ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 28 Μάη 2000
Σελ. /36
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Η Εκκλησία και η ... ιστορία της

Η σύμφυση της Εκκλησίας με το πολιτικό κατεστημένο είναι προσδιορισμένη από την πρώτη στιγμή της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας και του αυτοκέφαλου της ελληνικής Εκκλησίας έναντι του πατριαρχείου.

Χαρακτηριστικό είναι το εξής: Η επιτροπή που συστάθηκε από το νεοσύστατο ελληνικό κράτος με βασιλικό διάταγμα στις 15/3/1833 και με αντικείμενο την «ανεξαρτησία» της Εκκλησίας, στην πρώτη της συνεδρίαση ψηφίζει απόφαση στην οποία αναφέρεται:

«Απεφασίσθη ομοψήφως ότι η Εκκλησία του Βασιλείου της Ελλάδος, πνευματικώς μεν μη γνωρίζουσα κανέναν αρχηγόν ή κεφαλήν της, παρά μόνο τον θεμελιωτήν της Εκκλησίας, τον Ιησούν Χριστόν, πολιτικώς δε έχουσα και γνωρίζουσα αρχηγόν της τον Βασιλέα της Ελλάδος (...)».

Οσο για τον 20ό αιώνα, είναι γεμάτος από παρεμβάσεις της Εκκλησίας στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Παρεμβάσεις που πάντα κινήθηκαν στην υπηρεσία των αντιδραστικών δυνάμεων που αντιπάλευαν στην ελληνική κοινωνία.

Ετσι η Εκκλησία έχει το δικό της μερίδιο στο λεγόμενο «διχασμό» μεταξύ «βενιζελικών - αντιβενιζελικών». Μάλιστα, το Δεκέμβρη του 1916 σε συγκέντρωση στο Πεδίον του Αρεως ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος αναθεματίζει το Βενιζέλο. Οι συγκεντρωμένοι, ακούγοντάς τον, παρακινούνται να ρίξουν το λίθο του αναθέματος, ακολουθώντας τον αρχιερέα, ο οποίος διατείνεται:

«Κατά του Ελευθερίου Βενιζέλου, φυλακίσαντος αρχιερείς και επιβουλευθέντος τη Βασιλείαν και την πατρίδα, ανάθεμα έστω».

Σ' όλη τη διαδρομή της η ελληνορθόδοξη Εκκλησία, επέλεξε πάντα διά των ηγετών της να ευλογεί τη μεριά της αντίδρασης. Ακόμη και μέσα στην ίδια την αστική τάξη, τασσόταν με την πιο αντιδραστική της μερίδα. Αν λοιπόν πήρε την παραπάνω στάση απέναντι στο Βενιζέλο, είναι κατανοητή η στάση που τήρησε έναντι των προοδευτικών κινήσεων που είχαν αργότερα φορέα όχι την αστική, αλλά την εργατική τάξη.

Ωστόσο το ελληνο-ορθόδοξο ιερατείο, με την αμέριστη συμβολή της κυρίαρχης τάξης και του κράτους, θέλει να παραποιεί την πραγματική ιστορία όσον αφορά στα πεπραγμένα του. Η ηγεσία της Εκκλησίας, υποδυόμενη την «εκπροσωπούσα» το Γένος και ευαγγελιζόμενη τα ιδεολογήματα περί «κοινής πορείας» Ελληνισμού και Ορθοδοξίας (ιδεολόγημα που στοχεύει στην αξιοποίηση από το ιερατείο του θρησκευτικού φρονήματος, ώστε να αποδέχεται ο λαός το «ελέω Θεού» δικαίωμα (!) της Εκκλησίας να ασκεί εξουσία) θέλει να αποκρύπτει ότι υπήρξε ο γνήσιος συνεχιστής της «κληρονομιάς» της Ιερής Εξέτασης απέναντι σε ό,τι προοδευτικό γέννησε ο χώρος του πνεύματος στην Ελλάδα. Οτι, επίσης, συνταυτίστηκε πολιτικά με τις εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις που καταδυνάστευσαν το λαό.

