ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 25 Απρίλη 2010
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ
Στήνοντας νέα εμπόδια στη χειραφέτηση της εργατικής και λαϊκής συνείδησης

Παπαγεωργίου Βασίλης

Η προσαρμογή στις εκάστοτε συνθήκες είναι βασικό χαρακτηριστικό του οπορτουνισμού. Οταν το κίνημα υποχωρεί ο οπορτουνισμός στηρίζει με τον ένα ή άλλο άμεσο ή έμμεσο τρόπο την αστική ιδεολογία, αποκηρύσσοντας ανοιχτά την επαναστατική πάλη, αναπαράγοντας ακόμα και τα επιχειρήματα του ανοιχτού αντικομμουνισμού. Σε περιόδους που διαμορφώνονται δυνατότητες για το κίνημα να περάσει στην αντεπίθεση δε διστάζει να αναπτύσσει ψευτοριζοσπαστική συνθηματολογία. Ανάλογα διατάσσονται και οι δυνάμεις στο εσωτερικό του είτε ισχυροποιώντας τις πιο ανοιχτά σοσιαλδημοκρατικές είτε τις πιο συγκαλυμμένες που αναπαράγουν χρεοκοπημένα ευρωκομμουνιστικά ιδεολογικά σχήματα.

Σε κάθε περίπτωση, εξυπηρετείται σταθερά η προσπάθεια ενσωμάτωσης εργατικών και λαϊκών μαζών στην αστική πολιτική σοσιαλδημοκρατικού τύπου, βάζοντας εμπόδια στη ριζοσπαστικοποίηση συνειδήσεων.

Οι διεργασίες που συντελούνται στον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αντανακλούν μακροχρόνιες εσωτερικές αντιφάσεις του οπορτουνισμού, οι οποίες εντάθηκαν σε συνθήκες εκδήλωσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, όξυνσης της ταξικής πάλης και των ενδομονοπωλιακών και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Αντιφάσεις που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι, ενώ πρόκειται για δύναμη με σοσιαλδημοκρατική στρατηγική, προσπαθεί να την καμουφλάρει, αξιοποιώντας την κομμουνιστική καταγωγή των στελεχών του.

Προκειμένου να αντιμετωπίσει αυτές τις αντιφάσεις του, αναγκάζεται να προσαρμόσει θέσεις, διατυπώσεις και διακηρύξεις. Επιδιώκει, ταυτόχρονα, να ενισχύσει τη δυνατότητα αντιπαράθεσης με το ΚΚΕ ως δήθεν «αριστερή εναλλακτική δύναμη». Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο η αξιοποίηση του όλου εγχειρήματος από την αστική τάξη στην κατεύθυνση της διαχείρισης της λαϊκής δυσαρέσκειας και άσκησης πίεσης προς το ΚΚΕ.

Η αναθεώρηση - για παράδειγμα - που επιχειρεί ένα τμήμα του οπορτουνισμού σε σχέση με τα ζητήματα της ΕΕ στηρίζεται στις διεργασίες και ανακατατάξεις που συντελούνται στο πλαίσιο της αστικής πολιτικής διαχείρισης.

Οταν, δηλαδή, φυσικοί εκπρόσωποι των μονοπωλίων (π.χ. Α. Βγενόπουλος), αλλά και πολιτικοί εκπρόσωποί τους σοσιαλδημοκράτες ή κεντροδεξιοί δεν αποκλείουν ως επιλογή την έξοδο της Ελλάδας από την ΟΝΕ (ανεξάρτητα εάν δε φαίνεται σήμερα να αποτελεί κυρίαρχη επιλογή της αστικής τάξης), όταν γενικά η συνοχή της ΕΕ δέχεται κλονισμούς, εξαιτίας της όξυνσης των αντιθέσεων στο εσωτερικό της, τότε η εκ των υστέρων «αντι-ΟΝΕ» συνθηματολογία που αναπτύσσει αυτή η μερίδα του οπορτουνισμού (Λαφαζάνης, Στρατούλης, Τόλιος, Καλύβης, εφημερίδα «Δρόμος», Αλαβάνος κ.ά.) δε συνιστά κανενός είδους «αριστερή στροφή».

