ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 12 Μάρτη 2000
Σελ. /32
ΠΑΙΔΕΙΑ
Η εκπαίδευση στη δίνη της «μεταρρύθμισης»

Φέτος, φοιτούν στη Β` Λυκείου 75.091 μαθητές, ενώ πέρυσι είχαν αποφοιτήσει από το Γυμνάσιο 116.998 («ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» 2/11/99). Δηλαδή, το 36% δε βρίσκεται στο Λύκειο και έχει εγγραφεί στα ΤΕΕ, ή εγκαταλείψει εντελώς την εκπαίδευση.

Αν συνεχιστεί και φέτος το νέο σύστημα (πανελλαδικές εξετάσεις σε Β` και Γ` Λυκείου και σε 28 μαθήματα), του χρόνου θα μείνει στο Λύκειο λιγότερο από το 50% των απόφοιτων του Γυμνασίου.

Τα ΤΕΕ, στα οποία θα «φιλοξενούνται» οι περισσότεροι μαθητές, δεν είναι λυκειακή βαθμίδα, είναι υποβαθμισμένα από μορφωτική άποψη και δεν προσφέρουν ειδίκευση, αλλά στενή κατάρτιση, επιφανειακή, για τις τρέχουσες ανάγκες της αγοράς, δηλαδή του κεφαλαίου. Ανάγκες, που σήμερα έχει η επιχείρηση, αύριο όχι, ανάλογα με τις εξελίξεις στην οργάνωση της εργασίας και της παραγωγής και στην τεχνολογία.

Αυτό σημαίνει ότι ο απόφοιτος των ΤΕΕ, αν βρει δουλιά, θα μπορεί να εργαστεί μόνο για λίγα χρόνια, γιατί στο μεταξύ θα έχει απαξιωθεί η κατάρτισή του και θα πρέπει να φοιτήσει εκ νέου, αφού απολυθεί, σε κάποια ποικιλώνυμη σχολή ή ΙΕΚ, για να αποκτήσει νέα κατάρτιση, τέτοια που θα έχει ανάγκη η αγορά.

Αν λογαριάσει κανείς τις συνέπειες που έχει στην ανάπτυξη της προσωπικότητας ενός νέου 15 χρόνων η αποστέρηση της γενικής μόρφωσης και η πρόωρη επαγγελματική επιλογή και ότι στη διάρκεια του οικονομικά ενεργού βίου του θα χρειαστεί να αλλάξει κατάρτιση και επάγγελμα 6 - 8 φορές, εξαιτίας του χαμηλού επιπέδου ειδίκευσης, γίνεται φανερό γιατί τα ΤΕΕ είναι σχολεία για τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού, τα παιδιά δηλαδή που προέρχονται από την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα - και πρόκειται για το 70% των μαθητών, που θα αποφοιτούν από το Γυμνάσιο!

Με άλλα λόγια, η εκπαίδευση υποτάσσεται άμεσα στις ανάγκες της αγοράς, ακρωτηριάζεται η ανθρώπινη προσωπικότητα από τα 15 χρόνια, για να προσαρμοστεί σ' αυτό που έχει ανάγκη κάθε φορά το κεφάλαιο.

Αυτό που ενδιαφέρει την οικονομία, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της ΕΕ («Λευκή Βίβλος για την Παιδεία») δεν είναι η ανάπτυξη της προσωπικότητας, της «γενικής κοινωνικής ικανότητας» του νέου ανθρώπου, αλλά η ανάπτυξη της μερικής δεξιότητας, αυτής που έχει ανάγκη σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο το κεφάλαιο, και η οποία θα πληρώνεται φτηνά.

Στην εκπαίδευση, με την ίδρυση των ΤΕΕ, συντελείται κυριολεκτικά ένα έγκλημα: Υποβαθμίζεται το γενικό μορφωτικό επίπεδο της νεολαίας και προσαρμόζεται στις απαιτήσεις της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, της επιδίωξης του κέρδους και του ασφυκτικότερου ελέγχου της συνείδησης των νέων ανθρώπων. Ο νέος και η προσωπικότητά του αντιμετωπίζονται σαν ένα αναλώσιμο αντικείμενο στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής.

