Αυτός ο «οδικός χάρτης για τις ΣΣΕ» προβλέπεται άλλωστε από τον νόμο που ψηφίστηκε τον Δεκέμβρη του 2024 για τον κατώτατο μισθό. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον νόμο αυτό, ο κατώτατος μισθός από το 2027 και μετά θα καθορίζεται με μαθηματικό τύπο, δηλαδή με βάση τον «αλγόριθμο» της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας.
Στον σχεδιασμό μάλιστα ήδη μετέχουν οι βιομήχανοι και άλλοι εργοδοτικοί φορείς, αλλά και η ηγεσία της ΓΣΕΕ πίσω από την πλάτη των εργαζομένων, στο πλαίσιο του «κοινωνικού διαλόγου».
Μια ματιά να ρίξει κανείς τόσο στις κυβερνητικές δηλώσεις για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας, όσο και στα λεγόμενα των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, γίνεται φανερή για μια ακόμα φορά η σύγκλιση στα «ιερά και τα όσια» των «βέλτιστων ευρωπαϊκών πρακτικών».
«Στόχος μας είναι να κάνουμε τις απαραίτητες τροποποιήσεις στη νομοθεσία, ώστε να δημιουργήσουμε το κατάλληλο περιβάλλον για την άνθηση του κοινωνικού διαλόγου και την υπογραφή περισσότερων συλλογικών συμβάσεων», λέει η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως.
Και πώς απαντά το ΠΑΣΟΚ; Με την Κοινοβουλευτική του Ομάδα να εντοπίζει πρόσφατα σε σχετική τροπολογία ότι «η ΝΔ φρόντισε για τη μη εφαρμογή του πνεύματος της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Παρόμοια και η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ, αποθεώνοντας την ίδια Οδηγία: «Για να αυξηθούν οι μισθοί πρέπει να ισχύει αυτό που ισχύει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ενωση: Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας».
Τι λέει όμως τελικά η περιβόητη ευρωπαϊκή Οδηγία 2022/2041; Τι συμβαίνει στα άλλα κράτη - μέλη, που κυβέρνηση και αστικά κόμματα παρουσιάζουν ως «οδηγό» και για την Ελλάδα;
Πηγαίνοντας πίσω, στις εντολές της ΕΕ που χαράχτηκαν, πριν 32 χρόνια, στις «πέτρινες πλάκες» της Λευκής Βίβλου για την Απασχόληση, βρίσκουμε τις αναφορές στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, για τις οποίες σημειώνεται ότι πρέπει να αντανακλούν την ανάγκη των καπιταλιστικών οικονομιών για ευέλικτες αγορές εργασίας.
Από τότε και στο εξής όλα τα κείμενα της ΕΕ ενισχύουν και εξειδικεύουν αυτή την κατεύθυνση θεσπίζοντας εργαλεία, ώστε οι ΣΣΕ να «κόβονται και να ράβονται» ως αποτέλεσμα του λεγόμενου «διαλόγου των κοινωνικών εταίρων». Στην πράξη ακόμα και εκεί που δεν ξηλώθηκαν οι ΣΣΕ - όπως έγινε στην Ελλάδα με τους μνημονιακούς νόμους - παίρνονται μέτρα για να ξεδοντιάζονται. Βασικό εργαλείο είναι οι ποικίλες νομικές διατάξεις που καθορίζουν ως απαράβατο «όριο» των διαπραγματεύσεων τη «βιωσιμότητα και την κερδοφορία των επιχειρήσεων», κάτι που επιχειρεί να αντιγράψει και για την Ελλάδα η κυβέρνηση.
Πώς μεταφέρονται στη ζωή τα παραπάνω; Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα από μια σειρά κράτη - μέλη της ΕΕ, όπου τα ποσοστά κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ είναι πράγματι πολύ μεγάλα (80%-95%), π.χ. Ιταλία, Γαλλία, Αυστρία, Βέλγιο, Φινλανδία, Σουηδία, Ισπανία.