Δηλαδή, μια ορισμένη κριτική ακόμα και αντίθεση στην ΟΝΕ η οποία όμως δεν αναδεικνύει το ζήτημα της αποδέσμευσης από την ΕΕ, δε συνδέεται με την πάλη για Λαϊκή Εξουσία και Οικονομία, αντικειμενικά ενσωματώνεται στα πλαίσια μιας ψευδεπίγραφης «αντιιμπεριαλιστικής» ρητορικής, η οποία εκφράζει και αντιθέσεις ανάμεσα σε αστικές δυνάμεις.

Η αυτοκριτική για τη στρατηγική επιλογή στήριξης στη Συνθήκη του Μάαστριχτ είναι υποκριτική, γιατί, ανεξάρτητα από την τοποθέτηση που είχε κάθε στέλεχος ή μερίδα του οπορτουνισμού σε σχέση με αυτή την επιλογή, ενιαία όλα τα προηγούμενα χρόνια οι δυνάμεις του επαναλάμβαναν σε όλους τους τόνους ότι η συμμετοχή στην ΕΕ αποτελεί μονόδρομο, ότι αποτελεί προνομιακό πεδίο δράσης για φιλολαϊκές λύσεις. Εξάλλου και σήμερα το ζήτημα της ρήξης ή όχι με την ΟΝΕ και την ΕΕ το τοποθετούν όχι ως θέμα αρχής, ως βασικό στοιχείο στην πάλη για την ανατροπή του καπιταλισμού στην Ελλάδα, αλλά ως ένα ενδεχόμενο που μπορεί να προκύψει αναγκαστικά, αφού όπως λένε μια χώρα «ενδεχομένως να αναγκαστεί προκειμένου να διασώσει την προοδευτική της εξέλιξη και την υλοποίηση του προοδευτικού της προγράμματος να αποχωρήσει από την ευρωζώνη και ίσως την ΕΕ»1. Ετσι, αποσυνδέοντας τη στάση απέναντι στην ΕΕ και την ΟΝΕ με το ζήτημα της πάλης για την εξουσία αναπαράγουν τις ψευδαισθήσεις και αυταπάτες ότι είναι δυνατόν να υπάρξουν αλλαγές στα πλαίσια της ΕΕ σε «προοδευτική κατεύθυνση» γι' αυτό, άλλωστε, θέτουν στόχους όπως: «(...) η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να τεθεί υπό άμεσο πολιτικό έλεγχο και να αλλάξει ριζικά τον προσανατολισμό της.

(...) διαμόρφωση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής της ΕΕ με δημιουργική ευελιξία έτσι ώστε η Κεντρική Τράπεζα σε κάθε χώρα μέλος να διαθέτει σχετική αυτονομία και να παρεμβαίνει λαμβάνοντας υπ' όψιν τις εθνικές οικονομικές ιδιομορφίες».2

Οι δυνάμεις αυτές σήμερα από «κοσμοπολίτικες» περνάνε σε «εθνικιστικές» θέσεις. Διαστρεβλώνοντας το πραγματικό γεγονός ότι το ελληνικό κράτος δεν έχει την ίδια δύναμη στα πλαίσια της ΕΕ και τα ίδια περιθώρια χειρισμών που διαθέτουν κράτη με ηγετική θέση όπως η Γερμανία, η Γαλλία παρουσιάζουν το πακέτο των αντιλαϊκών μέτρων που παίρνει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ως προϊόν της πίεσης της ΕΕ, αποκρύπτοντας ότι αυτά τα μέτρα αποτελούν από κοινού στρατηγικό στόχο των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών αλλά και των Ελλήνων βιομηχάνων, τραπεζιτών και εφοπλιστών. Ετσι, προβάλλουν τα συνθήματα περί «κηδεμονίας», «ιδιόμορφης κατοχής», «νεοαποικιακής» και «μισοαποικιακής» Ελλάδας, απώλειας της «εθνικής κυριαρχίας» και καταπάτησης της «αστικής δημοκρατίας». Στα πλαίσια αυτής της προσπάθειας επιχειρείται μια συνειδητή παραπλανητική επιστροφή σε ιστορικά ξεπερασμένες και αποδεδειγμένα λανθασμένες αναλύσεις του κομμουνιστικού κινήματος της δεκαετίας του 1960. Θυμίζουμε ότι τέτοιες αναλύσεις οδήγησαν στην οπορτουνιστική επεξεργασία για συμμαχία της εργατικής τάξης με τμήματα της λεγόμενης «πατριωτικής αστικής τάξης» στο όνομα της υπεράσπισης της «εθνικής κυριαρχίας» και της «δημοκρατίας».

