ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 20 Αυγούστου 2000
Σελ. /28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ
Εγκατάλειψη, περιορισμός και «πρώτο σημείο» πληρωμών

Μπορεί η Διακήρυξη της Αλμα - Ατα να θέλει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας ως πρώτο σημείο επαφής των ατόμων και των οικογενειών τους με το σύστημα υγείας, η κυβέρνηση όμως, με τα σχέδιά της, τη μετατρέπει σε αφετηρία πληρωμών του κόστους των υπηρεσιών υγείας

Στο σχέδιο με τους άξονες για την υγεία που ενέκρινε το Υπουργικό Συμβούλιο στις 28.7.2000 αναφέρεται ότι ένας απ' τους κεντρικούς στόχους είναι η «ανάδειξη της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) και της Δημόσιας Υγείας σε βασικούς πυλώνες του νέου συστήματος» και η «άσκηση εθνικής πολιτικής με έμφαση στην Πρόληψη και στην Προαγωγή της Υγείας για τη βελτίωση του επιπέδου υγείας του ελληνικού πληθυσμού».

Η φραστική έμφαση στην ΠΦΥ που υπάρχει στο σχέδιο ηχεί καλά στα αυτιά και προσφέρεται για επικοινωνιακή -όπως λένε στο σύνολό τους οι εκσυγχρονιστές- πολιτική και προβολή. Ομως δεν έχει καμιά σχέση με το πνεύμα της Διακήρυξης της Αλμα Ατα.

Βέβαια, στο σχέδιο αναφέρεται ότι το « Δημόσιο Σύστημα Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας θα παρέχει Πρωτοβάθμια ιατρική και νοσηλευτική φροντίδα, Προληπτική ιατρική, Προαγωγή της υγείας και Κοινωνική φροντίδα». Ομως, η κυβέρνηση εξαντλείται σε αυτές τις είκοσι λέξεις, γι' αυτό και δεν υπάρχει καμιά αναφορά στην ανάπτυξη της ΠΦΥ ή οποιοδήποτε άλλο σχεδιασμό.

`Η μάλλον η κυβέρνηση αξιοποιεί το «πρώτο σημείο επαφής με το σύστημα υγείας», που αναφέρεται στη Διακήρυξη της Αλμα-Ατα, για την έναρξη της «βασικής αρχής» της μεταρρύθμισης που «είναι ο διαχωρισμός ανάμεσα σε αυτόν που παράγει τις υπηρεσίες υγείας και σε αυτόν που τις έχει ανάγκη και τις αγοράζει», όπως την περιέγραψε ο υπουργός Τύπου Δ. Ρέππας μετά το Υπουργικό Συμβούλιο.

Κεντρικός μοχλός σ' αυτή την «αγοραπωλησία υπηρεσιών» απ' το δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα είναι ο Οργανισμός Διαχείρισης Πόρων Υγείας (ΟΔΙΠΥ), που θα συγκεντρώνει τους πόρους υγείας των μεγαλύτερων ασφαλιστικών οργανισμών (ΙΚΑ, ΟΓΑ, Οργανισμού των Ελευθεροεπαγγελματιών και του Δημοσίου.

Και πραγματικά στο σχέδιο υπάρχει εκτενής περιγραφή της τεχνικής και διοικητικής δομής που έχει όμως ως επίκεντρο τη λεγόμενη «διαχείριση των πόρων» και όχι αυτές καθεαυτές τις δραστηριότητες που θα έπρεπε να αναπτύσσονται στα πλαίσια της ΠΦΥ.

Απ' το σχέδιο φαίνεται καθαρά ότι το οικονομικό βάρος θα μετατίθεται είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω των ασφαλιστικών φορέων στους χρήστες υπηρεσιών υγείας αφού: Το Κέντρο Υγείας (ΚΥ) θα έχει δικό του προϋπολογισμό, θα μπορεί να «πουλά» υπηρεσίες με αμοιβή κατά πράξη και σε μη δικαιούχους, ενώ εάν ένας δικαιούχος υπερβεί τον ...προϋπολογισμό του ΚΥ τότε θα «επιβαρύνεται με το πλήρες κόστος των υπηρεσιών».