Η θεότητα, την οποία καλείται να υπηρετήσει άμεσα η εκπαίδευση, στο σύνολό της, είναι η ανταγωνιστικότητα, και είμαστε μόνο στην αρχή! Η ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΤΕΒΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΑΙ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ!

Οσο για τους μαθητές που απομένουν στο λεγόμενο Ενιαίο Λύκειο (δεν είναι Ενιαίο, αφού διαφοροποιείται η γνώση σε θετική, θεωρητική, τεχνολογική, με τις κατευθύνσεις), αυτοί υφίστανται την καταπίεση ενός εξοντωτικού εξεταστικού συστήματος στην κρίσιμη ηλικία των δεκαπέντε, δεκαέξι και δεκαεφτά χρόνων. Το σύνθημα «θέλουμε γνώση και όχι απόγνωση» είναι χαρακτηριστικό.

Οσο για τους καθηγητές με τη μείωση των μαθητών, με τη διασπορά του νέου αναλυτικού προγράμματος και την υποβάθμιση των ανθρωπιστικών μαθημάτων, την κατάργηση και συγχώνευση σχολείων και τα υπεράριθμα τμήματα, από του χρόνου μάλλον θα περισσεύουν - και ευνοούμε τους ήδη διορισμένους.

Αν, τελικά, εφαρμοστεί - όπως διαφαίνεται - και η αξιολόγηση των σχολικών μονάδων με κριτήριο την επίδοση των μαθητών στις πανελλαδικές εξετάσεις και η γονεϊκή επιλογή των σχολείων, αυτά που δε θα πηγαίνουν καλά θα κλείνουν είτε από έλλειψη χρηματοδότησης (η οποία θα χορηγείται με βάση την επίδοση του σχολείου) είτε από έλλειψη μαθητών. Ποιος γονιός θα γράψει το παιδί του σ' ένα σχολείο, που δεν έχει - υποτίθεται - καλή επίδοση; Και, φυσικά, αυτά που θα κλείνουν θα είναι σχολεία των λαϊκών συνοικιών και των εργατικών περιοχών.

Με την αντιεκπαιδευτική μεταρρύθμιση, οι κοινωνικές - ταξικές ανισότητες στη μόρφωση οξύνονται. Ηδη, αυτό το μοντέλο εκπαίδευσης με κλείσιμο σχολείων και απολύσεις εκπαιδευτικών εφαρμόζεται στην Αγγλία.

Οι μόνοι που επιχαίρουν και χειροκροτούν την κυβέρνηση και την ΕΕ για την εκπαιδευτική «μεταρρύθμιση» είναι η ιδιωτική εκπαίδευση, τα φροντιστήρια, οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών ΙΕΚ και των ιδιωτικών ΤΕΕ.


ΑΕΙ
«Δεξαμενή» μισομορφωμένων πτυχιούχων

Αυτό που τώρα πραγματοποιείται στη μέση εκπαίδευση με την εκδίωξη της πλειοψηφίας των μαθητών από το λύκειο προς τη φτηνή και με ημερομηνία λήξης κατάρτιση των ΤΕΕ, θα εφαρμοστεί αναλογικά και στα ΑΕΙ.

Ο στόχος, με την όλη πολιτική που θα εφαρμοστεί στα ΑΕΙ, είναι να περιοριστεί δραστικά ο αριθμός των φοιτητών και των πτυχιούχων, αλλά και να διαμορφωθεί μία «ελίτ» με μεταπτυχιακό για τις ανάγκες του συστήματος (στελέχωση των επιχειρήσεων, της οικονομίας και της διοίκησης του κράτους). Αυτό το στόχο η κυβέρνηση επιδιώκει να τον επιτύχει με τη δημιουργία δύο κύκλων σπουδών στα ΑΕΙ. Ηδη, οι υποψήφιοι μαθητές για τα ΑΕΙ δε δηλώνουν σχολή, αλλά πεδίο, π.χ. υγείας. Τον α` κύκλο, που θα προσφέρει γενικές γνώσεις, θα τον παρακολουθούν και θα τον τελειώνουν οι περισσότεροι από όσους θα εισάγονται στα ΑΕΙ και θα παίρνουν έναν αμφίβολης αξίας τίτλο. Στο β` κύκλο, που θα θεωρείται μεταπτυχιακός και θα καταλήγει σε επιστημονική ειδίκευση, θα εγγράφονται κατόπιν επιλογής και καταβολής διδάκτρων πολύ λιγότεροι.

