Η διεθνής εμπειρία επιβεβαιώνει τις ανησυχίες και τις διαμαρτυρίες κατοίκων και φορέων σε Καβάλα και Θάσο
Το έργο αυτό φιλοδοξεί να αποθηκεύσει ποσότητες CO2 που παράγουν βιομηχανίες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το σχέδιο έχει προϋπολογισμό 2,17 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 843 εκατ. αφορούν τη μεταφορά και υγροποίηση, ενώ 1,3 δισ. ευρώ θα δαπανηθούν για τη διαμόρφωση της υπόγειας αποθήκης.
Την προηγούμενη βδομάδα η «Energean» ανακοίνωσε την αναστολή της παραγωγής υδρογονανθράκων στον Πρίνο, λόγω πτώσης των τιμών πετρελαίου. Η εταιρεία έχει ζητήσει την ένταξη της Καβάλας στο «Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης», προκειμένου να ξεκλειδωθούν «πράσινα» κονδύλια στήριξης της κερδοφορίας της, και διαφημίζει την αποθήκη CO2 στον Πρίνο ως «βιώσιμη βιομηχανική υποδομή στη Νοτιοανατολική Ευρώπη».
Στον λαό της περιοχής, μέσα από διάφορες εκδηλώσεις και καταχωρήσεις, γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί το έργο ως «ευκαιρία», που θα συμβάλει στην προώθηση των στόχων της «πράσινης» ανάπτυξης, με οφέλη για το περιβάλλον και την οικονομία.
Ο χάρτης των αποθηκών διοξειδίου του άνθρακα στην Ευρώπη |
Οσο κι αν οι επενδυτές παρουσιάζουν το έργο ως ακίνδυνο για το περιβάλλον και τον λαό, η διεθνής εμπειρία αποκαλύπτει υπαρκτούς και σοβαρούς κινδύνους. Το σημαντικότερο είναι όμως τα κριτήρια με τα οποία σχεδιάζονται, αποφασίζονται και χρηματοδοτούνται με λεφτά του λαού οι «εμβληματικές» για το κεφάλαιο επενδύσεις.
Η ανάπτυξη του τομέα της Ενέργειας στην Ελλάδα, με έμφαση στις «πράσινες» μπίζνες, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα που επιβεβαιώνει ότι τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου δεν συναντιούνται πουθενά με τα συμφέροντα των εργαζομένων και του λαού, και ότι συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο:
Η προώθηση της «πράσινης» ανάπτυξης, με παχυλές κρατικές και ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις, δεν εξασφαλίζει φτηνότερη Ενέργεια για τα λαϊκά στρώματα ή πιο «καθαρό» περιβάλλον.
Εξασφαλίζει μόνο τεράστια κέρδη για τα «πράσινα» μονοπώλια, τους εφοπλιστές και μια σειρά άλλους κλάδους γύρω από την Ενέργεια, σε βάρος των συμφερόντων και των αναγκών του λαού. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και με τα δίδυμα έργα για το CO2 στον Πρίνο.
Από την έκρηξη αγωγού διοξειδίου του άνθρακα στις ΗΠΑ το 2020 |
Αυτήν τη στιγμή υπάρχουν 42 εμπορικά έργα CCS, με προβλεπόμενη ικανότητα αποθήκευσης 49 εκατομμυρίων τόνων CO2 ετησίως, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 0,1% των 37 δισ. τόνων ετήσιων εκπομπών CO2 παγκοσμίως.1 Μεταξύ 1995 και 2018 σχεδιάστηκαν και πήραν χρηματοδοτήσεις πάνω από 260 έργα CCS. Από αυτά μόνο τα 27 ολοκληρώθηκαν, ενώ κάποια δεν ξεκίνησαν ποτέ.2
Το CCS αναπτύχθηκε για πρώτη φορά τη δεκαετία του 1970, για να ενισχύσει την παραγωγή πετρελαίου. Πρόσφατη έρευνα διαπιστώνει ότι το 79% της λειτουργούσας δυναμικότητας δέσμευσης CO2 παγκοσμίως χρησιμοποιείται ως «αντιστάθμισμα» στην εξόρυξη υδρογονανθράκων.3
Στην Ελλάδα, το πρώτο σύστημα CCS, που σχεδιάζεται στον Πρίνο, εκτιμάται ότι θα εξασφαλίσει ένα «συγκριτικό πλεονέκτημα», καθώς σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΕΣΦΑ η χρήση των εγκαταστάσεων LNG στη Ρεβυθούσα μπορεί να μειώσει έως και 8 φορές το κόστος υγροποίησης του CO2.