Λείπει, όπως και σε όλο το σχέδιο, η οικονομοτεχνική μελέτη και για την ΠΦΥ. Οι όποιες παρεμβάσεις σχεδιάζονται θα γίνουν με ανακατανομές των ήδη διατιθέμενων χρημάτων.

Ετσι ο υπουργός Υγείας Αλ. Παπαδόπουλος σε συνέντευξή του στα «Νέα» (1.8.2000), όταν ρωτήθηκε πού θα βρεθούν τα χρήματα για τη μεταρρύθμιση απάντησε ότι ίσως χρειαστούν κάποια χρήματα στην αρχή «από εκεί και πέρα θα υπάρχει μια αυτοχρηματοδότηση από το ίδιο το σύστημα».

«Οσον αφορά την ΠΦΥ, πρόσθεσε ο υπουργός, τα χρήματα υπάρχουν. Σας λέω μόνον ότι για την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη των δημοσίων υπαλλήλων η δαπάνη προβλέπεται, για το 2000 να φτάσει στο ιλιγγιώδες ποσό των 220 δισ. δραχμών. Καταλαβαίνει κανείς ότι τα χρήματα υπάρχουν».

Μια βδομάδα αργότερα (Βλέπε «Βήμα» 10.8.2000) ο υφυπουργός Οικονομικών Γ. Δρυς έστειλε εγκύκλιο προς τις υγειονομικές υπηρεσίες για έλεγχο όλων των δαπανών περίθαλψης των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς υπήρξε η πρόβλεψη ότι θα υπάρξει υπέρβαση 60 δισ. δραχμών, ενώ είχαν προϋπολογιστεί μόνο 163 δισ. για το 2000.

Χωρίς επάνδρωση απ' την αρχή

Ποτέ δε λειτούργησαν τα Κέντρα Υγείας Αστικού Τύπου, ενώ στις αγροτικές περιοχές έλειπε προσωπικό πάντα περισσότερο από 40%

Το σχέδιο της κυβέρνησης για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) είναι ασύμβατο με την έννοια της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας, όπως περιγράφεται στο νόμο 1397/1993 με τον οποίο θεσμοθετήθηκε το κυβερνητικό ΕΣΥ.

Στην εισηγητική έκθεση του νόμου 1397/1993 αναφέρεται: «Η έννοια της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας είναι η πολυδιάστατη προσέγγιση της υγείας που δεν περιορίζεται στην ιατρική περίθαλψη, αλλά αγγίζει όλους τους τομές κοινωνικής και οικονομικής δραστηριότητας. Είναι η ενεργός λαϊκή συμμετοχή στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση των προγραμμάτων υγείας. Είναι η χρησιμοποίηση της κατάλληλης, για κάθε περίπτωση, τεχνολογίας που είναι απλή, αποτελεσματική και προσιτή σε όλους. Είναι ο αναπροσανατολισμός των υπηρεσιών υγείας, έτσι ώστε επίκεντρό του να είναι η πρωτοβάθμια περίθαλψη με το νοσοκομείο σαν προέκτασή της...».

Σε άλλο σημείο αναφέρεται ότι «οι μονάδες παροχής εξωνοσοκομειακής περίθαλψης θα εντάσσονται στο ΕΣΥ, σταδιακά και παράλληλα με την ανάπτυξη της υποδομής των Κέντρων Υγείας».

Η πρόβλεψη ήταν για την ανάπτυξη 400 Κέντρων Υγείας σε όλη τη χώρα εκ των οποίων τα 190 θα ήταν στις αγροτικές περιοχές και τα 210 θα ήταν στα αστικά κέντρα. Η υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού τοποθετήθηκε στο τέλος του 1988 με τη σημείωση: «Η ανάπτυξη της εξωνοσοκομειακής υποδομής του ΙΚΑ στα αστικά κέντρα από το 1982 και μετά συντονίζεται με το πρόγραμμα ανάπτυξης των αστικών κέντρων Υγείας του ΕΣΥ».

