ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 29 Απρίλη 2000 - Κυριακή 30 Απρίλη 2000
Σελ. /32
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
Οι καπνεργάτες υπό συνθήκας εξαιρετικής αθλιότητος

Ενα αποκαλυπτικό άρθρο του Γ. Ζωιτόπουλου ή Ζιούτου για τις συνθήκες ζωής και εργασίας των καπνεργατών το Γενάρη του 1936

Στη ματωμένη απεργία της 9ης Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη πρωταγωνιστές ήταν οι 12.000 καπνεργάτες της πόλης. Τα γεγονότα είναι γνωστά: Η απεργία έγινε για τα μεροκάματα, την εφαρμογή περί νόμου περί τόγκας -ήταν φυτό με το οποίο αρωματιζόταν ο καπνός- και τη βελτίωση των παροχών του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών (ΤΑΚ).

Οι καπνεργάτες, λοιπόν, ήταν το τμήμα των εργαζομένων των «διατελούντων υπό συνθήκας εξαιρετικής αθλιότητος», όπως έγραψε ο Γιώργος Ζιούτος στην εφημερίδα «Ελευθέρα Γνώμη» (16.1.1936) με το ψευδώνυμο Γ. Ζωίτος.

Σε εκείνο το άρθρο ο Γ. Ζωιτόπουλος ή Ζιούτος ασχολήθηκε με το ΤΑΚ και είχε τον τίτλο «Η δεκαετής λειτουργία του σοβαρώτερου ασφαλιστικού οργανισμού μας». (Περιλαμβάνεται στο βιβλίο - εκδόσεις «Παρασκήνιο» - με τα πρακτικά της επιστημονικής συνάντησης που έγινε στο Βόλο το Μάρτη του 1997 για το έργο του Γ. Ζιούτου). Πέρα απ' τα πληροφοριακά στοιχεία για τους καπνεργάτες της εποχής, το άρθρο είναι πολύ διαφωτιστικό για τα πρώτα βήματα της κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας.

Το ΤΑΚ - ιδρύθηκε το 1926 - ήταν τότε ο σοβαρότερος ασφαλιστικός οργανισμός της χώρας. Οπως γράφει ο Γ. Ζιούτος, το ΤΑΚ ήταν προβληματικό ευθύς εξ αρχής καθώς δεν «επροικίσθη με τα αναγκαία εκείνα οικονομικά μέσα με τα οποία θα ηδύνατο να ανταποκριθή εις τας ανάγκας που εκαλείτο να θεραπεύση».

Για την ιστορία αναφέρουμε ότι το ΤΑΚ συγχωνεύτηκε στο ΙΚΑ τη δεκαετία του 1950. Στη συνέχεια δημοσιεύουμε ολόκληρο το άρθρο ως ελάχιστο φόρο τιμής στους καπνεργάτες και στο Γ. Ζιούτο.