Πλευρές της αντιδραστικής διαδρομής της επίσημης Εκκλησίας, που όπως παλιότερα υπηρέτησε τον κοτσαμπασισμό, σήμερα υπηρετεί το αστικό κατεστημένο, θα προσπαθήσουμε να θίξουμε παρακάτω. Βασικές πηγές μας για την αποτύπωση της αλήθειας όσον αφορά το ρόλο της Εκκλησίας, στα κείμενα που ακολουθούν, ήταν η αναδίφηση στη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» του Γιάννη Κορδάτου και στο βιβλίο του Γιώργου Καραγιάννη «Εκκλησία και Κράτος» (εκδόσεις «Το Ποντίκι»).

Ο αφορισμός της Επανάστασης του '21

Ο ρόλος του επίσημου ιερατείου στην ιστορική διαδρομή του ελληνικού κράτους είναι καταγεγραμμένος, ήδη, από την πρώτη στιγμή που εκδηλώθηκε η προσπάθεια για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Αλλοτε μέσω της αποσιώπησης, άλλοτε μέσω της διαστρέβλωσης και άλλοτε μέσω της χρησιμοποίησης σαν «ασπίδα» των αγωνιστών - κληρικών (όπως ο Παπαφλέσσας για παράδειγμα), οι πλαστογράφοι προσπαθούν να «καθάρουν» την Εκκλησία από τα ανομήματά της. Μάταια... Η ιστορική αλήθεια είναι αμείλικτη. Και η Ιστορία γράφει ότι το ιερατείο έφτασε στο σημείο να αφορίσει (!) μέχρι και την Επανάσταση του 1821...

Ας πάρουμε μια γεύση από αυτό το αιώνιο για την Εκκλησία άγος: Το Μάρτη του 1821 το κίνημα του Υψηλάντη και του Σούτσου έχει ξεδιπλωθεί στη Μολδοβλαχία. Το ιερατείο, θέλοντας να διατηρήσει τα προνόμιά του και να ευχαριστήσει το σουλτάνο, συσκέπτεται και υπό την καθοδήγηση του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ αποφασίζει, ότι:

«... αμφότεροι (Υψηλάντης και Σούτσος) αλαζόνες και δοξομανείς, ή μάλλον ειπείν ματαιόφρονες εκήρυξαν του γένους την ελευθερίαν και με τη φωνήν αυτήν εφείλκυσαν πολλούς των εκεί κακοήθεις και ανοήτους (...) έγινε γνωστή εις το πολυχρόνιον κράτος η ρίζα και η βάσις όλου αυτού του κακοήθους σχεδίου. Με τοιαύτας ραδιουργίας εσχημάτισαν την ολεθρίαν σκηνήν οι δυο ούτοι και τούτων συμπράκτορες φιλελεύθεροι, μάλλον δε μισελεύθεροι, και επεχείρησαν έργον μιαρόν, θεοσταγές και ασύνετον, θέλοντες να διακηρύξωσι την άνεσιν και ησυχίαν των ομογενών μας πιστών ραγιάδων της κραταιάς βασιλείας (...) Αντί λοιπόν φιλελευθέρων εφάνησαν μισελεύθεροι, και αντί φιλογενών και φιλοθρήσκων εφάνησαν μισογενείς, μισόθρησκοι και αντίθετοι, διοργανίζοντες, φευ, οι ασυνείδητοι με τα απονενοημένα κινήματά των την αγανάκτισιν της ευμενούς κραταιάς βασιλείας (...)».

Και οι εκπρόσωποι του... Θεού φτάνουν στο διά ταύτα και «παραγγέλλουν»:

«Διά τούτο προκαταλαμβάνοντες εκ προνοίας εκκλησιαστικής, υπαγορεύομεν πάσιν υμίν τα σωτήρια, και γράφοντες μετά των περί ημάς ιερωτάτον συνδελφών, του Μακαριοτάτου Πατριάρχου των Ιεροσολύμων, των εκλαμπροτάτων και περιφανεστάτων προυχόντων του γένους (...) συμβουλεύομεν και παραινούμεν και εντελλόμεθα και παραγγέλλομεν πάσιν υμίν τοις κατά τόπον αρχιερεύσι, τοις ηγουμένης των ιερών μοναστηρίων, τοις ιερεύσι των εκκλησιών, τοις πνευματικοίς πατράσι και ενοριών, τοις προεστώσι και ευκατάσταταις των κωμοπόλεων και χωρίων και πάσι απλώς τοις κατά τόπον προκρίτοις, να διακηρύξητε την απάτην των ειρημένων κακοποιών και κακόβουλων ανθρώπων και να τους αποδείξητε και να τους στηλιτεύσητε πανταχού (...) Εκείνους δε τους ασεβείς πρωταιτίους και απονενοημένους φυγάδας και αποστάτας ολεθρίους να τους μισήτε και να τους αποστρέφεστε και διανοία και λόγω, καθότι και η εκκλησία και το γένος τους έχει μεμισημένους, και επισωρεύει κατ' αυτών τας παλαμναιοτάτας και φρικωδεστάτας αράς: ως μέλη σεσηπότα, τους έχει αποκεκομμένους της καθαράς και υγιαινούσης χριστιανικής ολομελείας. Ως παραβάται δε των θείων νόμων και κανονικών διατάξεων... αφορισμένοι υπάρχειεν και κατηραμένοι και ασυγχώρητοι και μετά θάνατον (...)».