Είναι χαρακτηριστική η υπογράμμιση που γίνεται στην εισηγητική έκθεση: «Προβλέπεται η ανάπτυξη ενός ολοκληρωμένου και πλήρους δικτύου Κέντρων Υγείας που θα καλύψει όλο τον Ελλαδικό χώρο, ηπειρωτικό και νησιωτικό. Η δημιουργία και η ανάπτυξη των πολυδύναμων Κέντρων Υγείας που θα αντικαταστήσουν σταδιακά όλες τις σημερινές υπηρεσίες της εξωνοσοκομειακής περίθαλψης εντάσσεται στην κυρίαρχη επιλογή να αναπτυχθεί η πρωτοβάθμια φροντίδα στη χώρα μας, σε ολόκληρο το φάσμα της, όπως το ορίζει η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας. Τα Κέντρα Υγείας πρώτον θα παρέχουν ιατρική περίθαλψη από οικογενειακούς γιατρούς και γιατρούς ειδικοτήτων σε ασθενείς που παραμένουν περιστασιακοί ή που χρειάζονται σύντομη νοσηλεία ή αποκατάσταση και δεύτερον θα είναι υπεύθυνα για την πρόληψη και την υγειονομική διαφώτιση, δηλαδή για τους τομείς που η ανάπτυξή τους ήταν αδύνατη στα πλαίσια της εμπορευματοποιημένης ιατρικής. Οι δραστηριότητες αυτές συνδέονται με τη δημιουργία του αυτοδύναμου τομέα της κοινωνικής ιατρικής που γίνεται ισότιμος με τους άλλους τομείς». (σ.σ. Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας).

Απ' τα Κέντρα Υγείας αστικού τύπου -εκτός από δύο πιλοτικά- δεν έγινε κανένα. Το 1987 και σύμφωνα με υπολογισμούς του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕΣΥ) η δαπάνη για τα κέντρα Υγείας αστικού τύπου ήταν 30,062 δισ. δραχμές.

Οσον αφορά τα Κέντρα Υγείας αγροτικού τύπου αναπτύχθηκαν 160 μέχρι το 1989 και έφτασαν 190 το 1992 (Μελέτη του του Χαρ. Οικονόμου στο περιοδικό Κοινωνία και Οικονομία, τεύχος Απριλίου - Ιουνίου 1994).

Σήμερα ο αριθμός των ΚΥ παραμένει ο ίδιος παρότι στις μη αστικές περιοχές έχουν συσταθεί 216 ΚΥ αγροτικού τύπου.

Αλλά και τα ΚΥ που λειτούργησαν ποτέ δεν επανδρώθηκαν πλήρως.

Στην έρευνά του (1994) ο Χαρ. Οικονόμου αναφέρει ότι το ποσοστό κάλυψης σε νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό ήταν μόλις 58,4%, ενώ σημείωνε την πολύ χαμηλή κάλυψη σε ορισμένες ειδικότητες όπως παρασκευαστές, εργοθεραπείας, τεχνικών εφαρμογών κλπ. Το ποσοστό κάλυψης σε γιατρούς ήταν 66,8%.

Η ίδια εικόνα εγκατάλειψης και συρρίκνωσης προκύπτει από έρευνα της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) από 64 Κέντρα Υγείας (ΚΥ), που παρουσιάστηκε σε ημερίδα που έγινε στα Γιάννενα (27 - 28 Μάρτη 1999) με θέμα: "ΠΦΥ - Κέντρα Υγείας: Προβλήματα και προοπτικές".

Οι βασικές διαπιστώσεις της έρευνας ήταν:

