ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 10 Αυγούστου 2008
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΑΡΧΑΙΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ
Συνοπτική «προϊστορία» του ξεπουλήματος

Για πρώτη φορά προωθείται η νομιμοποίηση της παραγωγής και εμπορίας αντιγράφων αρχαίων αντικειμένων από ιδιώτες, αλλά δεν πρόκειται για «παρθενογένεση» της σημερινής κυβέρνησης...

Το πωλητήριο του ΟΠΕΠ στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Το πωλητήριο του ΟΠΕΠ στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο
Η πρόσφατη γνωμοδότηση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, με την οποία εκχωρείται σε ιδιώτες το δικαίωμα παραγωγής και εμπορίας εκμαγείων (αντιγράφων) αρχαίων αντικειμένων φαίνεται να ολοκληρώνει τη διαδικασία ξεπουλήματος μιας άκρως απαραίτητης και κερδοφόρας οικονομικής πηγής της κρατικής πολιτιστικής διαχείρισης, η οποία ξεκίνησε ουσιαστικά το 1997, αν και τα «σπάργανα» διαπιστώνονται πολύ νωρίτερα.

Με τη γνωμοδότηση αυτή, το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων του υπουργείου Πολιτισμού, που μέχρι τώρα έχει την αρμοδιότητα παραγωγής και διάθεσης αντιγράφων μέσω του δικτύου πωλητηρίων σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία (μαζί με τον Οργανισμό Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού ΑΕ και τα δικά του πωλητήρια) θα βγάζει στο «σφυρί» (σ.σ. πλειοδοτικοί διαγωνισμοί) τις «μήτρες» των αντιγράφων σε ψηφιακή μορφή. Οταν θα πρόκειται για «μήτρες» αντιγράφων σημαντικών έργων, ο ιδιώτης θα μπορεί να αποκτήσει και πιστοποιητικό γνησιότητας από το ΤΑΠ, καταβάλλοντας επιπλέον χρήματα. Ετσι, για πρώτη φορά πάει να χαθεί θεσμοθετημένα πλέον (αν η γνωμοδότηση μετατραπεί και σε υπουργική απόφαση) το αποκλειστικό δικαίωμα των δύο παραπάνω φορέων του υπουργείου Πολιτισμού για παραγωγή και διάθεση γνήσιων αντιγράφων, ιδιωτικοποιώντας και την παραγωγή και τη διάθεση και το ποιοτικό στοιχείο της γνησιότητας.

Η εικόνα της εμπορίας αντιγράφων αρχαίων αντικειμένων στην Ελλάδα δε διαφέρει σε ασυδοσία από το σύνολο της καπιταλιστικής αγοράς. Η διοίκηση του ΤΑΠ ανέφερε στο ΚΑΣ ότι μόλις κυκλοφορήσουν νέα εκμαγεία, σε τρεις μέρες είναι σε όλα τα μαγαζιά στην Πλάκα με ελαφρότατες παραλλαγές. Αν και παραδέχτηκε πως «ό,τι πωλείται εκτός πωλητηρίων μουσείων στην αγορά είναι παράνομο», ωστόσο παρομοίασε την αγορά αντιγράφων σαν τα ...ενοικιαζόμενα δωμάτια που ήταν παράνομα αλλά τώρα νομιμοποιήθηκαν.

Το ...«επιχειρηματικό» Ταμείο

Φυσικά, καμία ηγεσία στο ΥΠΠΟ μπήκε στον «κόπο» να λύσει το πρόβλημα υπέρ του δημοσίου συμφέροντος. Ο δικομματισμός, ως πολιτικός εκφραστής των συμφερόντων του κεφαλαίου, χρησιμοποίησε τα προβλήματα - που ο ίδιος με την πολιτική του δημιούργησε - στο ΤΑΠ και αντί να προχωρήσει σε πάταξη της αγοραίας ασυδοσίας, προσανατολίστηκε στη μετατροπή του ίδιου του ΤΑΠ σε έναν ακόμη «επιχειρηματία» της εν λόγω αγοράς. Ετσι, όντως είναι πολύ σοβαρό πισωγύρισμα η ενδεχόμενη θεσμοθέτηση της ιδιωτικοποίησης της παραγωγής και εμπορίας αντιγράφων, αλλά δεν αποτελεί παρά φυσιολογική εξέλιξη της ιδιωτικοποιημένης λειτουργίας των αρμόδιων κρατικών θεσμών. Αλλωστε, ο λόγος γίνεται πάντα για το κράτος του κεφαλαίου.