Ερευνα της Ελληνικής Αρχής Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών ανέδειξε μια σειρά τοποθεσίες στην Ελλάδα οι οποίες θα μπορούσαν επίσης να αξιοποιηθούν ως υπόγειες αποθήκες υδρογόνου, φυσικού αερίου και CO2.
Σε πρώτη φάση η αποθήκη της «Energean» στον Πρίνο θα μπορεί να «φιλοξενήσει» 1 εκατ. τόνους CO2 μετά το 2027. Από το 2029 η χωρητικότητα θα αναβαθμιστεί σε 3 εκατ. τόνους, όταν θα μπορεί να υποδεχτεί υγροποιημένες ποσότητες που θα μεταφέρονται με πλοία. Η «Energean» έχει ήδη εξασφαλίσει χρηματοδοτήσεις ύψους 150 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης για την πρώτη φάση και άλλα 120 εκατ. ευρώ για τη δεύτερη φάση ανάπτυξης της αποθήκης.
Ηδη υπάρχουν 12 αρχικές συμφωνίες με πελάτες σε Ελλάδα, Ιταλία και Κροατία, που ξεπερνούν κατά 1,9 φορές τη διαθέσιμη δυναμικότητα. Από τους βασικούς υποψήφιους χρήστες είναι οι εγχώριες τσιμεντοβιομηχανίες «Τιτάν» και «Ηρακλής», που έχουν εξασφαλίσει χρηματοδότηση για την ανάπτυξη τεχνολογιών δέσμευσης CO2.
Με βάση το «Apollo CO2» που υλοποιεί ο ΔΕΣΦΑ, το CO2 θα μεταφέρεται από βιομηχανίες της Αττικής και της Βοιωτίας σε κεντρική μονάδα υγροποίησης στη Ρεβυθούσα μέσω αγωγών και στη συνέχεια θα μεταφέρεται με πλοία στον Πρίνο, στην Ιταλία και ενδεχομένως στην Αίγυπτο.
Το δίκτυο της αποθήκης θα έχει μήκος 200 χλμ. και δυναμικότητα 5 εκατ. τόνων ετησίως, ενώ σε μεταγενέστερη φάση μπορεί να αναβαθμιστεί στους 10 εκατ. τόνους. Στόχος είναι να τεθεί σε λειτουργία από το 2029. Εξετάζεται επίσης το ενδεχόμενο να αξιοποιηθεί και για τις εκπομπές από το διυλιστήριο της «Motor Oil» στους Αγίους Θεοδώρους, όπως και της «Helleniq Energy» από το διυλιστήριο στην Ελευσίνα.
Μέχρι στιγμής ο ΔΕΣΦΑ έχει υπογράψει 7 προκαταρκτικές συμφωνίες, οι οποίες αντιστοιχούν σε διπλάσιες ποσότητες από τη δυναμική του δικτύου. Παράλληλα, η εταιρεία εξετάζει κι άλλους προορισμούς για τη διοχέτευση του υγροποιημένου CO2, όπως η αποθήκη στο λιμάνι της Ραβένα στην Ιταλία, σε εγκατάσταση που έχουν αναπτύξει οι ιταλικοί όμιλοι «Eni» και SNAM (η δεύτερη είναι βασικός μέτοχος του ΔΕΣΦΑ).
Σύμφωνα με πληροφορίες, ο ΔΕΣΦΑ είναι υπεύθυνος για την ανάλυση κόστους - οφέλους των νέων, εντοπισμένων διαδρόμων Τεχνολογιών CCS σε όλη την Ευρώπη.