Η «ευρωπαϊκή κανονικότητα» έχει φροντίσει οι ΣΣΕ να είναι έτσι ρυθμισμένες, ώστε να υπηρετούν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων. Αυτό επιτυγχάνεται κυρίως με την υπογραφή κλαδικών ΣΣΕ που θέτουν κάποια γενικά όρια, τα οποία όμως μπορούν να αναπροσαρμοστούν μέσω συμφωνιών σε επίπεδο επιχείρησης. Το μοντέλο αυτό μπορεί να βρεθεί σε Δανία, Νορβηγία και Σουηδία, όπου η αρχή της «ευνοϊκής μεταχείρισης» δεν ορίζεται στον νόμο, αλλά επαφίεται εξολοκλήρου στα διαπραγματευόμενα μέρη, τα οποία αποφασίζουν εάν και σε ποια περίπτωση εφαρμόζεται.
Επίσης σε Γερμανία και Αυστρία οι κλαδικές ΣΣΕ καθορίζουν τους τυπικούς όρους απασχόλησης και επιτρέπουν εξαιρέσεις από την αρχή της ευνοϊκής μεταχείρισης μέσω ρητρών εξαίρεσης ή παρέκκλισης. Αυτές οι ρήτρες, συχνά γνωστές και ως ρήτρες ανταγωνισμού, επιτρέπουν σε επίπεδο εταιρείας τις «αποκλίσεις» προς τα κάτω τόσο για μισθούς όσο και για συνθήκες εργασίας σε σχέση με όσα ορίζονται στην κλαδική συμφωνία.
Κράτη όπως η Γαλλία και το Βέλγιο, το καθένα με διαφορετικό τρόπο, διατηρούν το δικαίωμα να παρεμβαίνουν στις ΣΣΕ, είτε ως προς το ύψος των αυξήσεων είτε ως προς την επέκταση των ΣΣΕ, αν κρίνουν ότι αυτές απειλούν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Και στην Ελλάδα βέβαια υπάρχει ο νόμος 4635/2014, ο οποίος στο άρθρο 56 ορίζει ως μία από τις προϋποθέσεις επέκτασης μιας ΣΣΕ ή ακόμα και διαιτητικής απόφασης να υπάρχει «πόρισμα» για «τιςεπιπτώσεις της στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, τη λειτουργία του ανταγωνισμού και την απασχόληση». Στον ίδιο νόμο, πάνω στον οποίο προφανώς θα «χτίσει» η κυβέρνηση τα επόμενα βήματα, προβλέπεται ακόμα και η εξαίρεση επιχειρήσεων από ΣΣΕ στις περιπτώσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα...
Αυτό το πλαίσιο λοιπόν καθορίζεται από την περίφημη Οδηγία 2022/41, που ενσωματώθηκε πέρυσι στην ελληνική νομοθεσία από την κυβέρνηση της ΝΔ, με τον προαναφερόμενο νόμο για τον κατώτατο μισθό (5163/2024), ενώ το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε κάθε άρθρο που σχετίζεται με την Οδηγία αυτή.
Την Οδηγία συνοδεύει ο ισχυρισμός ότι τάχα «επιβάλλει την αύξηση του ποσοστού κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ τουλάχιστον στο 80%». Στην πραγματικότητα, όμως, το μόνο που κάνει είναι να ζητά από τα κράτη - μέλη να δημιουργούν σε συνεργασία με τους «κοινωνικούς εταίρους» σχέδια επί χάρτου.
Παρομοίως, η κυβέρνηση, πάλι στο πνεύμα της Οδηγίας, έλεγε πέρυσι ότι θα εκπονήσει ένα τέτοιο Σχέδιο (αυτό που είναι σήμερα στην τελική ευθεία), και που τάχα θα οδηγήσει στην αύξηση του ποσοστού κάλυψης εργαζομένων από ΣΣΕ. Ομως στην αιτιολογική Εκθεση του νομοσχεδίου αναφερόταν χαρακτηριστικά ότι «τα κράτη - μέλη έχουν υποχρέωση προσπάθειας και όχι αποτελέσματος (!)όσον αφορά την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τη ρύθμιση των μισθών». Με άλλα λόγια, θα ...κουβεντιάζουν για την επέκταση της κάλυψης και στην πράξη θα νομιμοποιούν τους κόφτες.