  • Η χρονολογία ανέγερσης των κτιρίων κυμαίνεται μεταξύ 3 - 16 χρόνων, ενώ ο χρόνος λειτουργίας τους από 3 - 15 χρόνια. Το σύνολο του πληθυσμού που καλύπτουν είναι 1.357.500 άτομα με ανοδική πορεία κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Το σύνολο των Περιφερειακών Ιατρείων (ΠΙ) και Αγροτικών Ιατρείων (ΑΙ) που ανήκουν στη δύναμη των 64 ΚΥ είναι 549, τα οποία έχουν αφεθεί στην τύχη τους. Από τα 64 ΚΥ χρειάζονται συντήρηση τα 52.
  • Το σύνολο των οργανικών θέσεων που προβλέπουν είναι 3.653, ενώ εργάζονται 2.032 εργαζόμενοι. Υπάρχουν δηλαδή 1.609 κενές οργανικές θέσεις. Δηλαδή ποσοστό 44 - 46% κατά ειδικότητες.
  • Ο μέσος όρος των κενών οργανικών θέσεων ανά ΚΥ είναι από εφτά για τους γιατρούς και για τους νοσηλευτές και από δύο για το παραϊατρικό και λοιπό προσωπικό.
  • Το σύνολο των ασθενοφόρων που διαθέτουν τα 64 ΚΥ είναι 65. Δηλαδή ένα ασθενοφόρο ανά ΚΥ, ενώ στις απαιτήσεις τους είναι άλλα 94 (δηλαδή 1 - 2 ασθενοφόρα ανά ΚΥ).

Μάλιστα η ΠΦΥ δέχτηκε -σε σχέση με τον τομέα υγείας στο σύνολό του- το μεγαλύτερο βάρος των περιοριστικών πολιτικών των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ.

Αυτό φαίνεται απ' τη διάρθρωση των δημοσίων δαπανών για την υγεία. «Το Ελληνικό σύστημα υγείας παραμένει έντονα νοσοκομειοκεντρικό. Η δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια περίθαλψη απορροφά το 63% των δημόσιων πόρων για υγεία, η πρωτοβάθμια περίθαλψη το 15% και η φαρμακευτική το 22%. Ιστορικά παρατηρήθηκε μια ολοένα και μεγαλύτερη αύξηση των δημοσίων νοσοκομειακών δαπανών σε βάρος της ανάπτυξης της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αφού διαπιστώνεται εύκολα ότι στα τέλη της δεκαετίας του '70 η κατανομή των δαπανών ήταν 52% και 18% αντίστοιχα». (Βλέπε Σ. Σούλης: «Οικονομική της Υγείας», σελ. 30, Εκδόσεις Παπαζήση 1998).

ΙΚΑ
Με διχοτόμηση ή ανασχεδιασμό προς συρρίκνωση

Το ΙΚΑ αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους φορείς παροχής Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης, καλύπτοντας το 40-45% της συνολικής Πρωτοβάθμιας ιατρικής περίθαλψης.

Διαθέτει 331 Μονάδες Ασφάλισης και 364 Μονάδες Υγείας (Βλέπε και σχετικό Πίνακα με τις κατηγορίες μονάδων). Παρέχει περίθαλψη σε 5.550.000 άμεσα και έμμεσα ασφαλισμένους και συνταξιοδοτεί 845.000 συνταξιούχους.

Στο σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπεται για τις αστικές περιοχές η ίδρυση αστικών Κέντρων Υγείας, που θα προέλθουν «από την αναμόρφωση και τον εκσυγχρονισμό των Πολυϊατρείων του ΙΚΑ, των Δήμων κλπ.., από την αξιοποίηση σημερινών μικρών νοσηλευτικών μονάδων, που θα αλλάξουν χρήση ή θα καταργηθούν - συγχωνευτούν, και από τη δημιουργία νέων, ύστερα από χωροταξική μελέτη και με βάση δημογραφικά, επιδημιολογικά, συγκοινωνιακά και άλλα δεδομένα».

Επίσης προβλέπεται ότι ύστερα από μελέτη, τα Υπουργεία Υγείας και Εργασίας θα ρυθμίσουν «όλα τα σχετικά με τη σύνδεση και χρήση των υποδομών του ΙΚΑ (πολυϊατρεία, νοσοκομεία, ιατροτεχνολογικός εξοπλισμός κλπ.) στο νέο σύστημα, καθώς και το καθεστώς των εργασιακών σχέσεων των γιατρών και του υπόλοιπου προσωπικού του ΙΚΑ που σήμερα απασχολείται στην παραγωγή υπηρεσιών υγείας».