Οπως τόνισε η CEO του ΔΕΣΦΑ στην ομιλία της στο Φόρουμ των Δελφών τον Απρίλη, το «Apollo CO2» δεν είναι απλώς ένα έργο απανθρακοποίησης, αλλά μια πλήρως ενοποιημένη, διασυνοριακή πλατφόρμα που επιτρέπει στις βιομηχανίες «να συμμορφώνονται με τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ, διατηρώντας ταυτόχρονα την ανταγωνιστικότητά τους».
Ενώ ο διευθύνων σύμβουλος της «Energean», μιλώντας σε συνέδριο πριν μερικούς μήνες, είπε ότι η δέσμευση και αποθήκευση CO2 αποτελεί «λύση για να επιβιώσουν οι βιομηχανίες».
Στην περίπτωση της αποθήκης στον Πρίνο, το έργο έχει προκαλέσει αντιδράσεις από κατοίκους και φορείς της Θάσου και της Καβάλας, κυρίως για τους κινδύνους που εγκυμονεί. Το συμπυκνωμένο CO2 είναι ασφυξιογόνο. Αν απελευθερωθεί σε μεγάλες ποσότητες, εκτοπίζει τον αέρα του περιβάλλοντος. Επίσης είναι ιδιαίτερα διαλυτό στο νερό, σχηματίζοντας ανθρακικό οξύ, μια εξαιρετικά διαβρωτική ουσία η οποία μπορεί να αποδυναμώσει τα τοιχώματα των αγωγών, αυξάνοντας την πιθανότητα διαρροών.
Η αποθήκευση CO2 γίνεται συχνά σε κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου που έχουν εξαντληθεί. Ωστόσο, τα κοιτάσματα που είναι ανεπαρκώς σφραγισμένα ενέχουν τον κίνδυνο να παρέχουν διόδους διαφυγής του CO2. Επιπλέον, αν το CO2 εγχέεται σε μικρό βάθος κοντά σε υδροφόρο ορίζοντα, υπάρχει κίνδυνος να διαρρεύσει στα πόσιμα υπόγεια ύδατα και να τα μολύνει.
Η διεθνής εμπειρία επιβεβαιώνει τους κινδύνους από αυτόν τον σχεδιασμό των μονοπωλίων της Ενέργειας. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Το χαρακτηριστικότερο όμως παράδειγμα αφορά τις «πρωτοποριακές» - όπως παρουσιάζονται - εγκαταστάσεις αποθήκευσης CO2 στα κοιτάσματα Sleipner και Snohvit στη Νορβηγία.
Οπως σημειώνει μελέτη του Ινστιτούτου Ενεργειακών Οικονομικών και Χρηματοοικονομικής Ανάλυσης (IEEFA), οι δύο αυτές αποθήκες «καταδεικνύουν ότι η δέσμευση και αποθήκευση άνθρακα δεν είναι απαλλαγμένη από σημαντικούς συνεχιζόμενους κινδύνους, που μπορεί τελικά να ακυρώσουν ορισμένα ή όλα τα οφέλη που επιδιώκουν να δημιουργήσουν».4
Οι αποθήκες αυτές λειτουργούν από το 1996 και το 2008 αντίστοιχα, και φιλοξενούν υπόγεια πάνω από 20 εκατομμύρια τόνους CO2. Το υπέδαφός τους είναι μεταξύ των πλέον μελετημένων γεωλογικών πεδίων, τόσο για το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο όσο και για την αποθήκευση CO2 παγκοσμίως. Ωστόσο, παρά τις μελέτες και την τεχνογνωσία, η ασφάλεια και σταθερότητα των δύο εγκαταστάσεων έχει αποδειχθεί ότι είναι δύσκολο να προβλεφθεί.
Το 1999, τρία χρόνια μετά την έναρξη λειτουργίας της αποθήκης στο Sleipner, το CO2 άρχισε να μετακινείται προς τα πάνω, σε ένα προηγουμένως άγνωστο γεωλογικό στρώμα, και μάλιστα σε απροσδόκητα μεγάλες ποσότητες. «Αν αυτό το άγνωστο στρώμα δεν είχε την τύχη να είναι γεωλογικά περιορισμένο, το αποθηκευμένο CO2 θα μπορούσε να είχε διαφύγει», υποστηρίζει η έκθεση.