Ο αφορισμός, εκτός από την υπογραφή του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, φέρει την υπογραφή του μητροπολίτη Ιεροσολύμων, καθώς και, μεταξύ άλλων, των μητροπολιτών Καισαρείας, Νικομήδειας, Δέρκων, Ανδριανουπόλεως, Βιζύης, Σίφνου, Ηρακλείας, Νικαίας, Θεσσαλονίκης, Βέροιας, Διδυμότειχου, Βάρνης, Φαναρίου, Ναυπάκτου Χαλκηδόνος, Τυρνάβου...

Περί πνευματικής... «μαυρίλας»

Η επίσημη Εκκλησία υπήρξε ανέκαθεν κήρυκας του σκοταδισμού και της συντήρησης - και - στον τομέα της σκέψης, πολύ δε περισσότερο της δράσης, όσον αφορά την κατοχύρωση προοδευτικών μέτρων στο χώρο της εκπαίδευσης (άλλωστε οι μαθητές πέρσι έγιναν οι τελευταίοι που έμαθαν τι σημαίνει να «αποκηρύσσει» τον αγώνα τους η Εκκλησία, όπως συνέβη με τον κ. Χριστόδουλο). Ετσι πνευματικοί άνθρωποι στους οποίους ο τόπος χρωστάει πάρα πολλά βρέθηκαν στο στόχαστρό της. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με τους «μαλλιαρούς» - δημοτικιστές.

Η υπόθεση είναι λίγο - πολύ γνωστή και εκδηλώθηκε με τα λεγόμενα «Μαρασλειακά». Την άνοιξη του 1925, λοιπόν, τα σωματεία των «χριστιανών», ως υπέρμαχα της καθαρεύουσας, ζητούν την αρωγή της δικτατορίας του Πάγκαλου να αντιμετωπίσει τους «άθεους» δημοτικιστές. Κατακλύζουν το υπουργείο Παιδείας της δικτατορικής κυβέρνησης και από κοινού με την Ιερά Σύνοδο καταγγέλλουν ότι στην Παιδαγωγική Ακαδημία και το Μαράσλειο Διδασκαλείο οι καθηγητές ακολουθούν «αντεθνικές» και «υλιστικές» μεθόδους.

Με την παρέμβαση της Ιεράς Συνόδου τον Ιούλη του 1925 ζητείται να επιληφθεί του θέματος η κυβέρνηση Πάγκαλου. Η ανταπόκριση του κράτους εκδηλώνεται το Γενάρη του 1926 όταν απομακρύνονται από τις θέσεις τους οι «επικίνδυνοι» εκπαιδευτικοί Γληνός, Ιορδανίδης, Δελμούζος, Ρόζα Ιμβριώτη, Παπαμαύρος και Κώστας Βάρναλης. Επιπλέον λαμβάνεται το μέτρο της κατάργησης της Παιδαγωγικής Ακαδημίας.

Ιδού πώς ετίθετο το θέμα κατά του δημοτικισμού, στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου στις 21 Γενάρη του 1926, όπως προκύπτει μέσα από τα λεγόμενα του μητροπολίτη Κυθήρων Δωροθέου:

«Το ζήτημα τούτο παρουσιάζει τρεις εκφάνσεις, τον μαλλιαρισμόν, αθεϊσμόν και κομμουνισμόν. Αι εκφάνσεις αυταί προκάλεσαν άμεσον το ενδιαφέρον της Πολιτείας, αποφασισάσης να καταπολεμήση αυτάς, πράγμα όπερ ευκολότερον θέλει επιτευχθή και τη συνδρομή της Εκκλησίας, μη αδρανούσης εν τη προκειμένη περιστάσει, και προσθέτω ότι είναι ανάγκη να συνταχθή εκ μέρους της Ιεράς Συνόδου εγκύκλιος και αναγνωσθή εις τον λαόν και δημοσιευθή εις τας εφημερίδας, μολονότι οι Σεβ. Αρχιερείς επιτελούσι το καθήκον των κατά του μαλλιαρισμού, του αθεϊσμού και του κομμουνισμού».