Οσοι τελειώνουν τα μεταπτυχιακά - οι λίγοι- θα έχουν βάσιμη ελπίδα για δουλιά και σταδιοδρομία. Οσοι θα έχουν απλώς πτυχίο, θα δίνουν εξετάσεις τύπου ΑΣΕΠ για πιστοποίηση των ικανοτήτων τους και μόνον όσοι τις περνούν θα έχουν δικαίωμα να ασκήσουν επάγγελμα. Οι άλλοι θα κάνουν το πτυχίο τους κορνίζα.

Ουσιαστικά, η κυβέρνηση, σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες της ΕΕ, επιδιώκει να υποβαθμίσει τις προπτυχιακές σπουδές, να περιορίσει τον αριθμό των πτυχιούχων, γιατί, κατά τη γνώμη της, στην Ελλάδα υπάρχουν πολλοί και περισσεύουν - όπως υποτίθεται ότι είναι πολλοί και οι απόφοιτοι λυκείου, γι' αυτό και περιορίζονται με την εκδίωξη των μαθητών στα ΤΕΕ. Επίσης επιδιώκει να διαμορφώσει μία «δεξαμενή» μισομορφωμένων πτυχιούχων του α` κύκλου, όπως και απόφοιτων ΤΕΕ και ΙΕΚ, που θα προσφέρουν για όσο τους χρειάζεται το κεφάλαιο φτηνή και χωρίς απαιτήσεις εργασία.

Στην ίδια λογική με τα ΤΕΕ και τα ΙΕΚ, στη λογική της φτηνής κατάρτισης και της μερικής δεξιότητας, κινούνται και τα ΠΣΕ (Προγράμματα Σπουδών Επιλογής), στα οποία φοιτούν νέοι από 18 ως 35 χρόνων, απόφοιτοι λυκείου ή πτυχιούχοι.

Ολα τα παραπάνω σημαίνουν ότι για την κυβέρνηση και την ΕΕ θεωρείται δεδομένη και αυξανόμενη η ανεργία και ότι η καπιταλιστική οικονομία θα απορροφά, εξαιτίας της κρίσης της, όλο και λιγότερους εργαζόμενους πλήρους και σταθερής εργασίας.

Δεν είναι τυχαίο αυτό που δήλωσε πέρσι ο κ. Σημίτης ότι οι νέοι από δω και πέρα θα είναι « απασχολήσιμοι» και ότι αποτελεί παρελθόν η σταθερή εργασία.

Και η «διά βίου εκπαίδευση» που λανσάρει η κυβέρνηση και η ΕΕ και το «να μάθουν οι νέοι πώς να μαθαίνουν οι ίδιοι και να αναζητούν τη γνώση» της «Λευκής Βίβλου», σημαίνει απλά το εξής: Επειδή στη διάρκεια της ζωής τους θα προσλαμβάνονται, θα απολύονται, θα μένουν άνεργοι και ίσως επαναπροσλαμβάνονται, εφόσον θα έχουν αποκτήσει κάποια κατάρτιση που χρειάζεται το κεφάλαιο, πρέπει να μάθουν να αναζητούν οι ίδιοι την κατάρτιση και την επανακατάρτιση.

Σ' αυτή λοιπόν την καπιταλιστική πραγματικότητα του «απασχολήσιμου», αντιστοιχεί ο «εκπαιδεύσιμος» νέος.

