Μια συνοπτική αναδρομή σε χαρακτηριστικά «κατορθώματά» τους για τη στήριξη του κεφαλαίου και την υπονόμευση των αγώνων
Οι εργατοπατέρες σε ΓΣΕΕ αλλά και σε μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις αναδείχτηκαν στους πιο ένθερμους θιασώτες της «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρήσεων, οι καλύτεροι προπαγανδιστές του υπερταξικού μύθου της «εθνικής ανάπτυξης», οι προξενητάδες των «κοινωνικών διαλόγων» και της «κοινωνικής ειρήνης», την ώρα που εντείνεται ο πόλεμος του κεφαλαίου και των κυβερνήσεών του σε βάρος των εργαζομένων. Διαχρονικά έχυναν το δηλητήριο του «ρεαλισμού» με βάση τις «αντοχές της οικονομίας», έχυναν το δηλητήριο της «αναποτελεσματικότητας των αγώνων» στη συνείδηση της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα στις νέες γενιές, επιχειρώντας να αφοπλίσουν το εργατικό κίνημα, να υπονομεύσουν σημαντικές μάχες που αναπτύσσονται, παρά την προσπάθειά τους να επιβάλουν «σιγή νεκροταφείου».
Μια συνοπτική ματιά σε χαρακτηριστικά «κατορθώματα» του εργατοπατερισμού όλα τα τελευταία χρόνια είναι χαρακτηριστική, «φωτίζει» την επιδίωξη να παίξουν τον ίδιο αντεργατικό ρόλο και στη φάση της καπιταλιστικής ανάκαμψης, όπως και τη σημασία της μάχης ενάντια στις μεθοδεύσεις τους.
Αυτή ακριβώς η στάση τους όλα τα προηγούμενα χρόνια καθόρισε και την ανοιχτή εχθρότητα που επέδειξαν απέναντι στη μεγάλη πρωτοβουλία των 530 συνδικαλιστικών οργανώσεων σε ολόκληρη τη χώρα για την κατάργηση των αντεργατικών νόμων, για την επαναφορά των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, του κατώτερου μισθού στα 751 ευρώ και για όλες τις διεκδικήσεις που πρόβαλαν οι εργαζόμενοι που συσπειρώνονταν σε αυτά τα εκατοντάδες συνδικάτα.
Αλλωστε, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλος, ήταν αυτός που μέσα στο Γενικό Συμβούλιο της Συνομοσπονδίας ξεστόμισε το αμίμητο: «Ποιος εργοδότης θα δώσει 751 ευρώ;». Ηταν ο ίδιος που σε μια άλλη δημόσια δήλωσή του για το ίδιο θέμα έλεγε: «Το σοκ που προκάλεσε στην αγορά και το είδατε, της παραγωγικής αλλά και καταναλωτικής καθίζησης με την υποχώρηση του κατώτερου μισθού με νόμο, ενδεχομένως και με νόμο να προκαλέσει άλλο σοκ που δεν ξέρω αν η αγορά εργασίας μπορεί να το αντέχει...». Αραγε, τι διαφορετικό έλεγαν και λένε οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων, οι κυβερνήσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, ο ΣΕΒ και οι άλλες εργοδοτικές ενώσεις, οι ίδιοι οι Τροϊκανοί ΕΕ - ΔΝΤ;
Ηταν επίσης ο ίδιος ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ που δήλωνε ότι «η απεργία έφαγε τα ψωμιά της»! Δεν είναι τυχαία λοιπόν η στάση τους στον απεργοκτόνο νόμο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ τον Γενάρη 2018, όταν αρνήθηκαν να κηρύξουν απεργία, έστω για τα μάτια του κόσμου όπως είναι το συνήθειό τους...
Ταυτόχρονα, όλα τα προηγούμενα χρόνια, όχι μόνο στήριξαν το χτύπημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, αλλά τώρα ζητούν και την παράδοσή της ολοκληρωτικά στο μεγάλο κεφάλαιο, μέσω του Εθνικού Επαγγελματικού Ταμείου Ασφάλισης, προχωρώντας σε σχετική συμφωνία με τον ΣΕΒ και τους εργοδότες.
Η ηγετική ομάδα της ΓΣΕΕ, τα στελέχη του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού βρίσκονται στην απέναντι όχθη από την εργατική τάξη. Δίνουν τα ρέστα τους για να είναι τα συνδικάτα εργαλεία υποταγής των εργαζομένων στους στόχους του κεφαλαίου. Με όργια νοθείας, αποκλεισμών, εργοδοτικής παρέμβασης στο εργατικό κίνημα επιχειρούν να υπηρετήσουν αυτήν την επιδίωξη.
Χαρακτηριστικά, ο Γ. Παναγόπουλος, μιλώντας σε συνέδριο της ΓΣΕΒΕΕ με θέμα «Ο ρόλος των κοινωνικών εταίρων στην εμβάθυνση της οικονομικής δημοκρατίας», έδωσε ανάγλυφα το πώς ο εργατοπατερισμός αντιλαμβάνεται τον ρόλο των συνδικάτων και τη θέση των εργαζομένων, θέτοντας το εξής ερώτημα: «Πότε μια καπιταλιστική οικονομία μπορεί να λειτουργεί πιο αποτελεσματικά; Οταν το κεφάλαιο και η εργασία μοιράζονται ίσα μερίδια διαπραγμάτευσης και υπερασπίζονται ελεύθερα τα συμφέροντα που εκπροσωπούν; `Η όταν υπάρχει ταξική πόλωση και σύγκρουση;».
Ρίχνοντας το ανάθεμα στους ταξικούς αγώνες, οι εργατοπατέρες διεκδικούν ταυτόχρονα ποιοτική και θεσμική αναβάθμιση του «κοινωνικού διαλόγου», λέγοντας ότι στην «επιδιωκόμενη κοινωνική συναίνεση (...) το πεδίο της οικονομικής δημοκρατίας ήταν περιορισμένο».
Αντίστοιχα, χαρακτηριστική είναι η περίφημη «Κοινή Δήλωση» της ΓΣΕΕ με τους εργοδότες, που υπογράφηκε στις αρχές του 2018 στο πλαίσιο της ΟΚΕ, όπου αναφέρεται: «Η διαμόρφωση συνθηκών πολιτικής και κοινωνικής συνεννόησης και η συμμετοχή όλης της κοινωνίας σε ένα αναπτυξιακό σχέδιο που θα απαντά στα σημερινά προβλήματα, λαμβάνοντας υπόψη τις επόμενες γενιές, αποτελούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την έξοδο από την κρίση, την επιστροφή στην ευρωπαϊκή κανονικότητα και την ισχυροποίηση της χώρας στις συνεχώς μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες».
Μάλιστα, η ΓΣΕΕ, μαζί με τους «κοινωνικούς εταίρους», στην ίδια «Κοινή Δήλωση» δεν παραλείπει να νουθετήσει τους εργαζόμενους ότι «στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας (...) όλοι οι πολίτες της χώρας, μέσα από συλλογικές εκφράσεις και ο καθένας ατομικά, έχουμε ευθύνη να συμβάλουμε υπεύθυνα στη βελτίωση της κατάστασης που βιώνουμε καθημερινά...».