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1954, μπαίνει στο στόχαστρο της Ιεράς Συνόδου και ο Καζαντζάκης. Τα έργα του «Καπετάν Μιχάλης» και «Ο τελευταίος Πειρασμός» προκαλούν τη μήνιν του ιερατείου. Η Ιερά Σύνοδος ζητά από το Πατριαρχείο να αφορίσει τα βιβλία, αλλά ο σάλος που προκαλείται αποσοβεί μια τέτοια εξέλιξη. Είναι προφανές ότι το νήμα που συνδέει εκείνους που αφόρισαν το Λασκαράτο, που κυνήγησαν το Γληνό, το Βάρναλη και τον Καζαντζάκη, είναι το ίδιο νήμα που ενώνει τον κ. Χριστόδουλο με τους αφρίζοντες «αγανακτισμένους χριστιανούς», που συνωθούνται το τελευταίο διάστημα έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων.

Εκκλησία, χούντα και παραθρησκευτικές οργανώσεις

Καθοριστικός ήταν ο ρόλος που έπαιξαν για την εμπέδωση του σκοταδιστικού κηρύγματος στη δημόσια ζωή τα διάφορα παραθρησκευτικά σωματεία (από τα οποία έλκει την καταγωγή του ο κ. Χριστόδουλος), με κυριότερο εκείνο της «Ζωής». Η «Ζωή» ιδρύθηκε το 1907 και κατοπινό της στέλεχος υπήρξε ο Ιερώνυμος, ο πρωθιερέας της Φρειδερίκης και ο εκλεκτός της Χούντας των συνταγματαρχών στη θέση του Αρχιεπισκόπου.

Το θεάρεστο έργο που ανέλαβε η «Ζωή» μετά τον πόλεμο και σε συνεργασία με τη Φρειδερίκη, ήταν να ηγηθεί στο «πνευματικό μέρος του αντικομμουνιστικού αγώνος». Για το σκοπό αυτό της διατίθεται από το κράτος ένα πλατύ δίκτυο οργανώσεων και μηχανισμών. Παράλληλα, το κράτος, σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών τους προς το έθνος, παρέχει κάθε είδους διευκολύνσεις σε αυτές τις χριστιανοφασιστικές οργανώσεις. Είναι ενδεικτικό το εξής: Εκείνη την εποχή μόνο τρεις οργανισμοί είχαν απαλλαγεί από το χαρτόσημο: Τα ανάκτορα, η πρεσβεία των ΗΠΑ και η «Ζωή»...

Ας σημειωθεί ότι η «Ζωή» είχε στις τάξεις της τις ΧΜΟ, τις «Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες». Στους στρατώνες της ΧΜΟ, όπου φιλοξενούνταν τα μέλη τους, η ημέρα έκλεινε με την κάθε βράδυ, μετά την υποστολή της σημαίας, υπενθύμιση, ότι το νόημα της δράση τους έγκειτο στον «αγώνα της χριστιανικής Ελλάδας κατά του άθεου κομμουνισμού».

Ο ρόλος αυτών των σωματείων αντανακλάται στη διαδρομή των ατόμων που τις απάρτιζαν στα υψηλά τους κλιμάκια. «Το βαρύ πυροβολικό» της «Ζωής» ήταν οι πανεπιστημιακοί Τσιριντάνης και Ράμμος, ο ψυχίατρος Ασπιώτης, ο οικονομολόγος Μερτικόπουλος, οι αρχιμανδρίτες Ξένος και Παρασκευόπουλος, και οι θεολόγοι Παυλίδης, και Μουρατίδης.