Γιώργος ΜΟΥΣΓΑΣ


Το Ταμείο δεν επροικίσθη

Ολόκληρο το άρθρο του Γ. Ζιούτου

Το ζήτημα της οικονομικής εξυγιάνσεως του Ταμείου Ασφαλίσεως Καπνεργατών (ΤΑΚ), το οποίον κατά περιόδους έχει απασχολήσει ζωηρότατα την Κοινήν Γνώμην, ετέθη και πάλιν επί τάπητος. Τα μεγάλα ανοίγματα και η εξάντλησις των κεφαλαίων και των τριών κλάδων (συντάξεων, ανεργίας, ασθενείας) του ιδρύματος εμφανίζουν τούτο εις τας παραμονάς πλήρους οικονομικής καταρρεύσεως. Δεν υπάρχει ίχνος υπερβολής εις τας θλιβερωτάτας ταύτας διαπιστώσεις. Την αθλίαν κατάστασιν του ΤΑΚ διεξετραγώδησεν εις τας προ τινών ημερών δηλώσεις του αυτός ο κ. πρωθυπουργός, ειπών μεταξύ άλλων, ότι «η οικονομική κατάστασις του Ταμείου εμφανίζεται τόσον οικτρά σήμερον, ώστε αφ' ενός μεν να έχουν σπαταληθή όλα τα διά τον κλάδον ασθενείας εισπραχθέντα παρά των εργαζομένων ποσά, αφ' ετέρου δε να ευρίσκεται τούτο εις πλήρη αδυναμίαν καταβολής των συντάξεων και επιδοτήσεως των ανέργων, εις εποχήν μάλιστα, καθ' ην η ανεργία των καπνεργατών ήρχισε παρουσιαζόμενη υπό οξείαν μορφήν εις Δράμαν και Βόλον και τείνει να γενικευθή και εις τας άλλας πόλεις της χώρας». Τοιουτοτρόπως το ΤΑΚ, εις το οποίον τόσαι ελπίδες είχον στηριχθή κατά την σύστασίν του (1926), παρουσιάζεται εν πλήρει αδυναμία να ανταποκριθή εις τας υποχρεώσεις του, τώρα μάλιστα οπότε, αρχομένου του χειμώνος, η δράσις του επεκτείνεται προς αντιμετώπισιν τόσον της αναφαινόμενης εις τα κέντρα επεξεργασίας του καπνού ανεργίας, όσον και των ασθενειών της εποχής (πνευμονικών ιδίως), από τας οποίας οι καπνεργάται προσβάλλονται ευκολώτερον.


Είνε φανερόν - και προκύπτει από όλα τα σχετικά δεδομένα - ότι το ΤΑΚ έπασχεν εκ γενετής από ωρισμένα οργανικά μειονεκτήματα, τα οποία δεν ηδυνήθη να υπερνικήση κατά την πρώτην δεκαετίαν της λειτουργίας του (11 Αυγούστου 1926 - 11 Αυγούστου 1936). Αυτά παρεσκεύασαν την σημερινήν οξυτάτην κρίσιν που απειλεί εκ θεμελίων το κοινωφελές τούτο ίδρυμα. Το ΤΑΚ, το οποίον, ως γνωστόν, αρχικώς ήτο «Ταμείο Ασφαλίσεως και Προστασίας Καπνεργατών» (ΤΑΠΚ) δεν επροικίσθη εξ αρχής με τα αναγκαία εκείνα οικονομικά μέσα, με τα οποία θα ηδύνατο να ανταποκριθή εις τας ανάγκας, που εκαλείτο να θεραπεύση. Αρχικώς επροωρίζετο διά την λήψιν ανακουφιστικών υπέρ των καπνεργατών μέτρων, πληττομένων υπό της ελευθέρας εξαγωγής ανεπεξεργάστων καπνών (μετά τον νόμον 3460). Η εις ευρείαν κλίμακα ανεργία, η πενία και η νοσηρότης των καπνεργατών, ήσαν οι κίνδυνοι τους οποίους ώφειλε κατ' αρχάς να αντιμετωπίση το ΤΑΠΚ, δρων όχι τόσον ως καθαρώς ασφαλιστικός οργανισμός, αλλά μάλλον ως καθίδρυμα κοινωνικής ευποιίας, ασκουμένης ειδικώς υπέρ ωρισμένης μερίδος εργατών, διατελούντων υπό συνθήκας εξαιρετικής αθλιότητος. Την εποχήν εκείνην η μέριμνα του ΤΑΠΚ διά παροχήν συντάξεων εθεωρείτο πολύ πρόωρος. Αλλαι πλέον επείγουσαι ανάγκαι το επίεζαν (ανεργία, φυματίωσις, ελονοσία κλπ.). Αλλά και διά την κάλυψιν των αναγκών τούτων το ΤΑΠΚ δεν ήτο επαρκώς εξωπλισμένον. Η ανεπάρκεια των τακτικών πόρων του κατεδείχθη από των πρώτων ετών της λειτουργίας του. Και το κράτος ευρέθη εις την ανάγκην - αναγνωρίζον, τρόπον τινά, εν είδος ιδίας ευθύνης εις το γεγονός του ατελούς εξοπλισμού ενός οργανισμού τόσης σημασίας, όπως το ΤΑΚ - να παρέχη πλην των τακτικών και εκτάκτους επιχορηγήσεις. Ούτω, το κράτος, εκτός του εξ 20 εκατομμυρίων δανείου που εχορήγησε εις το ΤΑΚ κατά το 1926, προς έναρξιν της λειτουργίας αυτού, παρέσχε και τα κάτωθι ποσά (η τακτική εισφορά είνε η αναλογία 4% επί του φόρου επί του εξαχθέντος καπνού):