Στο Snοhvit τα προβλήματα εμφανίστηκαν μόλις 18 μήνες μετά την έναρξη των εργασιών έγχυσης CO2 στο υπέδαφος. Η πίεση στον χώρο αποθήκευσης «αυξήθηκε ραγδαία σε ανησυχητικά επίπεδα» και σημειώθηκαν έντονα σημάδια απόρριψης του CO2. Η γεωλογική δομή, που θεωρούνταν ότι είχε ικανότητα αποθήκευσης CO2 για 18 χρόνια, τελικά έδειξε δυνατότητες χρήσης για λιγότερο από έξι μήνες.
«Τα νορβηγικά έργα καταδεικνύουν ότι η απόδοση της γεωλογικής αποθήκευσης για κάθε τοποθεσία μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου και ότι (...) κάθε προτεινόμενο έργο πρέπει να προϋπολογίζει και να εξοπλίζεται για απρόβλεπτες καταστάσεις τόσο κατά τη διάρκεια όσο και για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την παύση των εργασιών», σημειώνει η μελέτη και προσθέτει:
«Το Sleipner και το Snohvit θέτουν υπό αμφισβήτηση τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της αξιόπιστης υπόγειας αποθήκευσης CO2. Αμφισβητούν το κατά πόσον ο κόσμος διαθέτει την τεχνική ικανότητα (...) και την ακλόνητη δέσμευση κεφαλαίων και πόρων πολλών δεκαετιών που απαιτούνται για να διατηρηθεί το CO2 δεσμευμένο κάτω από τη θάλασσα μόνιμα».
Σε μια σειρά άρθρων που δημοσιεύτηκαν το 2022 στο επιστημονικό περιοδικό του Ινστιτούτου Ενεργειακών Ερευνών της Οξφόρδης5 σημειώνεται ότι σε περίπτωση που η βιομηχανία διαχείρισης εκπομπών CO2 αναπτυχθεί, τότε θα γίνει μια εμπορική δραστηριότητα που το μέγεθός της θα ξεπεράσει τη βιομηχανία πετρελαίου.
«Ο ρυθμός με τον οποίο μπορεί να αναπτυχθεί αυτή η βιομηχανία περιορίζεται μόνο από την ικανότητά μας να δημιουργήσουμε βιώσιμα επιχειρηματικά μοντέλα και να κάνουμε τις απαιτούμενες επενδύσεις», αναφέρεται σχετικά. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό;
Οτι «ο μόνος τρόπος για να δικαιολογηθούν οι επενδύσεις σε CCS είναι να δημιουργηθεί ένας μηχανισμός αξίας για την απαλλαγή από τον άνθρακα (...) Για την ΕΕ αυτό γίνεται μέσω του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών (ΣΕΔΕ), που δημιουργήθηκε για να εξασφαλίσει την εμπορική αξιοποίηση των μέτρων μείωσης των εκπομπών».
Με άλλα λόγια, το «εμπόριο ρύπων» της ΕΕ, στο όνομα της «πράσινης ανάπτυξης», διαμορφώνει ένα νέο πεδίο επενδύσεων και κερδοφορίας για το κεφάλαιο, όπως είναι η αποθήκευση CO2! Για παράδειγμα, με βάση την αρχή της ΕΕ «ο ρυπαίνων πληρώνει», στην Ολλανδία οι πληρωμές από τους βιομηχάνους γίνονται με βάση το πρόγραμμα SDE++, προϋπολογισμού 5 δισ. ευρώ, το οποίο προϋπολογίζει έως και 300 ευρώ για κάθε τόνο CO2 που δεσμεύεται. Με αντίστοιχους όρους λειτουργούν και προγράμματα βιομηχανικής δέσμευσης CO2 στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Με αυτόν τον τρόπο, και στη μία και στην άλλη άκρη του νήματος βρίσκεται ο πραγματικός ένοχος για τη μόλυνση και την καταστροφή του περιβάλλοντος: Το κεφάλαιο, που μετατρέπει σε επιχειρηματική δραστηριότητα την αγορά και δέσμευση των ρύπων που το ίδιο παράγει, μετακυλίοντας το κόστος, τους κινδύνους και τις συνέπειες στον λαό. Η «πράσινη ανάπτυξη» συμπυκνωμένη σε λίγες λέξεις...