Τα «σπάργανα» αυτής της εξέλιξης βρίσκονται στο νόμο του ΥΠΠΟ του 1997, με τον οποία συστάθηκαν 13 Νομικά Πρόσωπα, «ένα κατασκεύασμα» όπως ανέφερε τότε ο «Ρ» «που διέπεται από τους νόμους της ελεύθερης αγοράς και εκμετάλλευσης αγαθών, τους οποίους και προσπαθεί να εισάγει στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς».

Μεταξύ άλλων, με το νόμο συστάθηκε η Ανώνυμη Εταιρεία «Προβολής της Ελληνικής Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (προπομπός του Οργανισμού Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού) που ανέλαβε ό,τι έκανε μέχρι τότε το ΤΑΠ. Η εν λόγω ΑΕ προοριζόταν να αναλάβει την παραγωγή, έκδοση, διάθεση βιβλίων και άλλων αντικειμένων, που συνδέονται με την προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς, και την παραγωγή, κατασκευή εκμαγείων και αντιγράφων, χρησιμοποιώντας τους χώρους και τα εργαστήρια του ΤΑΠ. Να προβαίνει σε απευθείας αναθέσεις σε ιδιώτες, να συνάπτει συμβάσεις με ιδιωτικά εργαστήρια, να εκπονεί μελέτες και να διενεργεί διαγωνισμούς, με σκοπό δήθεν «το σχεδιασμό και την εφαρμογή εθνικής πολιτικής για την ανάδειξη και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς και του πολιτιστικού δυναμικού της χώρας».

Η αγοραία λογική στην κρατική διαχείριση των αντιγράφων εκφράστηκε κατά την πρόσφατη συζήτηση στο ΚΑΣ ως εξής: Το κόστος παραγωγής αντιγράφων ανέρχεται στα 3 εκ. ευρώ και τα έσοδα στα 500.000 ευρώ. Δεν είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται αυτό το επιχείρημα, αλλά ούτε ήταν και το μοναδικό. Για παράδειγμα, το 2002, η τότε πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟ βρισκόταν στη διαδικασία αναζήτησης επιχειρήσεων που θα είχαν τη δυνατότητα μαζικής παραγωγής αντιγράφων. Μάλιστα, ο τότε υπουργός Πολιτισμού, Ε. Βενιζέλος, είχε πει ότι αυτή η παραγωγή θα γίνεται με την πρακτική του «φασόν» και πως δεν αφορά μόνο ελληνικές επιχειρήσεις, ούτε μόνο «μικρομεσαίες». Το ξεπούλημα της παραγωγής αντιγράφων προετοιμαζόταν τότε με το πρόσχημα της «επάρκειας» σε αντίγραφα ενόψει των Ολυμπιακών του 2004.

Περί «κόστους»...

Το «επιχείρημα» περί μείωσης του κόστους «εμφανίζεται» ξανά το 2005. Στο όνομα της κακής οικονομικής κατάστασης του ΤΑΠ, η τότε διοίκησή του πρότεινε στον τότε υφυπουργό Πολιτισμού, Π. Τατούλη, να περιοριστούν οι μήτρες των εκμαγείων και η παραγωγή τους να δοθεί σε «εξωτερικούς συνεργάτες ώστε να μειωθεί το κόστος». Το κόστος όμως είναι έννοια - «λάστιχο». Εκείνη την περίοδο για παράδειγμα, ενώ το ΤΑΠ εξακολουθούσε να υποχρηματοδοτείται, αφέθηκε «βορά» των τραπεζών, από τις οποίες αναγκάστηκε να πάρει τρία δάνεια για να μπορεί να κάνει τη δουλειά του: Τις αναγκαίες απαλλοτριώσεις. Και ενώ το Ταμείο «καλούνταν» από το 2000 να πληρώνει δαπάνες (όπως οι ανελαστικές) από «ίδιους» πόρους, κάτι που κανονικά θα έπρεπε να γίνεται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, σιγά σιγά, τα «κομβικά» πωλητήρια σε επιλεγμένα μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους πέρασαν στη διαχείριση του Οργανισμού Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού ΑΕ (π.χ. Κνωσός, Ολυμπία, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Ακρόπολη, Βεργίνα, Δελφοί, Επίδαυρος, Μυκήνες).