Το προπέτασμα καπνού με τη συνθηματολογία ότι ο ΣΥΝ πρέπει να είναι «κόμμα πρώτ απ' όλα της εργατικής τάξης» ότι «στρατηγικός στόχος πρέπει να είναι η ανατροπή των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός με προοπτική την κομμουνιστική κοινωνία» κ.λπ. δεν μπορεί να κρύψει τη γραμμή ενσωμάτωσης που υιοθετούν.

Αυτή η μερίδα του οπορτουνισμού αναπαράγει καταστροφολογικές αστικές αναλύσεις που ουσιαστικά θεωρούν ότι η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος της χρεοκοπίας ως αποτέλεσμα ενός μοντέλου που δεν έδωσε προτεραιότητα στην ανάπτυξη αλλά στην κερδοσκοπία. Οπως σημειώνουν: «Το πρόβλημα της χώρας είναι πρώτα απ' όλα πρόβλημα αναπτυξιακό με την απουσία σχεδόν ενδογενούς αναπτυξιακής δυναμικής. Πρόβλημα παραγωγικό με την γενική παραγωγική, σχεδόν, ερήμωση της χώρας ιδιαίτερα σε σύγχρονους τεχνολογικά τομείς και σύγχρονα προϊόντα υψηλών ποιοτικών και οικολογικών προδιαγραφών (...) οι συναινετικές νεοφιλελεύθερες στρατηγικές πελατειακής διαχείρισης του κράτους (...) είναι ανίκανες να απαντήσουν σε μια στέρεα αναπτυξιακή προοπτική». Αποσιωπούν το γεγονός ότι η ανάπτυξη στις συνθήκες του καπιταλισμού μπορεί να έχει μόνο ως σκοπό το μέγιστο κέρδος, πηγή του οποίου είναι η παραγωγή και το μοίρασμα της υπεραξίας. Συνεπώς, ανάπτυξη στις συνθήκες του καπιταλισμού σημαίνει επέκταση και ένταση της εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασίας. Η ανεργία, οι οικονομικές κρίσεις, οι ανισομετρίες και η αναρχία της παραγωγής είναι εγγενή φαινόμενα της καπιταλιστικής ανάπτυξης και όχι αποτελέσματα στρεβλώσεών της. Συνεπώς, δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν στο έδαφος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Τα στοιχεία της κερδοφορίας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα δε συνηγορούν στο επιχείρημα της υπανάπτυξης. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι η πορεία της κρίσης στην Ελλάδα επιδεινώνεται και από ορισμένα μακροχρόνια αντικειμενικά προβλήματα της καπιταλιστικής της ανάπτυξης (μικρή εσωτερική αγορά, η επιδείνωση της θέσης κλάδων της εγχώριας μεταποίησης κ.λπ.)3. Ως απάντηση, άλλωστε, σε δυσκολίες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, ιδιαίτερα στις συνθήκες όξυνσης του διεθνούς ανταγωνισμού προωθήθηκαν ενιαία σε όλη την ΕΕ και στην Ελλάδα οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις (πολύ πριν από την εκδήλωση της κρίσης) που ποδοπατούν τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, η απελευθέρωση των αγορών, αλλά και γενικότερα μέτρα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών και ειδικότερα των ελληνικών μονοπωλίων.

