτησης των ψηφοφόρων της ΕΔΑ.
Το σχέδιο, που είχαν διαμορφώσει ειδικά επιτελεία της ΚΥΠ, του στρατού, της κυβέρνησης και των Ανακτόρων, έγινε γνωστό στους πάντες, αφού η κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΔΑ το έφερε στη Βουλή, αποκαλύπτοντας τους στόχους και τους εμπνευστές του σχεδίου. Η κυβέρνηση της ΕΡΕ απέρριψε τη γνησιότητά του, ενώ εξαπέλυσε και αντικομμουνιστική επίθεση. Από την πλευρά του, ο Γεώργιος Παπανδρέου βολευόταν με αυτήν την κατάσταση. Εμφανίστηκε μάλιστα και ικανοποιημένος, επειδή ο βασιλιάς Παύλος τον είχε διαβεβαιώσει (!) κατά την προεκλογική περίοδο, ότι επρόκειτο για κάποια σκόρπια κρούσματα βίας, τίποτε το αξιόλογο!... Η ηγεσία του Κέντρου υπολόγιζε ότι θα είναι εκείνη η κερδισμένη, ότι οι ψηφοφόροι της ΕΔΑ θα κατευθύνονταν προς την Ενωση Κέντρου! Και παρίστανε την αδιάφορη... Αυτά τα ομολόγησε στη «Μεγάλη Αλλαγή» ο Κ. Μητσοτάκης, αν και δε χρειαζόταν να τα ομολογήσει για να τα μάθουμε. Ωστόσο, και η ομολογία έχει την αξία της.
Πρέπει να σημειωθεί ότι πριν από τη δημιουργία της Ενωσης Κέντρου, ο Γ. Παπανδρέου σε συναντήσεις του με τον Καραμανλή ζητούσε να συνεργαστεί εκλογικά με την ΕΡΕ, ενώ ήταν διατεθειμένος να υποστηρίξει την ψήφιση του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, κατά τα προηγούμενα των εκλογών του 1952. Αντιτάχθηκε σε αυτό ο Καραμανλής, εκτιμώντας ότι χρειαζόταν να διαμορφωθεί ο δεύτερος ισχυρός πυλώνας του πολιτικού συστήματος, δηλαδή ένα επιπλέον κόμμα ισοδύναμο με την ΕΡΕ. Αυτό αποτελούσε βασική επιδίωξη του Καραμανλή, καθώς και των ΗΠΑ, πρώτα από όλα βεβαίως αποτελούσε επιδίωξη η επανεκλογή της ΕΡΕ στη διακυβέρνηση. Γι' αυτό και η βία και η νοθεία.
«Να μην τρελαθούμε κιόλας», αναφώνησε ο Κ. Μητσοτάκης στη «Μεγάλη Αλλαγή» της ΝΕΤ, απαντώντας σε όσους υποστηρίζουν ότι ο Κ. Καραμανλής δεν γνώριζε καν την ύπαρξη και εφαρμογή του σχεδίου βίας και νοθείας...
Σε αυτή τη βάση, το μεν κόμμα της λεγόμενης δεξιάς συσπείρωνε τις παραδοσιακές του δυνάμεις και τρομοκρατημένους ψηφοφόρους που πήγαιναν με τον ισχυρότερο, το δε κόμμα του λεγόμενου κεντρώου χώρου λειτουργούσε ως υποδοχέας ψηφοφόρων της ΕΔΑ, που έβλεπαν το Κέντρο ως μικρότερο κακό, αλλά λειτουργούσε και ως ανάχωμα της όποιας ριζοσπαστικοποίησης προς το ΚΚΕ και την ΕΔΑ. Ο στόχος πέτυχε. Το 24,42%, που είχε συγκεντρώσει η ΕΔΑ το 1958, μειώθηκε, φτάνοντας σε ποσοστό λίγο περισσότερο από το μισό.