Το μνημείο που έστησε το σοβιετικό κράτος για τους ποδοσφαιριστές της START, προκειμένου να θυμίζει την πράξη τους |
Ενας εκπρόσωπος αυτού του ρεύματος, όπως ο Δυτικογερμανός Κ. Ντιμ χαρακτήρισε τους Σοβιετικούς αθλητές «Αθλητές - στρατιωτάκια», σχολιάζοντας όχι μόνο τον πολύπλευρο τρόπο σωματικής εκγύμνασης, αλλά και τον αντίστοιχο της πνευματικής των αθλητών. Σε ένα άλλο παράδειγμα, στο βιβλίο του Βρετανού Π. Μάκιντος που κυκλοφόρησε το 1963 στη Βρετανία, ο συγγραφέας «εξοργίζεται» από το γεγονός «ότι οι αθλητές και προπονητές στην ΕΣΣΔ μαθαίνουν μαρξισμό - λενινισμό», αφού όπως τόνιζε «έτσι υποτάσσεται το αθλητικό κίνημα στα κομμουνιστικά ιδεώδη». Βέβαια, απώτερος σκοπός όλων αυτών των κριτικών ήταν να χτυπηθεί η πραγματικότητα που έδειχνε ξεκάθαρα τη συμβολή του αθλητισμού και της φυσικής αγωγής στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας που εφαρμόστηκε στη Σοβιετική Ενωση με βάση τις αρχές που καθόριζε ο μαρξισμός - λενινισμός.
Μόνο που δυστυχώς για τον Ντιμ και τον ...Μάκιντος αλλά και τόσους άλλους επικριτές της ΕΣΣΔ, η λασπολογία που εκτόξευσαν διαψεύδεται από πραγματικά περιστατικά που έχουν να κάνουν με τον συνδυασμό αθλητισμού και ιδανικών και το τι μπορεί να πετύχει η σχέση αυτή. Ο περίφημος «αγώνας του θανάτου» που διεξήχθη στο κατεχόμενο από τους Γερμανούς Κίεβο το 1942 που κατέληξε στην εκτέλεση από τους ναζί 15 Σοβιετικών ποδοσφαιριστών που με τον τρόπο τους αρνήθηκαν να συμβιβαστούν στο φασισμό είναι ίσως το φωτεινότερο παράδειγμα για το πώς λειτουργούσαν οι αθλητές της ΕΣΣΔ σε περιόδους που κρινόταν κάτι παραπάνω από ένα αθλητικό γεγονός αλλά η ύπαρξη ενός ολόκληρου λαού και των ιδεών που αντιπροσώπευε όσον αφορά την εργατική τάξη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, είχε να κάνει με την υπεράσπιση του σοσιαλισμού, της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας. Και το παράδειγμα δείχνει ότι μια χούφτα αθλητές, αλλά πάνω από όλα άνθρωποι του λαού και της εργατικής τάξης γαλουχημένοι με τις αρχές της Οχτωβριανής Επανάστασης και του μαρξισμού - λενινισμού δεν υπέκυψαν και δεν πρόδωσαν τα ιδανικά τους ούτε όταν βρέθηκαν... κατάφατσα με το θάνατο. Και ήταν τόσο μεγάλο το κατόρθωμά τους που ακόμα και οι αστοί που δεν μπορούσαν να το διαστρεβλώσουν αλλά ούτε και να το... χωνέψουν αποφάσισαν να το εκμεταλλευτούν, βάζοντάς το στα δικά τους μέτρα και σταθμά. Ετσι, με αφορμή την ιστορία γυρίστηκε από τον αστικό κινηματογράφο η περίφημη ταινία «Απόδραση των 11», που ωστόσο καμιά σχέση δεν είχε με καθεαυτό το γεγονός. Σήμερα ο «Ρ», στο πλαίσιο του αφιερώματος για τον «Αθλητισμό στην ΕΣΣΔ», ξαναθυμίζει το τι πραγματικά είχε συμβεί τότε (η ιστορία δημοσιεύτηκε στον «Ρ» στις 6 Αυγούστου του 2007) και τα γεγονότα προκαλούν δέος.
Στην κατάκτηση του Κιέβου από τους ναζί πιάστηκαν περίπου 630.000 αιχμάλωτοι, ανάμεσά τους και πολλοί αθλητές που ανήκαν στην ομάδα της Ντιναμό Κιέβου. Μιας ομάδας που είχε ιδρυθεί το 1927 από δυο νεαρούς Σοβιετικούς αξιωματικούς της αστυνομίας, προκειμένου και στο Κίεβο (όπως και σε άλλες πόλεις) να υπάρχει παράρτημα του αθλητικού σωματείου Ντιναμό Κλαμπ που είχε ιδρύσει η Σοβιετική Αστυνομία. Μάλιστα, το γεγονός ότι οι περισσότεροι αθλητές αιχμάλωτοι ήταν αστυνομικοί έκανε τους ναζί να τους θεωρήσουν επικίνδυνους μπολσεβίκους και φυσικά έτυχαν... ειδικής μεταχείρισης. Ομως, η τύχη έπαιξε ένα καθοριστικό παιχνίδι. Η απρόοπτη συνάντηση του Γίοζεφ Κόρντιτς, υπαλλήλου ενός αρτοποιείου που είχαν ανοίξει οι ναζί με εργάτες αιχμαλώτους, με το μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό όνομα της προπολεμικής ΕΣΣΔ τον αρχηγό της Ντιναμό Κιέβου, Κόλα Τρούσεβιτς, έβαλε τις βάσεις για να συμβεί κάτι μεγάλο. Η ιδέα της συγκρότησης μιας ποδοσφαιρικής ομάδας άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά στις αρχές του 1942. Ο Τρούσεβιτς άρχισε να ψάχνει για πρώην συμπαίκτες που ίσως να είχαν επιζήσει της γερμανικής επιδρομής όπως και για υπόλοιπους γνωστούς του παίκτες από άλλες ομάδες, με αποτέλεσμα να συγκεντρωθούν αρκετοί ποδοσφαιριστές τόσο από την Ντιναμό Κιέβου όσο και από άλλες ομάδες.