Κρίνοντας το Σύμφωνο Σταθερότητας ως «αντιαναπτυξιακό», αφού, όπως σημειώνει ο Αλ. Αλαβάνος, η «δημοσιονομική σταθερότητα» επιλέγεται «εις βάρος της ανάπτυξης» και «οδηγεί την οικονομία σε πάγωμα»4 προτάσσουν στο «διά ταύτα» ένα «έκτακτο προοδευτικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση» που θα οδηγήσει «στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας», στη βάση του οποίου χρειάζεται να συγκροτηθεί ένα «κοινωνικό προοδευτικό μέτωπο»5.

Οι εργατικές - λαϊκές ελπίδες εναποτίθενται στην προοπτική μιας «αριστερής διακυβέρνησης» της αστικής εξουσίας, που, σύμφωνα με τον Αλ. Αλαβάνο: «Οσον αφορά στο δημόσιο χρέος η συνταγή δίνει εντελώς διαφορετικό αποτέλεσμα, ανάλογα με το ...μάγειρα. Στάση πληρωμών με Παπανδρέου ή Σαμαρά δίνει κατευθείαν Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αναδιαπραγμάτευση του χρέους με μια αριστερή διακυβέρνηση σε συνδυασμό με μια πολιτική δημοσιονομικής αποκατάστασης που θα έχει στο κέντρο της τις εισαγωγές, τις αντιπαραγωγικές δαπάνες, το μεγάλο πλουτισμό και με μια πολιτική ανανέωσης του παραγωγικού δυναμικού με βασικό εργαλείο ένα δημόσιο τομέα, μας οδηγεί σε έξοδο από την κρίση και σε νέα πορεία»6.

Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα πρόγραμμα μέτρων νεοκεϋνσιανής, σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης. Προτάσεις που δε διαφέρουν, άλλωστε, από ανάλογες που διατυπώνονται στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ (π.χ. Κατσέλη, Παπουτσής κ.λπ.), αλλά και που απηχούν ευρύτερους αστικούς προβληματισμούς. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα ανέφερε ο Α. Βγενόπουλος στη συνέντευξή του στον ΣΚΑΪ για την ανάγκη ενός «νέου αναπτυξιακού μοντέλου της χώρας», σημειώνοντας με έμφαση ότι «επειδή οι ιδιωτικές επενδύσεις ξένες ή ελληνικές είναι δύσκολο να υπάρξουν στον βαθμό που θα αλλάξουν τη μορφή της χώρας, η μόνη λύση που υπάρχει αυτήν την περίοδο τουλάχιστον για το ορατό μέλλον είναι οι δημόσιες επενδύσεις».7

Προβληματισμός που δεν είναι μακριά από την πρόταση που περιλαμβάνεται στο κείμενο που κατέθεσαν από κοινού στην ΚΠΕ του ΣΥΝ οι Λαφαζάνης, Στρατούλης, Καλύβης και Τόλιος στο οποίο αναφέρεται: «(...) επαναπροσανατολισμό των δαπανών του προϋπολογισμού (...) ποιοτικό επαναπροσανατολισμό του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων». Τα ψευτοδιλήμματα του τύπου «ανάπτυξη» ή «κερδοσκοπία», «παραγωγικές» ή «αντι-παραγωγικές» δαπάνες εγκλωβίζουν τη λαϊκή συνείδηση σε ανταγωνισμούς ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου για το μοίρασμα της παραγόμενης υπεραξίας.

Ανάλογα, στόχος ενταγμένος στα πλαίσια της αστικής διαχείρισης είναι και αυτός της «επαναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου χρέους». Δεν είναι τυχαίο ότι ο στόχος αυτός προβάλλεται από αστικούς κύκλους με πρόσφατο χαρακτηριστικό παράδειγμα το άρθρο του Wolfang Munchau στους Financial Times που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ημερησία» στις 20 Απρίλη 2010.