Πρακτικά, η κυβέρνηση δίνει σήμα στους εργοδότες ότι τουλάχιστον για τα επόμενα 3 - 5 χρόνια μπορούν να είναι ήσυχοι ότι δεν υποχρεώνονται να ασχολούνται με κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας.
Τα χρονοδιαγράμματα άλλωστε είναι από μόνα τους εμπαιγμός: «Το πρώτο Σχέδιο Δράσης εκδίδεται εντός ενός (1) έτους από την έναρξη ισχύος» του περσινού νομοσχεδίου (γι' αυτό και ετοιμάζεται αυτές τις μέρες). Επίσης, «το Σχέδιο Δράσης έχει διάρκεια από ένα (1) έως πέντε (5) έτη». Δηλαδή, η σημερινή κυβέρνηση νομοθετεί ότι ίσως το ...2030 να μπορέσει η τότε κυβέρνηση να παρουσιάσει το τελικό «σχέδιο» για το πώς θα αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης εργαζομένων από ΣΣΕ.
Μέχρι τότε βέβαια θα έχει αποφασιστεί ο προσανατολισμός του Σχεδίου, αφού είναι ενδεικτικό ότι τα μέτρα που θα περιλαμβάνει θα αφορούν μεταξύ άλλων «τη δημιουργία βάσεων δεδομένων με στοιχεία, ιδίως για τους μισθούς, το κόστος παραγωγής, την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την απασχόληση». Μέτρα δηλαδή που υπηρετούν στην πράξη την κατεύθυνση προσαρμογής των ΣΣΕ στα μέτρα των επιχειρήσεων, οπότε ακόμα κι αν αρχίσουν να καλύπτουν περισσότερους εργαζόμενους, οι εργοδότες να έχουν τα ...νώτα τους καλυμμένα.
Επίσης, στον νόμο ορίζεται ότι ως ΣΣΕ προσμετρούνται όχι μόνο οι κλαδικές και επιχειρησιακές, αλλά και αυτές που υπογράφτηκαν με τις Ενώσεις Προσώπων, οι οποίες με τους μνημονιακούς νόμους αποτέλεσαν τον «Δούρειο Ιππο» της εργοδοσίας για να επιβάλει μείωση ή καθήλωση των μισθών.
Αυτά αναμένεται λοιπόν να αποτελέσουν τον πυρήνα του νέου νομοσχεδίου που επεξεργάζεται η κυβέρνηση και διαρρέει ότι θα φέρει τους επόμενους μήνες, βάζοντάς του τον προκλητικό τίτλο «αύξηση των ΣΣΕ».
Μπροστά στην αναθέρμανση της συζήτησης για τις ΣΣΕ, έχει μια αξία η «αναδρομή» για το πώς φτάσαμε ως εδώ.
Υπενθυμίζεται ότι η διαρκής επίθεση στις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας από όλες τις κυβερνήσεις - ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ - οδήγησε στη δραματική μείωση του αριθμού τους, φέρνοντας τον εργαζόμενο μόνο του μπροστά στον εργοδότη.
Επίσης, με παρεμβάσεις όλων των κυβερνήσεων καταργήθηκε η διαπραγμάτευση για την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, και ο καθορισμός του κατώτατου μισθού καθιερώθηκε να γίνεται με υπουργική απόφαση (νόμος ΝΔ που εφαρμόστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ ή αλλιώς ν. Βρούτση/Αχτσιόγλου).
Η σφαγή των μισθών ξεκίνησε το 2012, με την τότε Υπουργική Απόφαση που επέβαλλε μια τεράστια μείωση στον κατώτατο μισθό κατά 22%. Από τότε μέχρι σήμερα, παρά τις ονομαστικές αυξήσεις, ο πραγματικός κατώτατος μισθός διαμορφώθηκε στα 731 ευρώ το 2025, φτάνοντας ύστερα από 14 ολόκληρα χρόνια στα επίπεδα του πραγματικού κατώτατου μισθού του 2011, των 732 ευρώ! Παράλληλα, εξακολουθεί να είναι μειωμένος ο μέσος μισθός σε ονομαστικές τιμές κατά 7,22% και σε πραγματικές κατά 21%, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ για τον Μάρτιο των ετών 2025 και 2011.
