Οι ερμηνείες του ζητήματος, όσον αφορά στην ξαφνική(;) απόφαση του Κ. Σημίτη να παραδώσει την αρχηγία του ΠΑΣΟΚ στον Γ. Παπανδρέου δυο μήνες πριν τις εκλογές και ενώ λίγες μέρες πριν, σε όλους τους τόνους και από όλες τις επικοινωνιακές πηγές του κυβερνώντος κόμματος, τονιζόταν έντονα ότι ηγέτης της προεκλογικής πορείας του θα ήταν ο αδιαφιλονίκητος πρόεδρος και πρωθυπουργός του, αν και ποικίλλουν δε λένε την πραγματικότητα για τις «κρυφές» σκοπιμότητες αυτών των κινήσεων.
Στο σημείο αυτό, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, όπως και της ΝΔ, αποδείχνει ότι υπηρετεί συνειδητά το στόχο που της έχει αναθέσει το εσωτερικό και εξωτερικό κατεστημένο. Την περιφρούρηση του δικομματισμού και της ισχύος του. Αυτό είναι καθημερινό μέλημα και των δύο ηγεσιών, της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Γνωρίζοντας καλά πως και οι δυο στο κυνήγι της κυβερνητικής εξουσίας εξαρτώνται από τις επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου, στη μεταξύ τους διαπάλη για την εξασφάλισή της επιδιώκουν μεν να κερδίσουν καθένα κόμμα την εκλογική επιλογή των εργαζομένων σε συνδυασμό με το ότι και οι δύο πάνω απ' όλα βάζουν την προστασία του πολιτικού τους συστήματος. Σταθερά επιδιώκουν να υπάρχει αυτή η εγκλωβισμένη επιλογή σαν απαραίτητο στοιχείο λαϊκής έγκρισης και υποστήριξης του δικομματισμού, του βασικού πολιτικού σκηνικού.
Γνωρίζοντας, επίσης, καλά ότι η εφαρμοζόμενη πολιτική τους συναντά την ογκούμενη αντίθεση και αντίδραση των πλατιών λαϊκών στρωμάτων, μακροπρόθεσμα το κύριο ενδιαφέρον τους εστιάζεται στο να μην ανατραπεί αυτό το σκηνικό στο σύνολό του. Να μη φτάσει αυτή η δυσαρέσκεια των εργαζομένων στη συνειδητοποίηση του «φτάνει πια με το δικομματισμό, δεν πάει άλλο, υπάρχει και η πρόταση του ΚΚΕ».
Αυτό έδειχναν τα στοιχεία τους ότι σε ικανό βαθμό συμβαίνει μπροστά στις εκλογές κι αυτό προσπαθούν να εμποδίσουν. Να μην εμφανίσει τα πραγματικά χαρακτηριστικά που έχει αυτή η δυσαρέσκεια, να ευνουχιστεί από αυτά και να φανεί ότι απευθύνεται ή αντανακλά μόνο την απαρέσκεια προς ένα πρόσωπο, προς έναν πρωθυπουργό λ.χ. για την πολιτική του συμπεριφορά.
Οι εργαζόμενοι, λοιπόν, πρέπει να κατανοήσουν πως, τα δυο «μεγάλα» κόμματα, δε συμπληρώνουν μόνο το ένα το άλλο στην εφαρμοζόμενη πολιτική, αλλά και τα δυο μαζί αποτελούν τους πόλους μιας κοινής εξουσίας, που απλά τούς έχει μοιράσει δυο ρόλους στους οποίους θα εναλλάσσονται. Η εναλλαγή αυτή όμως προϋποθέτει πως το ένα χρειάζεται το άλλο, το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο στα πλαίσια του δικομματισμού, γιατί έτσι βέβαια επιθυμεί και επιβάλλει το κοινό αφεντικό τους. Σχηματικά θα λέγαμε πως Παπανδρέου δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς Καραμανλή και αντίστροφα.
Τέλος, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ συνεπέστατη στην πολιτική της, διαδήλωσε σε κάθε τόνο - και μέσω της ομιλίας παράδοσης της ηγεσίας απ' τον παλιό στον καινούριο αρχηγό - πως παραμένει σταθερή στην προώθηση της ίδιας αντιλαϊκής, αντεργατικής πολιτικής, της πολιτικής εξυπηρέτησης των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και μεθοδεύσεων -και βέβαια ο νέος πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, σαν φίλος του Κόλιν Πάουελ και της Μαντλίν Ολμπράιτ θα το πράξει με ακόμα μεγαλύτερη ζέση και μάλιστα με την ιδιότητα πλέον του (πιθανού) πρωθυπουργού κι όχι του απλού υπουργού. Πολιτικής, που για κάποια ζητήματα, όπως τα εθνικά λεγόμενα, που αφορούν τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, παίρνει ακόμα και απεμπόλησή τους.
Οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί και μεσαίοι αγρότες και επαγγελματοβιοτέχνες, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, δεν έχουν κάτι καλό να περιμένουν από την κατάσταση αυτή. Το να στοιχίζονται πίσω από τους εταίρους του δικομματισμού, να κάνουν προσωπική τους βεντέτα ποιος από τους δύο θα κρατάει τον αντιλαϊκό βούρδουλα δεν εκφράζει καμιά δική τους επιθυμία. Η αντιπαράθεση μεταξύ τους για χάρη του αντιλαϊκού δίδυμου, δε θα αποτρέψει το δεδομένο ότι, λίγο μετά τις εκλογές, θα πρέπει να ενωθούν σε κοινή δράση, για να αντιμετωπίσουν την επίθεση των κομμάτων αυτών.
Ομως ταυτόχρονα είναι - και έτσι πρέπει να το δουν - και η δυνατότητα έναρξης αμφισβήτησης της πολιτικής και της δράσης του δικομματισμού στο σύνολό της. Εναρξης της πορείας αμφισβήτησης στην κατεύθυνση ανατροπής του πολιτικού κατεστημένου, υπονόμευσης της κυριαρχίας του, αποδυνάμωσης της πολιτικής και ιδεολογικής ισχύος του.
Παράλληλα, όμως, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η διαδικασία αυτή αντικειμενικά αποτελεί έκφραση αμφισβήτησης του ίδιου του κοινωνικού και οικονομικού συστήματος. Η κατανόηση από το λαϊκό παράγοντα πως ο δικομματισμός δεν αποτελεί πλέον πολιτική απάντηση στα προβλήματά του, σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται με τη συνειδητοποίηση πως ο καπιταλιστικός τρόπος λειτουργίας της οικονομίας και της κοινωνίας δεν μπορεί πλέον να δώσει ουσιαστικές - και προς το συμφέρον των πλατιών εργαζόμενων λαϊκών στρωμάτων - λύσεις.
Και σ' αυτή τη βασική για τα λαϊκά συμφέροντα υπόθεση η αποφασιστική ενίσχυση του ΚΚΕ αποτελεί τον πρωταρχικό παράγοντα.