Στο ίδιο κείμενο των στελεχών του ΣΥΝ τίθεται ως στόχος η «(...) αναδιοργάνωση και ανασυγκρότηση του κράτους, με στόχο ένα σύγχρονο αποδοτικό κρατικό μηχανισμό ικανό να καταστήσει το δημόσιο αξιόπιστον φορέα και αποτελεσματικό εργαλείο ανάπτυξης και κοινωνικής συνεισφοράς». Οχι, λοιπόν, ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, αλλά φτιασίδωμα, βελτίωση και εκσυγχρονισμός της. Είναι σαφές ότι τα στελέχη του ΣΥΝ «αναθέτουν» στο αστικό κράτος και τον αστικό κρατικό μηχανισμό καθήκοντα «φιλολαϊκής διαχείρισης» που είτε είναι αδύνατον να πραγματοποιηθούν σε συνθήκες του καπιταλισμού, είτε ενσωματώνονται στα πλαίσια της αστικής διαχείρισης. Ετσι, για παράδειγμα, ο στόχος για «δημόσιο έλεγχο των τραπεζών» από το αστικό κράτος δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο από κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, που στοχεύουν στη στήριξη των τραπεζικών μονοπωλίων σαν αυτές που έχουν συζητηθεί και εφαρμοστεί ήδη σε ορισμένες καπιταλιστικές χώρες.

Ακόμα, τίθεται το ερώτημα πώς είναι δυνατόν το αστικό κράτος, έστω και με «αριστερή διακυβέρνηση», να προχωρήσει στην «(...) αμφισβήτηση των επιλογών της απελευθέρωσης των αγορών και της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και ιδιαίτερα των κερδοσκοπικών» για ορισμένους κλάδους όπως «χρηματοπιστωτικός, ενέργεια, ναυπηγεία, κλωστοϋφαντουργία κ.λπ.», χωρίς να τίθεται ζήτημα λαϊκής εξουσίας, κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, κατάργησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και κεντρικού σχεδιασμού.

Πολύ περισσότερο είναι αδύνατο να εφαρμοστεί σε συνθήκες λειτουργίας των νομοτελειών του καπιταλισμού και ιδιαίτερα στη σημερινή φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, μια «νέα στρατηγική για την στήριξη και αναβάθμιση μισθών, συντάξεων, επιδομάτων ανεργίας, για την καταπολέμηση της ανεργίας και την πλήρη απασχόληση», που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες. Η ικανοποίηση ή όχι των σύγχρονων λαϊκών και εργατικών αναγκών συνδέεται με το ζήτημα του ποιος έχει την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και όχι με το ποιες μερίδες του κεφαλαίου θα στηριχθούν.

Με νέο περιτύλιγμα, λοιπόν, ξανασερβίρονται οι σκουριασμένες υποσχέσεις ότι υπάρχουν δυνατότητες φιλολαϊκής διεξόδου στο πλαίσιο του καπιταλισμού, συντηρώντας ψευδαισθήσεις και αυταπάτες που καλλιεργήθηκαν μαζικά στην εργατική τάξη των καπιταλιστικών χωρών της Ευρώπης σε παλιότερες δεκαετίες, όταν υπήρξαν ορισμένες παραχωρήσεις αναγκαίες για τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών και υπό την πίεση της ταξικής πάλης διεθνώς. Συσκοτίζουν το γεγονός ότι είναι αντικειμενική τάση του καπιταλισμού η ένταση της εκμετάλλευσης, η συμπίεση των εργατικών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από το αν ταυτόχρονα αυτό γεννά αντιφάσεις και προβλήματα στην αστική διαχείριση, αφού υπονομεύεται η δυνατότητα ενσωμάτωσης τμημάτων των εργαζομένων που είχε παλιότερα.

Η εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, οι ανακατατάξεις που πραγματοποιούνται στο ιμπεριαλιστικό σύστημα θέτουν ακόμα πιο καθαρά στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα το πραγματικά επίκαιρο και σύγχρονο δίλημμα που είναι: καπιταλιστική ανάπτυξη που σημαίνει κυριαρχία των μονοπωλίων, οικονομικές κρίσεις, αντιλαϊκή λαίλαπα, ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις ή ανάπτυξη με κριτήριο τις σύγχρονες εργατικές και λαϊκές ανάγκες που προϋποθέτει κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας, αποδέσμευση από όλα τα ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΕΕ, ΝΑΤΟ κ.ά.), λαϊκή εξουσία, δηλαδή σοσιαλιστική ανάπτυξη;