Γ. Ζωιτόπουλος ή Ζιούτος (1903-1967). Ηταν απ' τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το ασφαλιστικό ζήτημα στη χώρα μας πριν απ' τον πόλεμο
Γ. Ζωιτόπουλος ή Ζιούτος (1903-1967). Ηταν απ' τους πρώτους που ασχολήθηκαν με το ασφαλιστικό ζήτημα στη χώρα μας πριν απ' τον πόλεμο
Ούτω, κατά την περίοδον 1926-1934 (συμπεριλαμβανομένου) η τακτική εισφορά του κράτους ανήλθεν εν συνόλω εις δραχμές 71.103.905. Κατά την αυτήν περίοδον το κράτος παρέσχεν εκτάκτους επιχορηγήσεις συνολικώς εκ δραχμών 92.000.000.

Εξ άλλου, κατά την αυτήν περίοδον, εισεπράχθησαν παρά του ΤΑΚ ως εισφορά επί του καπνεργατικού ημερομισθίου (6% των καπνεργατών και 6% των καπνεμπόρων από του Ιανουαρίου 1928) τα εξής ποσά:

α) Εισπράξεις εξ ενσήμων δρχ. 305.644.095.

β) Εισφορά ελευθέρων εργατών και καθυστερούμενα δρχ. 12.790.149.

Οι αριθμοί ούτοι μας δίδουν την γενικήν κίνησιν των κεφαλαίων του ΤΑΚ. Εις αυτάς δεν συμπεριλαμβάνονται οι τόκοι και διάφοροι άλλαι μικραί εισφοραί, αι οποίαι δεν αλλοιώνουν την εκ των ανωτέρω αριθμών εικόνα.

Εκ της συγκρίσεως των αριθμών τούτων προκύπτει ότι εκ των εσόδων του ΤΑΚ περίπου τα 90% προέρχονται εξ εισφορών εργάτου και εργοδότου και τα 10% εξ εμμέσου φορολογίας (τακτική εισφορά κράτους). Εις άλλα Ταμεία η αναλογία των εσόδων παρουσιάζεται αντίστροφος. Ούτω, π.χ, εις το Ταμείον Αυτοκινητιστών τα έσοδα του 1935 προήρχοντο κατά 8,75% εξ εισφορών εργατών και εργοδοτών και κατά 91,25% εξ εμμέσου φορολογίας. Ομοίως εις το Ταμείων Μυλεργατών τα έσοδα του 1934 προήρχοντο κατά 30,6% εξ εισφοράς εργατών, κατά 69,49% εξ εμμέσου φορολογίας. Επίσης, εις το Ταμείον Αρτεργατών τα έσοδα του 1934 προήρχοντο κατά 27,10% εξ εισφοράς εργατών - εργοδοτών και κατά 71,90% εξ εμμέσου φορολογίας.

Είνε ενδιαφέρον να παρακολουθήσωμεν τας δαπάνας του ΤΑΚ κατά την ως άνω περίοδον. Εκ των δημοσιευμένων εις το τέλος εκάστου έτους απολογισμών προκύπτει ότι αι δαπάναι κατανέμονται ως εξής κατά κλάδους: (πίνακας)

Η ανησυχητική διά την υπόστασιν του Ταμείου αύξησις των δαπανών (εις τας οποίας προσετίθεντο και σημαντικά έξοδα διοικήσεων κλπ. περί τα 7 εκατομμύρια ετησίως, καθώς και άλλαι διαφυγαί ενεργητικών στοιχείων του) είχεν, ως αντίρροπον φαινόμενον, την προοδευτικήν ελάττωσιν του αριθμού των ησφαλισμένων, του οποίου το σύνολον ανερχόμενον το 1927 εις 50.599 κατήλθε το 1935 εις 34.026. Η μείωσις έθιξε κατά 40% περίπου τους άνδρας και κατά 20% περίπου τας γυναίκας. Ο σχετικός πίναξ είνε ενδεικτικός της εξόδου εκ του επαγγέλματος των εμπείρων τεχνιτών (ανδρών) και της αθρόας εισόδου γυναικών επιδιδόμενων εις απλουστέραν επεξεργασίαν του καπνού. Το σύνολον των ησφαλισμένων του ΤΑΚ ανήλθε κατ' έτος εις τους εξής αριθμούς: (πίνακας)

