Αποκαλυπτικά τα στοιχεία από τις 160 μεγάλες επιχειρήσεις για το 2007. Για 20 από αυτές, προκύπτει ότι, ενώ τα κέρδη τους αυξήθηκαν κατά 880 εκατ. ευρώ ή 52,3%, οι φόροι που πλήρωσαν στην εφορία μειώθηκαν κατά 75 εκατ. ευρώ ή 16,2%
Αποκαλυπτικά, από αυτήν την άποψη, είναι και τα στοιχεία των ισολογισμών 160 συνολικά μεγάλων επιχειρήσεων, που επεξεργάστηκε και παρουσιάζει σήμερα ο «Ρ», σύμφωνα με τα οποία το ποσοστό αύξησης των κερδών είναι πολλαπλάσιο του ποσοστού αύξησης του φόρου που πλήρωσαν στην εφορία. Ενδεικτικά, αναφέρουμε, πως από τους ισολογισμούς των 160 επιχειρήσεων, για τις 20 απ' αυτές (βλέπε πίνακα) που επεξεργάστηκε ο «Ρ», προκύπτει ότι ενώ τα κέρδη τους αυξήθηκαν 52,3% οι φόροι που πλήρωσαν στην εφορία μειώθηκαν κατά 16,2%!
Και φυσικά, η εξέλιξη αυτή, που βλέπουμε τα αφεντικά των μεγάλων επιχειρήσεων να καρπώνονται όλο και μεγαλύτερα κέρδη και παράλληλα να μειώνεται η φορολογική τους επιβάρυνση, δεν είναι τυχαία. Είναι το τελικό αποτέλεσμα της συνολικής αντιλαϊκής πολιτικής που εφαρμόζεται από τους μέχρι σήμερα κυβερνώντες με την ανοχή ή και τις ευλογίες των συμβιβασμένων συνδικαλιστικών ηγεσιών στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Τα προκλητικά κέρδη που μοιράζονται κάθε χρόνο οι μεγαλομέτοχοι των επιχειρήσεων με την είσπραξη παχυλών μερισμάτων, αποτελούν καρπό των γαλαζοπράσινων αντιλαϊκών πολιτικών μονόπλευρης λιτότητας. Πολιτικών, τις οποίες εφαρμόζουν, σε γαλαζοπράσινες παραλλαγές, οι κυβερνώντες, με επιχειρήματα του τύπου πως οι συγκεκριμένες πολιτικές (εκσυγχρονιστικές, μεταρρυθμιστικές κλπ.) αποσκοπούν στη «δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών» και γενικότερα στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων (εργαζομένων, συνταξιούχων, ανέργων κλπ.).
Εκτός, λοιπόν, από τις εισοδηματικές πολιτικές (που διατηρούν την αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων στο «γύψο», με ονομαστικές αυξήσεις γύρω από τον άξονα του επίσημου πληθωρισμού), τις τιμολογιακές πολιτικές (δηλαδή η ελευθερία των μεγαλοεπιχειρηματιών να αυξάνουν όποτε και όσο θέλουν τις τιμές), σημαντικό μερίδιο στην εξέλιξη της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων έχει και η εφαρμοζόμενη δημοσιονομική πολιτική, τόσο στο σκέλος των δαπανών όσο και στο σκέλος των εσόδων.