Συμπερασματικά, οι νόμοι για τον κατώτατο μισθό σε συνδυασμό με το ξήλωμα των ΣΣΕ οδήγησαν σε γενική συμπίεση όλων των μισθών, έτσι που όλο και περισσότερο οι αμοιβές συγκλίνουν στα κατώτατα όρια. Δηλαδή ο κατώτατος μισθός, αντί να αποτελεί ένα ελάχιστο όριο αμοιβής για όσους νεοπροσλαμβανόμενους δεν καλύπτονται από κάποια Σύμβαση, έχει μετατραπεί σε εργαλείο γενικής πίεσης όλων των μισθών προς τα κάτω.
Χαρακτηριστικά είναι άλλωστε όσα εντοπίζει το Ιδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), που κανείς βέβαια δεν μπορεί να κατηγορήσει ότι ...μεροληπτεί υπέρ των εργατικών διεκδικήσεων. Στην έκθεσή του για την «Αξιολόγηση του Ισχύοντος Νομοθετημένου Κατώτατου Μισθού» (Φλεβάρης 2024), σημειώνει: «...Ο πραγματικός μέσος μισθός, σε συνέχεια σωρευτικής ανόδου κατά 25% την περίοδο 2000 - 2009, κατέγραψε συστηματική υποχώρηση την περίοδο 2010 - 2022, σωρευτικά κατά 30%, με αποτέλεσμα το 2022 να παραμένει σε πραγματικούς όρους 18% χαμηλότερος από το 2000. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, σε πραγματικούς όρους, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα να συγκλίνει ολοένα και περισσότερο στον μέσο μισθό τα τελευταία χρόνια».
Μετά από όλα τα παραπάνω, η σκυτάλη πέρασε στον περσινό νόμο της ΝΔ, σύμφωνα με τον οποίο ο κατώτατος μισθός θα διαμορφώνεται με κριτήριο τον πληθωρισμό και την παραγωγικότητα, ενώ η πρόβλεψη περί δήθεν αυτόματης αναπροσαρμογής του μέσω του μαθηματικού τύπου (αλγορίθμου) είναι «στάχτη στα μάτια», αφού αυτό δεν μπορεί να συμβεί εάν απειλεί τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων.
Και, μια ...λεπτομέρεια: Σε αυτές τις συνθήκες η υπουργός Εργασίας Νίκη Κεραμέως αμέσως σχεδόν μετά την ψήφιση αυτού του νόμου, τον Δεκέμβριο του 2024, έσπευσε στο εξωτερικό για να «πουλήσει την πραμάτεια της». Απευθυνόμενη σε επενδυτές, από το βήμα του «26ου ετήσιου Capital Link Forum» στη Νέα Υόρκη, διαφήμισε τη μείωση του κόστους εργασίας στη χώρα μας και τις συνθήκες «σταθερότητας» και «προβλεψιμότητας» που, όπως είπε, επικρατούν στην ελληνική οικονομία, κάτι που επιζητούν οι επενδυτές για να αναλάβουν μακροχρόνιες δεσμεύσεις. Τόνισε ότι η κυβέρνηση εργάστηκε σκληρά προκειμένου να διασφαλίσει ότι το πολιτικό και οικονομικό τοπίο στη χώρα είναι σταθερό, και ως παράδειγμα γι' αυτό έφερε το γεγονός πως «την περασμένη εβδομάδα ενσωματώσαμε την έννοια της προβλεψιμότητας και στον κατώτατο μισθό», στέλνοντας μήνυμα ότι αυτό θα είναι το σημείο αναφοράς το οποίο θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους οι εργοδότες για να μετράνε το λεγόμενο «μισθολογικό κόστος», όταν θα σκέφτονται να επενδύσουν στην Ελλάδα.