Πριν ένα χρόνο το ΙΚΑ είχε αναθέσει την εκπόνηση μελέτης για το ανασχεδιασμό των υπηρεσιών υγείας που ολοκληρώθηκε πρόσφατα.

Η πρόταση, λοιπόν, για το ανασχεδιασμό προβλέπει τη δημιουργία τριών Τύπων Μονάδων Υγείας για το ΙΚΑ ανάλογα με τον πληθυσμό που θα καλύπτει η κάθε μια.

  • Μονάδες που θα καλύπτουν από 100.000 και πάνω δικαιούχους. Ο συνολικός αριθμός των μονάδων αυτών θα είναι 15 σε πανελλαδική κλίμακα.
  • Μονάδες που θα καλύπτουν 25.000 - 50.000 δικαιούχους. Ο αριθμός των μονάδων θα είναι 92 πανελλαδικά.
  • Μονάδες που θα καλύπτουν 8.000 - 15.000 δικαιούχους και ο αριθμός τους θα είναι 84 πανελλαδικά.

Συνολικά, δηλαδή, οι προτεινόμενες μονάδες είναι 191 και σε σχέση με τις υπάρχουσες μειώνονται σχεδόν στις μισές. «Αυτό, όπως σημειώνεται στη μελέτη, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δημιουργήσει την ανησυχητική εικόνα της μείωσης των σημείων πρόσβασης των δικαιούχων στις υπηρεσίες υγείας του ΙΚΑ, αφού στον υγειονομικό χάρτη αποτυπώνονται οι 191 μονάδες, όχι όμως και οι αποκεντρωμένες σε κάθε μονάδα υγείας ομάδες ιατρών που ασκούν ομαδική πρακτική, καλύπτοντας άμεσα τις ανάγκες των δικαιούχων που δε βρίσκονται ιδιαίτερα κοντά στις μονάδες υγείας (συνοικίες μεγάλων πόλεων, κωμοπόλεις, περιφέρεια). Αυτή η λειτουργία, που συνάδει εμφανώς με την εμβάθυνση της αποκέντρωσης στην παροχή των υπηρεσιών και υπηρετεί αξιόπιστα την αρχή του κοινοτικού προσανατολισμού τους, αποτελεί κρίσιμο χαρακτηριστικό του νέου μοντέλου λειτουργίας του τομέα Υγείας του ΙΚΑ και στην πραγματικότητα οδηγεί σε περαιτέρω αύξηση των σημείων διανομής πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας του ΙΚΑ».

Η πρόταση αυτή αναπτύχθηκε στο έδαφος της λογικής των Δικτύων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας που θεσμοθετήθηκε με το νόμο 2519/1997, που δεν προέβλεπαν την απόσπαση των υγειονομικών υπηρεσιών απ' το ΙΚΑ.

Ο στόχος, όπως αναφέρεται στη μελέτη είναι η υιοθέτηση της ολοκληρωμένης φροντίδας, που αφορά τις λειτουργίες, οι οποίες έχουν άμεση σχέση με την προστασία της υγείας των πολιτών σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο.

Οι βασικές ιδέες που το διέπουν, σύμφωνα με την πρόταση, είναι ότι στηρίζεται σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό αναφοράς, υποστηρίζεται και ουσιαστικά λειτουργεί μέσω του θεσμού του Γενικού/Οικογενειακού Γιατρού, βασίζεται στην έννοια της Βασικής Μονάδας Υγείας, ενώ χαρακτηρίζεται από νέους θεσμούς, που δρουν υποστηρικτικά (τήρηση αρχείων ασφαλισμένων, άσκηση τεκμηριωμένης ιατρικής και παροχή θεραπείας με βάση συγκεκριμένα πρωτόκολλα διαχείρισης νοσημάτων).

Η παροχή υπηρεσιών γίνεται μέσω δικτύου ολοκληρωμένης φροντίδας υγείας, που χρησιμοποιεί την υφιστάμενη υποδομή του ΙΚΑ σχήματα από το δημόσιο ή κοινωνικοασφαλιστικό υγειονομικό σύστημα, καθώς και ιδιωτικά ιατρεία και εργαστήρια, τα οποία συνδέονται μεταξύ τους με συμβόλαια ή και προγραμματικές συμβάσεις.

