Οι συγκρούσεις υποστηρικτών και αντιπάλων των «Αδελφών Μουσουλμάνων» συνεχίζονται, με το στρατό που εκφράζει συγκεκριμένο τμήμα της αστικής τάξης να έχει την εξουσία |
Μετά τα πρώτα 24ωρα από το πραξικόπημα και την ανατροπή του Μούρσι, και ενώ ο στρατός φρόντισε να διασφαλίσει την τάξη επιβάλλοντας κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην κρίσιμη, οικονομικά, γεωπολιτικά και εμπορικά, περιοχή της διώρυγας του Σουέζ, οι συγκρούσεις περιορίστηκαν κυρίως στο Κάιρο. Το μακελειό μπροστά στα οδοφράγματα της έδρας της Ρεπουμπλικανικής Φρουράς, τα ξημερώματα της περασμένης Δευτέρας, όπου σκοτώθηκαν 53 άνθρωποι και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 400, αποτελεί τη, μέχρι στιγμής, αιματηρότερη στιγμή της ανατροπής Μούρσι. Εδωσε, δε, το εναρκτήριο λάκτισμα για ένα σκληρό και ανηλεή πόλεμο προπαγάνδας ανάμεσα στους ισλαμιστές «Αδελφούς Μουσουλμάνους» και στο στρατό με εκτόξευση αλληλοκατηγοριών τόσο για τις ευθύνες του συγκεκριμένου αιματοκυλίσματος όσο και για γενικότερες τακτικές χειραγώγησης της αιγυπτιακής κοινής γνώμης και των ΜΜΕ.
Ο στρατός, σε συνεννόηση με ένα σημαντικό τμήμα των αστικών πολιτικών δυνάμεων της χώρας, το οποίο εκφράζεται από μια ευρεία γκάμα κομμάτων που εκτείνονται ανάμεσα στο αντιπολιτευόμενο αμάλγαμα του «Μετώπου Εθνικής Σωτηρίας» και τους ακραίους ισλαμιστές (σαλαφιστές) του «αλ Νουρ», προχωρά με μικρά αλλά σταθερά βήματα στο σχεδιασμό της επόμενης μέρας. Πρώτο βήμα, προφανώς, είναι η στοιχειώδης σταθεροποίηση της κατάστασης μέσα από τη σύσταση της μεταβατικής κυβέρνησης που, θεωρητικώς, υπό την εποπτεία του μεταβατικού Προέδρου, Αντλι Μανσούρ, θα εποπτεύσει την εκπόνηση αλλαγών στο Σύνταγμα και θα οδηγήσει τη χώρα σε νέες βουλευτικές εκλογές.
Ο διορισμός του Χαζίμ αλ Μπιμπλάουι στη θέση του μεταβατικού πρωθυπουργού ήταν ένα «μήνυμα» με πολλούς αποδέκτες. Ο Μπιμπλάουι, που είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών για ένα πεντάμηνο και κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής διακυβέρνησης που ακολούθησε την εκδίωξη Μουμπάρακ, είναι προσωπικότητα ιδιαίτερα γνωστή και «αγαπητή» στην αστική τάξη της Αιγύπτου αλλά και άλλων αραβικών χωρών και αρκετών καπιταλιστικών οργανισμών. Εκτός από αξιωματούχος στον ΟΗΕ και καθηγητής Οικονομικών, έχει διατελέσει επί 12ετία επικεφαλής της Τράπεζας Ανάπτυξης Εξαγωγής της Αιγύπτου, επί πέντε χρόνια επικεφαλής της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής της Δυτικής Ασίας (υπηρεσία του ΟΗΕ που συντονίζει τη συνεργασία ανάμεσα σε 17 αραβικά κράτη), επί δεκαετία σύμβουλος στο Αραβικό Νομισματικό Ταμείο στο Αμπού Ντάμπι, ενώ υπήρξε και διοικητής του οικονομικού τμήματος της Βιομηχανικής Τράπεζας του Κουβέιτ.
Σπουδαγμένος στο Κάιρο και στη γαλλική Γκρενόμπλ, ο αλ Μπιμπλάουι φαίνεται ότι είναι το «πρόσωπο - εγγύηση» για την καλύτερη δυνατή διαχείριση της κρίσης που σοβεί στην Αίγυπτο προς όφελος της αστικής τάξης της χώρας και αρκετών άλλων χωρών της περιοχής. Κατά πολλούς αναλυτές είναι ξεκάθαρο ότι η επιλογή του αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στην άμεση χρηματική στήριξη των 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων που η καταρρέουσα αιγυπτιακή οικονομία έλαβε από τρεις πετρελαιομοναρχίες (Σ. Αραβία, Κουβέιτ, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα).
Σε πρακτικό επίπεδο η βοήθεια αυτή αποσκοπεί να αντιμετωπιστούν επείγουσες ανάγκες που εντείνουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια, όπως είναι η διαφαινόμενη έλλειψη σιτηρών (προϊόντος που περιλαμβάνεται στα προνοιακά επιδόματα για το ψωμί) καθώς οι πληροφορίες αναφέρουν ότι στις κρατικές αποθήκες υπάρχουν μόνο 500.000 μετρικοί τόνοι ενώ η χώρα ετησίως παραγγέλνει τουλάχιστον 80 εκατομμύρια μετρικούς τόνους. Σε συμβολικό επίπεδο αποτέλεσε «ψήφο εμπιστοσύνης» προς τη νέα στρατοκρατούμενη ηγεσία και το τμήμα εκείνο της αστικής τάξης που εκπροσωπεί.
Οι συγκεκριμένες ηγεσίες (κυρίως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Σ. Αραβία) «δεν βλέπουν με καλό μάτι» την αυξανόμενη δράση δυνάμεων που πρόσκεινται στην ισλαμιστική μουσουλμανική αδελφότητα στην ευρύτερη περιοχή λόγω των στενών της σχέσεων με το Κατάρ στο πλαίσιο των μεταξύ τους ανταγωνισμών. Πολύ περισσότερο δεν ενθουσιάζονται με την προοπτική ενός ολοένα πιο ισχυρού λαϊκού κινήματος που πιθανώς θα απειλήσει με τις διεκδικήσεις και την επιμονή του και τη δική τους εξουσία.
Με έμμεσο τρόπο ανάλογη στάση τηρούν και οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με χαρακτηριστικότερο, ίσως, παράδειγμα τη στάση των ΗΠΑ. Μπροστά στο ενδεχόμενο η λαϊκή δυσαρέσκεια που εκφράστηκε με τις ογκώδεις διαδηλώσεις κατά του Μούρσι να ενταθεί και να απειλήσει την αστική εξουσία, η Ουάσιγκτον δεν δυσκολεύτηκε να αφήσει στο περιθώριο το modus vivendi που είχε επιτύχει με τους «Αδελφούς Μουσουλμάνους», τόσο για τα της Αιγύπτου όσο και στους ευρύτερους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς για την περιοχή. Ετσι, σιώπησε διακριτικά στηρίζοντας τη νέα κατάσταση και διατυπώνοντας ευχολόγια για αυτοσυγκράτηση και τερματισμό των διώξεων και των συλλήψεων κατά της μουσουλμανικής αδελφότητας, συμπεριλαμβανομένου του Μούρσι.
Οι εξελίξεις στην Αίγυπτο είναι προφανές ότι θα έχουν καθοριστική επίδραση τόσο στη βόρεια Αφρική όσο και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, η οποία βρίσκεται στη δίνη της προώθησης των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών στο πλαίσιο της λεγόμενης «ευρείας Μέσης Ανατολής», με επίκεντρο τη Συρία.