Ανεξάρτητα από τις εξελίξεις στο χώρο του οπορτουνισμού, αυτή η πολιτική γραμμή, που ντύνεται με ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική συνθηματολογία, είναι πιο επικίνδυνη από την ανοιχτά σοσιαλδημοκρατική, γιατί σπέρνει μεγαλύτερες συγχύσεις και αυταπάτες και μάλιστα σε συνθήκες που ωριμάζουν οι δυνατότητες χειραφέτησης των εργαζομένων από την αστική πολιτική. Δυσκολεύει την εργατική λαϊκή συνείδηση να ξεπεράσει εμπόδια και να διαλέξει το δρόμο της σύγκρουσης με την αστική εξουσία. Επιβεβαιώνεται έτσι ο χαρακτήρας αυτών των δυνάμεων ως δυνάμεων που, αξιοποιώντας τις ιστορικές αναφορές τους στο κομμουνιστικό κίνημα, προωθούν τη σοσιαλδημοκρατικοποίησή του είτε παλιότερα προσπαθώντας να μετατρέψουν το ΚΚΕ σε κόμμα με σοσιαλδημοκρατική στρατηγική είτε προσπαθώντας σήμερα να το «τραβήξουν» σε μια σοσιαλδημοκρατική γραμμή συμμαχίας μαζί τους.

Το αντιιμπεριαλιστικό και αντιμονοπωλιακό περιεχόμενο δεν καθορίζεται από τη συνθηματολογία, τις φραστικές ή επιφανειακές αντιπαραθέσεις με κάποιες από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις (άλλοτε το ΝΑΤΟ, άλλοτε η ΟΝΕ) ή με τμήματα των μονοπωλίων (τραπεζικό κεφάλαιο), αλλά με το εάν υπάρχει κατεύθυνση σύγκρουσης με τα μονοπώλια και την εξουσία τους. Πίσω από αυτήν τη γραμμή υπάρχει μόνο η ενσωμάτωση.

Αυτό που κρίνεται σήμερα είναι μέσα από τις μικρές και μεγάλες μάχες αντιπαράθεσης με τα αντιλαϊκά μέτρα να ανεβαίνει η πολιτική συνείδηση των εργαζομένων, η οργανωμένη συμμετοχή τους στην ταξική πάλη, να ενισχύεται η κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα ακριβώς σε αυτήν την αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.

Κρίνεται η κατάχτηση της ανάλογης ετοιμότητας για τις εξελίξεις που θα έρθουν και θα απαιτήσουν πιο σύνθετες πολιτικές μάχες, οι οποίες θα είναι δύσκολες αλλά και ελπιδοφόρες.

Σημειώσεις:

1. Κείμενο που κατατέθηκε στην ΚΠΕ του ΣΥΝ και υπέγραψαν από κοινού οι Π. Λαφαζάνης, Α. Καλύβης, Δ. Στρατούλης και Γ. Τόλιος.

2. Ο.π.

3. Δες αναλυτικά: Κείμενο του Τμήματος Οικονομίας «Η εξέλιξη της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης» , ΚΟΜΕΠ, τ. 2 του 2010.

4. Συνέντευξη του Αλ. Αλαβάνου στην εφημερίδα «Ο δρόμος» , 17 Απρίλη 2010.

5. Κείμενο που κατατέθηκε στην ΚΠΕ του ΣΥΝ και υπέγραψαν από κοινού οι Π. Λαφαζάνης, Α. Καλύβης, Δ. Στρατούλης και Γ. Τόλιος.

6. Συνέντευξη του Αλ. Αλαβάνου στην εφημερίδα «Ο δρόμος» , 17 Απρίλη 2010.

7. Συνέντευξη του Α. Βγενόπουλου στους «Νέους Φακέλους» στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ στις 19 Απρίλη 2010. Δημοσίευση στην εφημερίδα «Αυριανή» στις 21 Απρίλη 2010.


Του
Κύριλλου ΠΑΠΑΣΤΑΥΡΟΥ*
*Ο Κύριλλος Παπασταύρου είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