Η Διακήρυξη της Αλμα-Ατα

Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) είναι το πρώτο σημείο επαφής μεταξύ των ατόμων, της οικογένειας και της κοινότητας με το σύστημα υγείας της χώρας, το οποίο μεταφέρει τη φροντίδα υγείας όσο το δυνατόν πιο κοντά στα μέρη όπου οι πολίτες ζουν και εργάζονται, ενώ παράλληλα συνθέτει το πρώτο συστατικό μιας συνεχιζόμενης διαδικασίας φροντίδων για την υγεία. Την ίδια στιγμή, χειρίζεται τα κυριότερα προβλήματα υγείας της κοινότητας, παρέχοντας υπηρεσίες προαγωγής της υγείας, προληπτική ιατρική, συμβουλευτική και θεραπευτική αγωγή και αποκατάσταση».

(Διακήρυξη της Αλμα - Ατα όπου το 1978 έγινε η Διεθνής Διάσκεψη για την ΠΦΥ, που είχε οργανωθεί απ' την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας και την UNICEF. Σ' αυτή τη διάσκεψη εγκρίθηκε ο στόχος: "Υγεία για όλους έως το έτος 2000").

Προέλαση των επιχειρηματιών

Σήμερα η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας στις αστικές περιοχές προσφέρεται από τα Ιατρεία και τα Πολυιατρεία του ΙΚΑ, από τα λίγα πολυιατρεία ορισμένων ασφαλιστικών οργανισμών (ΟΣΕ, ΗΣΑΠ, Οίκος Ναύτη, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ.) και τα ιατρεία του (πρώην) ΠΙΚΠΑ.

Επίσης, προσφέρεται στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, τα ιατρεία που δημιούργησαν κάποιοι δήμοι και ιδιώτες γιατροί, που είναι συμβεβλημένοι με τους ασφαλιστικούς οργανισμούς.

Ως αποτέλεσμα της συνολικής υποβάθμισης και συρρίκνωσης της δημόσιας ΠΦΥ ήρθε η αλματώδης ανάπτυξη του επιχειρηματικού τομέα, με τα κάθε μορφής διαγνωστικά κέντρα, εργαστήρια και και ειδικά κέντρα.

Στη μελέτη «Υγεία και υπηρεσίες υγείας» που εκπονήθηκε υπό τον επίκουρο καθηγητή Γ. Τούντα, όσον αφορά «τη ζήτηση των υπηρεσιών υγείας στην Ελλάδα», αναφέρονται τα εξής: «Οι δαπάνες υγείας των νοικοκυριών παρουσιάζουν σημαντική αύξηση σε σχέση με τη συνολική ιδιωτική κατανάλωση, αφού το σχετικό ποσοστό αυξήθηκε από 4,8% το 1974 σε 7,9% το 1994. Το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης απορροφά η οδοντιατρική περίθαλψη 34,32%, ενώ ακολουθούν οι δαπάνες για Πρωτοβάθμια περίθαλψη (27,92%, οι δαπάνες για φάρμακα (21,59%) και για νοσοκομειακή περίθαλψη (16,16%). Το μεγαλύτερο της ιδιωτικής δαπάνης υγείας αφορά στην Πρωτοβάθμια περίθαλψη (62,24%) εκεί δηλαδή όπου εμφανίζονται οι σημαντικότερες αδυναμίες του δημόσιου συστήματος».

«Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων... αυτόνομον νομικόν πρόσωπον δημοσίου δικαίου, συσταθέν δυνάμει τού ν.6298/1934, εδρεύον εν Αθήναις καί τελούν υπό τήν ανωτέραν εποπτείαν τού υπουργού Εργασίας.

Σκοπός αυτού, η προστασία των παρ' αυτώ ησφαλισμένων κατά των κινδύνων, ασθενείας, αναπηρίας, ατυχήματος, γήρατος κλπ...».

Κείμενα: Γιώργος ΜΟΥΣΓΑΣ


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