Αδιάψευστο μάρτυρα των παραπάνω αποτελούν και τα επίσημα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού. Στοιχεία, τα οποία βεβαιώνουν πως οι μεγαλοεπιχειρηματίες, ενώ εισπράττουν κάθε χρόνο όλο και περισσότερα δισεκατομμύρια ευρώ ζεστό χρήμα από τα κρατικά και κοινοτικά Ταμεία (με τη μορφή επενδυτικών και άλλων κινήτρων), πληρώνουν όλο και λιγότερους φόρους στην εφορία, χάρη στη διεύρυνση των φοροαπαλλαγών και τη μείωση των συντελεστών φορολογίας των κερδών που αποφασίζουν οι εκάστοτε κυβερνώντες. Ακόμη και τα επίσημα στοιχεία μαρτυρούν πως τα επιχειρήματα περί «αντοχής της οικονομίας» - που επικαλούνται οι κυβερνώντες - είναι μόνο για ...λαϊκή κατανάλωση, καθώς έχουν περιορισμένη ισχύ. Για παράδειγμα, ενώ οι κυβερνώντες επικαλούνται σταθερά την «αντοχή της οικονομίας», για να αρνηθούν την ικανοποίηση δίκαιων αιτημάτων των εργαζομένων, των ανέργων, των απόμαχων της δουλειάς (όπως ουσιαστικές αυξήσεις σε μισθούς - συντάξεις - επιδόματα - φορολογικές ελαφρύνσεις), την ίδια ώρα ψηφίζουν και εφαρμόζουν νόμους με τους οποίους διευρύνουν τις κρατικές επιχορηγήσεις, φοροαπαλλαγές και άλλα προνόμια για το μεγάλο κεφάλαιο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι εν λόγω 160 επιχειρήσεις:
Η μεγάλη συμβολή της δημοσιονομικής πολιτικής στην ενίσχυση της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων, φαίνεται και από τα εξής στοιχεία των ισολογισμών των επιχειρήσεων που επεξεργάστηκε ο «Ρ». Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, προκύπτει ότι τα κέρδη, μετά την πληρωμή των φόρων ανήλθαν σε 8.037,1 εκατ. ευρώ, για το σύνολο των 160 επιχειρήσεων, από 6.037,4 εκατ. ευρώ το 2006. Δηλαδή, μέσα στο 2007, τα καθαρά κέρδη που μοιράστηκαν μεταξύ τους οι μεγαλομέτοχοι των 160 επιχειρήσεων, αυξήθηκαν κατά 2 δισ. ευρώ ήτοι 33,1%. Παρατηρούμε εδώ ότι το ποσοστό, αλλά και η μάζα των κερδών που μοιράστηκαν μεταξύ τους οι μεγαλομέτοχοι των 160 επιχειρήσεων, ήταν μεγαλύτερα σε σχέση με την εικόνα που εμφάνιζαν τα κέρδη πριν τη φορολογία.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στα ευνοϊκά για τους μεγαλοεπιχειρηματίες φορολογικά μέτρα που θέσπισαν οι κυβερνώντες στο όνομα της «ανταγωνιστικότητας», ένα από τα οποία ήταν και η παραπέρα μείωση του συντελεστή φορολογίας των κερδών. Το τελικό αποτέλεσμα των συγκεκριμένων μέτρων, ήταν να περιοριστεί το 2007 η μέση φορολογική επιβάρυνση των εν λόγω 160 επιχειρήσεων στο 21,8% από 25,7% που ήταν το 2006. Εννοείται, πως για ορισμένες επιχειρήσεις, η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης στα κέρδη, ήταν πέρσι κραυγαλέα. Για παράδειγμα, για τις 20 επιχειρήσεις του πίνακα, ο μέσος συντελεστής φορολογίας των κερδών μειώθηκε κατά 12,5 ολόκληρες μονάδες (από 27,5% που ήταν το 2006 έπεσε πέρσι στο 15,1%)! Αυτή η εξέλιξη, είχε σαν αποτέλεσμα τα μεγάλα αφεντικά των 20 επιχειρήσεων του πίνακα, να πληρώσουν στην εφορία 74,9 εκατ. ευρώ λιγότερο φόρο (μείωση κατά 16,2%) παρά το γεγονός ότι τα κέρδη τους αυξήθηκαν κατά 52,3% ή 880 εκατ. ευρώ!
Από όσα προαναφέρθηκαν είναι ολοφάνερο πως όταν οι κυβερνώντες μοιράζουν υποσχέσεις για «δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών» εννοούν τη συνεχή μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για τα παχυλά υπερκέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών. Και τα σπασμένα αυτών των πολιτικών, τα πληρώνουν πάντα οι εργαζόμενοι, που καλούνται να πληρώνουν όλο και περισσότερους φόρους (άμεσους και έμμεσους), προκειμένου να καλυφθούν οι μαύρες τρύπες των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, που προκαλούνται και από τα κάθε είδους προνόμια και σκανδαλώδεις φοροαπαλλαγές στο μεγάλο κεφάλαιο. Συνέπεια αυτών των πολιτικών, το 2007 - που ο μέσος συντελεστής φορολογίας των κερδών είχε πέσει στο 20% - οι μισθωτοί και συνταξιούχοι επιβαρύνονται με συντελεστή φόρου 29% για κάθε ένα ευρώ πάνω από το αφορολόγητο όριο που παραμένει στα απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα των 12.000 ευρώ!