Από την άλλη, με τη λεγόμενη οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των ΑΕΙ, το κράτος μεταθέτει - θεσμικά πια, αν ψηφιστεί ο σχετικός νόμος - το κύριο βάρος για την εξασφάλιση οικονομικών πόρων στο ίδιο το πανεπιστήμιο, στις σχολές του, με αποτέλεσμα να τις εξωθεί να αναζητήσουν πόρους στα διάφορα ληξιπρόθεσμα κονδύλια της ΕΕ, π.χ. το ΕΠΕΑΚ (διάβαζε «όποιος πρόφτασε τον Κύριον οίδε») ή σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, κυρίως πολυεθνικές ή στο ΝΑΤΟ. Και στις τρεις περιπτώσεις βέβαια, ο χρηματοδότης επεμβαίνει και καθορίζει το πρόγραμμα σπουδών και την έρευνα της σχολής κατά τα συμφέροντά του και ενάντια στις ανάγκες της νεολαίας και της κοινωνίας για ουσιαστική μόρφωση - ειδίκευση. Γιατί το κριτήριο της ΕΕ των πολυεθνικών και των εν Ελλάδι επιχειρήσεων είναι η επιδίωξη του κέρδους και οι απαιτήσεις του ανταγωνισμού και όχι το συμφέρον της κοινωνίας.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΠΟΣΔΕΠ (Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού), με ανακοίνωση στον ημερήσιο Τύπο στις 13/11/99, καλεί όλους τους πανεπιστημιακούς «να αντισταθούν στα χτυπήματα που δέχεται η δημόσια δωρεάν ανώτατη παιδεία», καταδικάζει με ψήφισμα την ολική περικοπή των Δημοσίων Επενδύσεων για τον εξοπλισμό των πανεπιστημίων και δηλώνει: «Η επιχειρούμενη προσπάθεια αντικατάστασης των Δημόσιων Επενδύσεων από κονδύλια του Γ`Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης με διαδικασίες υποβολής προτάσεων, που εμπεριέχουν μελέτες σκοπιμότητας, οι οποίες θα κριθούν με άγνωστες διαδικασίες και θα πρέπει να είναι σύμφωνες με τις προτεραιότητες της ΕΕ, συμπληρώνουν την εικόνα του επιχειρηματικού πανεπιστημίου, που αφήνεται έρμαιο στα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρήσεων και στις λεγόμενες δυνάμεις της αγοράς, αφού ακόμα και στην εκπαίδευση των φοιτητών εισάγεται ο ανταγωνισμός».

Πράγματι, με το νόμο αυτό και με την αξιολόγηση σχολών και τμημάτων, που επιδιώκουν να καθιερώσουν, εισάγεται η ανταγωνιστικότητα στο πανεπιστήμιο, αφού οι σχολές θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση. Κι όποια δεν το επιτυγχάνει είτε από ...έλλειψη επιχειρηματικής ικανότητας είτε γιατί το «εμπόρευμά» της, η γνώση και η εξειδίκευση που προσφέρει, δεν έχει ζήτηση στα πλαίσια της καπιταλιστικής αγοράς, θα φυτοζωεί.

Ποια θα είναι, για παράδειγμα, η τύχη της Φιλοσοφικής Σχολής και των αποφοίτων της μέσα σ' ένα τέτοιο ανταγωνιστικό περιβάλλον, με τάση περιορισμού της μέσης εκπαίδευσης;

Και όταν αντί για την εκπαίδευση των καθηγητών μέσα από παιδαγωγικές σχολές προβάλεται η επιλογή τους μέσα από αποσπασματικά μεταπτυχιακά προγράμματα, διαγωνισμούς και μόρια;

Μπροστά σ' αυτή τη νεοσυντηρητική αντιδραστική πολιτική που κυριαρχεί στην εκπαίδευση και στα πανεπιστήμια, είναι ανάγκη να μαζικοποιηθεί το φοιτητικό κίνημα και να συμμετέχει δυναμικά στο ΜΕΤΩΠΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ, που χτίζεται στους καθημερινούς αγώνες μαθητών - φοιτητών - αδιόριστων - εκπαιδευτικών, γενικότερα των εργαζομένων, απαιτώντας κατάργηση των αντιεκπαιδευτικών νόμων και διεκδικώντας μια παιδεία, που να ανταποκρίνεται στις σημερινές λαϊκές ανάγκες και απαιτήσεις.

Ετσι,η συμπόρευση του φοιτητικού κινήματος με το ευρύτερο εργατικό - λαϊκό κίνημα είναι η αναγκαία συνθήκη για ουσιαστικές διεκδικήσεις και ριζοσπαστικές αλλαγές στο χώρο της παιδείας και της κοινωνίας.


Κείμενα:
Ζέτα ΘΕΟΔΩΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Η Ζέτα Θεοδωρακοπούλου είναι μέλος του ΔΣ του Φιλολογικού Τμήματος του ΑΠΘ



Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