Την ίδια εποχή, στα πλαίσια της προπαγάνδας των ναζί στην πόλη και με τη βοήθεια ενός δοσίλογου, του Ουκρανού εθνικιστή και πρώην ποδοσφαιριστή του Γκιόργκι Σφετσόφ επανέφεραν το ποδόσφαιρο στην πόλη, δημιουργώντας παράλληλα και μια ομάδα, τη Ρουχ. Ο Σφετσόφ προσπάθησε να πείσει όσους παίκτες ήταν στο αρτοποιείο και αποτελούσαν σπουδαία ονόματα του ποδοσφαίρου (ιδιαίτερα μάλιστα τον Τρούσεβιτς) να ενταχθούν στην ομάδα κυρίως για προπαγανδιστικούς λόγους. Το γεγονός όμως ότι ήταν συνεργάτης των Γερμανών και οι υπόλοιποι ποδοσφαιριστές της Ρουχ ήταν ομοϊδεάτες του δεν ενθουσίασε τους πρώην Σοβιετικούς ποδοσφαιριστές, που με μπροστάρη τον Τρούσεβιτς αρνήθηκαν και δημιούργησαν το δικό τους σύλλογο που ονόμασαν FC START. To Ιούνη του 1942 ορίζεται η έναρξη του λεγόμενου ποδοσφαιρικού πρωταθλήματος Κιέβου με τον πρώτο αγώνα να είναι αυτός μεταξύ της Ρουχ και της START. Οι παίκτες της Ρουχ ήταν κατάλληλα προετοιμασμένοι, σε αντίθεση με αυτούς της START που ζούσαν υπό συνθήκες αιχμαλωσίας. Ομως τα λόγια του Τρούσεβιτς στους συμπαίκτες του πριν την έναρξη του παιχνιδιού φανερώνουν ότι κάποιες στιγμές πάνω και από ρούχα και εξοπλισμό βασικό ρόλο παίζει κάτι άλλο. «Δεν έχουμε όπλα να τους πολεμήσουμε. Θα παίξουμε με τα χρώματα της σημαίας μας. Οι φασίστες θα καταλάβουν ότι αυτό το χρώμα είναι ανίκητο», σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν η προτροπή του αρχηγού προς τους συμπαίκτες του... Και πραγματικά, το τελικό σκορ 7 - 2 υπέρ της START μαρτυράει το τι έγινε στο γήπεδο. Και ήταν μόνο η αρχή. Ακολούθησαν οι νίκες επί μιας ομάδας Ούγγρων στρατιωτών (συνεργάτες των ναζί) με 6 - 2, μιας αντίστοιχης Ρουμάνων στρατιωτών (επίσης συνεργάτες) με 11 - 0 και μιας επίλεκτης του γερμανικού στρατού με 6 - 0.
Οι νίκες της START είχαν πάρει μια μορφή αντίστασης, αφού οι κάτοικοι του Κιέβου έβλεπαν με αυτόν τον τρόπο την αμφισβήτηση των κατακτητών. Από την άλλη, οι ναζί και ντόπιοι συνεργάτες είχαν αρχίσει να θορυβούνται από το γεγονός και ιδιαίτερα μετά την ήττα της ομάδας του γερμανικού στρατού. Γι' αυτό και αποφάσισαν να ορίσουν αντίπαλο της START μια ομάδα επίλεκτων της Λουτβάφε. Το πρώτο πείραμα αποτυγχάνει πλήρως για τους κατακτητές, αφού η ομάδα της Λουτβάφε χάνει με 5 - 1. Για λόγους εκδίκησης, οι ναζί όρισαν αγώνα ρεβάνς τρεις μέρες μετά, ενώ μέσα σε αυτό το διάστημα εφάρμοσαν μεθόδους τρομοκρατίας για τους παίκτες της START, αλλά και γενικότερα για το λαό του Κιέβου. Μάλιστα, όσον αφορά την ομάδα τους άλλαξαν επτά παίκτες ενώ διαιτητής του καινούργιου παιχνιδιού ήταν ένας αξιωματικός των SS. Παρά τα τερτίπια του διαιτητή και την αντιαθλητική συμπεριφορά των αντιπάλων παικτών το τελικό σκορ έγραψε 5 - 3 υπέρ της START, ξεσηκώνοντας όλους όσοι βρέθηκαν στις εξέδρες. Την ίδια ώρα, Γερμανοί αξιωματούχοι και στρατιώτες δεν μπορούν να κρύψουν την ταπείνωση. Και αποφασίζουν να δράσουν... Διατάσσουν «έκτακτη ανάκριση» και αμέσως μετά το παιχνίδι οι ποδοσφαιριστές οδηγούνται στα γραφεία της γερμανικής διοίκησης. Δυο μέρες μετά, κάποιοι θα τους δουν να φορτώνονται σε στρατιωτικό φορτηγό με ισχυρή συνοδεία. Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που κάποιος πολίτης του Κιέβου είδε τους ήρωες παίκτες της START...