Παραπομπές:
«Η ανακοίνωση της εταιρείας που εκμεταλλεύεται τα κοιτάσματα του Πρίνου για αναστολή της εξόρυξης πετρελαίου ήρθε να γεμίσει με αβεβαιότητα και ανησυχία τους εργαζόμενους στις εγκαταστάσεις», σημειώνει σε ανακοίνωσή της η ΤΕ Καβάλας του ΚΚΕ, και τονίζει πως το «έργο» έχει παιχτεί ξανά: «Ανακοίνωση shutdown - περιορισμός εργασιών στη στοιχειώδη συντήρηση - μη ανανέωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου - απολύσεις. Πόσο μάλλον στο διαμορφωμένο από καιρό "κλίμα" για την επένδυση για αποθήκευση CO2, που χρησιμοποιείται πλέον ως το τυράκι στη φάκα των απολύσεων, για να μην υπάρξουν αντιδράσεις αλλά αντίθετα προσμονή από τους εργαζόμενους, αφού εκεί "πέφτουν τα εκατομμύρια", εκεί είναι το "πράσινο μέλλον"».
Ειδικά για αποθήκη CO2 στον Πρίνο, η ανακοίνωση σημειώνει πως πρόκειται «για μια επένδυση που έχει δίκαια συναντήσει την πάνδημη απόρριψη από τον λαό της περιοχής και τους μαζικούς φορείς του: Για τους κινδύνους που συνεπάγεται για την περιοχή και το περιβάλλον, για την υπονόμευση της δραστηριότητας μικρομεσαίων και εργαζομένων σε τουρισμό και αλιεία, για το ότι δεν ανέχονται να υπονομεύεται η ζωή τους, να στερούνται στοιχειωδών υποδομών, του ίδιου του νερού, και δίπλα τους να "σφυρίζουν" εκατομμύρια για τα κέρδη των ομίλων.
Οσο αποκαλύπτονται τα σχέδια, η εικόνα γίνεται ολοφάνερη: Ενεργοβόρες βιομηχανίες θα γλιτώνουν εκατομμύρια προστίμων από το εμπόριο ρύπων, εφοπλιστές και κατασκευαστικές θα υπογράφουν πλούσια συμβόλαια, εταιρείες αποθήκευσης θα μας "γλιτώνουν" (δηλαδή θα θάβουν κάτω από τα εδάφη μας και τα νερά μας) από το 1/1000 της πραγματικής ρύπανσης και οι λαοί της Ευρώπης (μαζί τους και εμείς) θα φορολογούνται άγρια, για να εξασφαλίζονται τα κέρδη τους, ενώ θα βρίσκουν ταυτόχρονα λογαριασμούς Ενέργειας και χαράτσια "πράσινα" να εκτοξεύονται.
Αυτή την πολιτική νομοθέτησαν όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις, σε αυτήν ορκίζονται και σήμερα όλα τα κόμματα του καπιταλιστικού μονόδρομου. Γι' αυτήν πάνε τα ματωμένα πλεονάσματα, γι' αυτήν διαγκωνίζονται αστικά κράτη και κυβερνήσεις να πάρουν καλύτερη θέση γύρω από τη λεία των πολέμων.
Αυτή την πολιτική, αυτή τη στρατηγική έχει κάθε συμφέρον να απορρίψει ο λαός και να συμπορευτεί με την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ. Ωστε να μπει στο επίκεντρο η αξιοποίηση κάθε παραγωγικής δυνατότητας, η ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, κυρίως οι αστείρευτες δυνάμεις των εργαζομένων, από τη σκοπιά της ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών τους. Αυτή η ανάπτυξη, η ανάπτυξη της εργατικής εξουσίας, μπορεί να δώσει απάντηση στην αναρχία και στην εκμετάλλευση της καπιταλιστικής παραγωγής».