Εχουμε και λέμε λοιπόν:

  • Οι Τσιριντάνης και Μερτικόπουλος θα διοριστούν αργότερα μέλη υπηρεσιακών κυβερνήσεων, ενώ ο Τσιριντάνης, ειδικότερα, ήταν υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Δόβα που έκανε τις εκλογές βίας και νοθείας, το '61.
  • Οι Παρασκευόπουλος και Ξένος θα ενθρονιστούν μητροπολίτες από τον Αρχιεπίσκοπο της χούντας Ιερώνυμο.
  • Ο Παρασκευόπουλος είναι αυτός που ως μητροπολίτης Θεσσαλονίκης «θα αφήσει εποχή» με την περίφημη προσφώνησή του στη Δέσποινα Παπαδοπούλου, τη γυναίκα του δικτάτορα, που την παρομοίαζε με την Παναγία. Ο Ξένος, δε, θα γίνει αργότερα μητροπολίτης Ενόπλων Δυνάμεων.
  • Οσο για τον Μουρατίδη, υπήρξε ο «ιδεολογικός καθοδηγητής» των τριών Κύπριων μητροπολιτών στην προσπάθειά τους να εκθρονίσουν τον Μακάριο το 1972.
ΚΑΤΟΧΗ - ΕΜΦΥΛΙΟΣ
Το άγος των προσκυνημένων

Μετά τη συνάντηση του Δαμασκηνού με τον Τσόρτσιλ οι Αγγλοι τον όρισαν έως και αντιβασιλέα. Η εξαργύρωση της στάσης του στο ματοκύλισμα του λαού υπήρξε πλήρης...
Μετά τη συνάντηση του Δαμασκηνού με τον Τσόρτσιλ οι Αγγλοι τον όρισαν έως και αντιβασιλέα. Η εξαργύρωση της στάσης του στο ματοκύλισμα του λαού υπήρξε πλήρης...
Από τους 7.000 περίπου κληρικούς της εποχής της Κατοχής, οι 3.500 και πλέον πήραν ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Την ώρα όμως που ο λαϊκός κλήρος έδινε το «παρών», το ιερατείο όχι ήταν απλώς «απόν», αλλά αποτελούσε και στήριγμα της αντίδρασης.

Ας περιοριστούμε εδώ σε μερικά βασικά σημεία της περιόδου. Κατ' αρχάς ο ίδιος ο αρχιεπίσκοπος της εποχής, ο Δαμασκηνός, ανέβηκε στο θρόνο του λόγω της εκλεκτικής του σχέσης με την κατοχική «κυβέρνηση» του Τσολάκογλου. Μάλιστα σε επιστολή του προς τον Τσολάκογλου (και αφού είχε με τη βοήθειά του τελευταία καταλάβει την Αρχιεπισκοπή) ο Δαμασκηνός χαρακτήριζε τη συνθηκολόγηση με τους κατακτητές σαν «μέτρον ανάγκης»... Γνωστός είναι επίσης ο ρόλος του Δαμασκηνού ως συνεργάτη των Αγγλων, οι οποίοι, μετά τη συνάντησή του με τον Τσόρτσιλ στα «Δεκεμβριανά», τον όρισαν έως και αντιβασιλέα της χώρας. Η εξαργύρωση της στάσης του στο ματοκύλισμα του λαού από τους ιμπεριαλιστές, υπήρξε πλήρης...

Αυτός ήταν ο ρόλος του ανώτερου κλήρου και της επίσημης Εκκλησίας. Συνεργάτης των κάθε είδους και προέλευσης κατακτητών. Την ίδια ώρα το ιερατείο υπήρξε απηνής διώκτης του κλήρου που τάχτηκε με το λαό και τους αγώνες του. Χαρακτηριστικές οι περιπτώσεις των μητροπολιτών Ιωακείμ (Κοζάνης) και Αντώνιου (Ηλείας), που μετά τον πόλεμο τιμωρήθηκαν με εκθρόνιση και καθαίρεση, λόγω της συμμετοχής τους στο ΕΑΜ. Ποτέ, βέβαια, η αποκατάσταση που ακολούθησε των δυο αυτών ηρωικών μορφών στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, δε συνοδεύτηκε με την αποκατάστασή τους και στις μητροπόλεις τους...

Με «προϋπηρεσία» στα Μακρονήσια...

Στα χρόνια του Εμφυλίου, αλλά και κατοπινά, η Εκκλησία μετά την απομάκρυνση όλων των κληρικών που εντάχθηκαν στο ΕΑΜ, αποτελεί ένα από τα βασικά εξαρτήματα της αμερικανοκρατίας στην Ελλάδα. Η Εκκλησία, δε, δηλώνει πάντα πίστη στας «εθνικάς» δυνάμεις της πολιτικής ζωής του τόπου και επομένως οι εγκύκλιοι της Ιεράς Συνόδου που καταδικάζουν την Αριστερά, είναι στην ημερήσια διάταξη.