Οι ανωτέρω αριθμοί δίδουν μίαν εικόνα της δεκαετούς σταδιοδρομίας του ΤΑΚ, του σοβαρωτέρου μέχρις ώρας ασφαλιστικού οργανισμού της χώρας μας. Κατά την δεκαετίαν ταύτην το ΤΑΚ αντιμετώπισε τον κίνδυνον της ανεργίας και της ασθενείας των καπνεργατών, με ανεπαρκή, ως αναφέραμεν, μέσα. Και έτσι εδημιούργει ελλείμματα, τα οποία εκάλυπτε είτε διά των εκτάκτων επιχορηγήσεων του κράτους, είτε διά μεταφοράς ποσών εκ του κλάδου των συντάξεων. Κατά τους γενομένους υπολογισμούς, το ΤΑΚ είχε δαπανήσει κατά την περίοδον 1926-1934 εις επιδόματα ανεργίας δραχμές 258.795.889,55 και είχεν εισπράξει εις τον κλάδον τούτον εν όλω δραχμές 195.624.714,85. Ητοι την 31ην Δεκεμβρίου 1934 ο κλάδος ανεργίας του ΤΑΚ παρουσίαζε άνοιγμα δραχμών 63.171.174,70, το οποίο ηναγκάσθη να καλύψη διά δανείων, δραχμών 38.171.174,70 εκ του κλάδου συντάξεων και δραχμών 20.000.000 εκ του κράτους.

Εξ άλλου η αντιμετώπισις της φυματιώσεως απήτησε μεγάλα ποσά. Κατά το 1934 εδαπανήθησαν δραχμές 10.098.459 και κατά το 1935 δραχμές 14.017.000. Σημαντικά επίσης ποσά διετέθησαν διά την εν γένει ιατρικήν και νοσοκομειακήν περίθαλψιν των μετόχων. Τα ποσά ταύτα εκαλύπτοντο επίσης υπό του κλάδου των συντάξεων, ο οποίος, κατά τας γενομένας υπό του αναλογιστού του ΤΑΚ, κ. Α. Χρυσοχού υπολογισμούς, παρουσιάζει έλλειμμα 16.000.000 ετησίως. Το έλλειμμα του κλάδου των συντάξεων υπελογίζετο την 31ην Δεκεμβρίου 1934 εις δραχμές 151.328.745.

Κατά τους γενομένους υπολογισμούς, το σύνολον των ετησίων ελλειμμάτων του ΤΑΚ ανέρχεται εις τα εξής ποσά:

1) Εκ του κλάδου συντάξεων: δραχμές 26.724.218.

2) Εκ του κλάδου ασθενείας: δραχμές 8.000.000.

Ητοι εν όλω δραχμές 34.724.218.

Από τους ειδικούς κρίνεται ότι μία καλυτέρα οικονομική πολιτική του ΤΑΚ δύναται να περιορίση το έλλειμμα τούτο εις τα 24.000.000, καθ' ό ποσόν πρέπει ν' αυξηθούν οι ετήσιοι πόροι αυτού. Η λύσις του ούτω τιθεμένου ζητήματος δεν είναι καθόλου ευχερής. Και θα χρειασθή ιδιαίτερα όλως προσπάθεια όπως εξυγιανθή ιδιαιτέρως το ίδρυμα τούτο και αποκτήσουν το συναίσθημα της ασφαλιστικής βεβαιότητας οι μέτοχοί του, οι οποίοι εξησφαλιζόμενοι καθ' όλων των κινδύνων που διατρέχουν, θα αποβούν παράγοντες τονώσεως της βιομηχανίας και εμπορίας του καπνού, δηλαδή του προϊόντος εκείνου εις το οποίον τόσους σημερινούς λογαριασμούς και τόσας προσδοκίας στηρίζει η εθνική μας οικονομία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