Μάλιστα, το ΤΑΠ υποχρεούται, από εποχής ΠΑΣΟΚ ακόμη, τα εκμαγεία που δημιουργεί, για να φτιαχτούν τα αντίγραφα, να τα δίνει στον ΟΠΕΠ και αυτός να τα δίνει σε ιδιωτικά εργαστήρια παραγωγής αντιγράφων. Το 2005 ο ΟΠΕΠ διέθετε 115 κωδικούς εκμαγείων. Φυσικά και τα προϊόντα του (μπλουζάκια, κούπες κλπ.) δίνονται, για παραγωγή, σε ιδιώτες. Επιπλέον, ο ΟΠΕΠ άρχιζε να αντιμετωπίζει το ΤΑΠ σαν οποιονδήποτε άλλο ιδιώτη που πιθανόν να θελήσει να πουλήσει τα προϊόντα του ΟΠΕΠ. Ο τότε πρόεδρος του Οργανισμού έλεγε ότι θα δώσει τα προϊόντα «του» στο ΤΑΠΑ, για να τα πουλά στα πωλητήρια που έχει ακόμη υπό τη διαχείρισή του και σε όποιον άλλο οργανισμό φέρει έσοδα στην εταιρεία!

Επιπλέον, ο ΟΠΕΠ προσανατολίζεται στη δημιουργία πωλητηρίων οπουδήποτε, αρχής γενομένης μέσω του συστήματος «κατάστημα στο κατάστημα», που λειτουργεί ήδη στα πολυκαταστήματα, ενώ το 2005 είχε ανακοινωθεί ότι θα μπορούσε να προχωρήσει και στο σύστημα «αποκλειστικών αντιπροσώπων» («φραντσάις») δηλαδή στη δυνατότητα του οποιουδήποτε ιδιώτη να δημιουργεί μαγαζί με τα λογότυπα του ΟΠΕΠ και να κερδίζει από τα προϊόντα και τα αντίγραφα. «Συζητούσε» μάλιστα και με ξένες εταιρείες για την πώληση των προϊόντων.

Από το '80 τα «σπάργανα»

Για να γίνει ακόμη πιο κατανοητό ότι το ξεπούλημα οικονομικών «φιλέτων» του Δημοσίου αποτελεί καθαρά πολιτική επιλογή και δεν έχει τίποτα το «αντικειμενικό» που να την επιβάλλει, να πούμε, ότι τον Αύγουστο του 2005, το ΚΑΣ συζήτησε αίτημα επιχείρησης «για χορήγηση άδειας κατασκευής πιστών αντιγράφων και μεταπλάσεων από επιλεγμένα έργα ελληνικών μουσείων». Η εταιρεία κατέθεσε έναν κατάλογο με 130 αρχαία αντικείμενα (87 από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, τα δημοφιλέστερα) που φυλάσσονται σε κρατικά μουσεία, τα οποία θέλει να «μεταπλάσει», δηλαδή να μην κάνει πιστή αντιγραφή, αλλά να αλλάξει το μέγεθος και το υλικό για να τα μετατρέψει σε αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Η τότε διοίκηση του ΤΑΠ ανέφερε στο ΚΑΣ ότι μέχρι τώρα, το Ταμείο έδινε τις μήτρες στους ιδιώτες για παραγωγή αντιγράφων, αποκλειστικά προς διάθεση από το ΤΑΠ. Η πρώτη φορά που δόθηκε τέτοια δυνατότητα σε ιδιώτη ήταν στον Ζολώτα (τα γνωστά κοσμηματοπωλεία) στις αρχές του '80. Το 2005 για πρώτη φορά έρχεται ιδιώτης να διεκδικήσει και την πώληση. «Η πρόταση της εταιρείας μπαίνει στα "χωράφια" του ΤΑΠ», είπε η τότε πρόεδρος του ΤΑΠ προσθέτοντας ότι «πρέπει να ξεκαθαριστεί η σχέση ΤΑΠ - ιδιωτών». Να «ξεκαθαριστεί», όχι να διακοπεί εντελώς.

Σημείωσε, επίσης, πως θα υπάρξει και οικονομικό ζήτημα στο ΤΑΠ, αφού, ενώ εξαιρείται από την επιβολή ΦΠΑ, επειδή παράγει πολιτιστικό προϊόν, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να μην αυξάνει τις τιμές, στην περίπτωση «εμπλοκής» ιδιωτών μπορεί να συμβεί το εξής: Να αγοράζει το ΤΑΠ αντίγραφα των οποίων τις μήτρες έδωσε στους ιδιώτες, αλλά οι τελευταίοι θα τα πουλούν με ΦΠΑ, κάτι που δε θα μπορεί να κάνει το ΤΑΠ... αλλιώς θα εμπλακεί η Εφορία!

Ο τότε γγ του ΥΠΠΟ, Χρ. Ζαχόπουλος, θεώρησε ότι το μόνο θέμα που υπάρχει είναι τα «εχέγγυα» του ιδιώτη και η ποιότητα των αντιγράφων του! «Ο Ζολώτας πώς καθιερώθηκε διεθνώς; Αντιγράφοντας, παραλλάσσοντας αρχαία κοσμήματα (...) Γιατί να φοβόμαστε, λοιπόν; Εχουμε μείνει πολύ πίσω»...


Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