Αξιοσημείωτη είναι όμως μια ακόμα πλευρά: Η ενεργός παρουσία εκείνη την περίοδο της Εκκλησίας στις στρατιωτικές μονάδες. Παρουσία που θέτει τα θεμέλια μιας στενής σχέσης μεταξύ Εκκλησίας και Ενόπλων Δυνάμεων. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αρκετά χρόνια αργότερα, το 1984, το ένα τρίτο περίπου των μελών της Ιεράς Συνόδου είχε προϋπηρεσία στο στρατό κατά την περίοδο του Εμφυλίου! Ορισμένοι μάλιστα από τους αρχιμανδρίτες εκείνης της εποχής, που αργότερα έγιναν ισχυροί μητροπολίτες, εκτός των άλλων υπηρέτησαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Μακρόνησο. Ο καθένας μπορεί να εκτιμήσει ότι η εκεί παρουσία τους δηλώνει την από μεριάς Εκκλησίας «συνεισφορά» της για την... υγιή «αναδιαπαιδαγώγηση» των εξόριστων...

Το «σίριαλ» με την περιουσία

Το σίριαλ με την εκκλησιαστική περιουσία ξεκινά, ήδη, από το 1829. Εδώ θα περιοριστούμε σε πολύ σύντομες αναφορές, από στιγμιότυπα των νεότερων χρόνων, όπως εκείνο του 1952.

Το πρώτο: Στην επιτροπή της Εκκλησίας που διεξήγαγε τις τότε διαπραγματεύσεις με το κράτος για την εκκλησιαστική περιουσία, συμμετείχε και ο νομικός σύμβουλος της πρώτης. Ο τελευταίος δεν ήταν άλλος από τον κατοπινό πρόεδρο της Δημοκρατίας Κ. Τσάτσο...

Οσο για τις διαπραγματεύσεις εκείνες κατέληξαν σε συμφωνία και με νομοσχέδιο που ψήφισε η Βουλή παραχωρήθηκαν από την Εκκλησία 600.000 στρέμματα βοσκότοπων και 150.000 στρέμματα αγροτικών καλλιεργειών. Το αντάλλαγμα, όμως, ήταν σημαντικότερο: Η Εκκλησία πήρε το «φιλέτο» των μεγάλης αξίας οικοπεδικών εκτάσεων στην Αττική.

Στην περίπτωση της επόμενης «κρίσης» για την εκκλησιαστική περιουσία, με τον περίφημο νόμο Τρίτση, που ψηφίστηκε το 1987, τα πράγματα εξελίχτηκαν ακόμα πιο απροσχημάτιστα: Πάνω από 13 χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου καμία από τις διατάξεις του δεν έχει εφαρμοστεί...

Κήρυκας του «φραγγελίου»

Ηδη από το 1952 ορίζεται στο Σύνταγμα ως επικρατούσα η ΟρΘόδοξη θρησκεία, γεγονός που προφανώς ικανοποιεί την ιεραρχία, καθώς έτσι εξασφαλίζει το κρατικοδίαιτο της δεσποτείας της. Της εξασφαλίζει, επιπλέον, μεγαλύτερες δυνατότητες για τις παρεμβάσεις της στα πολιτικά πράγματα. Παρεμβάσεις που μερικές φορές δεν τηρούν κανένα πρόσχημα.

Ενα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η σκηνή που έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1950, όταν ο Πλαστήρας, αν και πρωθυπουργός, δέχτηκε τη δημόσια επίπληξη του Μητροπολίτη Σύρου, κατά τη διάρκεια μάλιστα της επίσημης τελετής για το Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο. Η επίπληξη αφορούσε την άποψη της Εκκλησίας ότι δε χρειαζόταν «επιείκεια» κατά των κομμουνιστών, αλλά «φραγγέλιο»...

Υπ' αυτές τις συνθήκες είναι εξηγήσιμο, επομένως, το γιατί ο Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων, παρά τον κατακλυσμό της Αρχιεπισκοπής με υπομνήματα, αρνήθηκε να ενώσει τη φωνή του με το πάνδημο αίτημα της εποχής για τη μη εκτέλεση του Μπελογιάννη.


ΚΕΙΜΕΝΑ:
Νίκος ΜΠΟΓΙΟΠΟΥΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